- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
289

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - N ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ν —Namnlös.

289

Ν.

Ν, Ν, ν, νύ, τό. — Ν. Ν., ό Λίνα.

Nabo, -lag, se Granne, -skap.

Nabo lig, o, tf, τό τον γείτονος 1. τών
γειτόνων etc., se Granne.

Nackaröd, φλόγινος, 3. πνρρό?, 3.

Nackben, ιό αύχένι όστούν.

Nackdel, se Förlust, Skada.

Nacke, ανχήν, eVo?, ό. τρά^λο?, oc. λόςρο?,
o (poet., ish. på dragare).: = bakdelen af
hufvudet, τά όπισθεν τής κεφαλής.: stolt höja n:n,
τραχηλιάν (om hästar), (μέγα) έπαίρεσθαι (fig·).:
böja ngns η., κάμπτειν, συστέλλειν, κολάζειν τινά.:
böja η:η, ύφίεσθαι. ταπεινότερον φρονεϊν. Jfr
Hals.

Nackgrop, τό έν αύχένι κοίλωμα, ό κοίλος
ανχήν.

Nackhår, αι όπισθεν κόμαι 1. τρίχες.

Nackstyf, se Stolt.

Ν af, σνριγξ, γγος, tf. χ οινική, χοινικίς, ίάος,
tf. πλήμνη, tf.

Ν af la, τον ομφαλό ν έπι-, περιόείν.

Nafle, ομφαλό?, °·: försedd m. η.,
ομφαλό-εις.: 3.: m. framstående η., έξόμφαλος, 2.: midten
af η., άκρομφάλιον 1. άκρόμφαλον, τό.

Nafsa, på ngt, ένάάκνειν τι.

Nafvare, se Borr.

Nafvelband, -bindel, ομφαλού σπάργανον,
τό.

Nafvelbråck, έξόμφαλος, oc.

Nafvelformig, oV/o^cocfy?, 2. όμφαλωτός, 3.

Nafvelgräs, κοτυληάών, όνο?, tf.

Nafvelsträng, ομφάλιον νεύρον, τό.
ομφαλός, ό.: afskärandet af η., όμφαλοτομία, tf.: knif
s. dertill begagnas, όμφαλιστήρ, ήρος, ό.

Nagel, 1) ss. kroppsdel, δννξ,χος, ό.: skära
naglarne, όνυχίζειν (i med., på sig).: skärandet,
όννχισμός, o.: instrumentet derför, όνυχιστήριον,
τό.: på η:η (= mycket noga), δννχα. di 1.
ίπ’ όνυχος. 2) att inslå, fästa m., ήλος, o (af
metall), γόμφος, o (till smnfogning, dymling),
πάτταλο?, o (trän.), äfv. κέντρον, τό.: förse m.
naglar, ήλονν. πατταλούν.: hopfoga m. naglar,
γομφουν.

Nagelfara, (έξ)οννχίζειν. εϊς όνυχα 1. έπ\ di’
δνυχος (έξ)ακριβονν. Se vidare Granska.

Nagelformig, όννχοειcftf?, 2. — ήλοειάής, 2.

Nagelfläck, όνυχος νεφέλιον, τό.

Nagel rot, όνυχος ρίζα, tf. se äfv. Följ.

Nagelsprång, παρωνυχία 1.παρωννχίς, kΡος, tf.

Nagelspets, άκρωννχία, tf. άκρο?’ ό ow|.

Nagelspån, άπονύχισμα, τό.

Nageltrång, πτερύγιον, τό. παρωνυχία 1.-*?,tf.

Nageltång, όνυχιστήριον, τό.

Nagga, ένΰάκνειν. παρατρώγειν. περιτρώγειν
(rundt om).: ett naggadt blad, φ^λλον
έπικεχα-ραγμένον 1. κεχηλωμένον. Se Gnaga.

Naggande, τρώ£*?, tf.

Na g la, ήλούν. γομφουν. πηγνύναι 1. dtfj/
tf’-λο*?. Se Nagel.

Naiv, απλοί/?, tf, οι/ν. απλοϊκό?, 3. αφελής,
2. aiiToqpvtf?, 2. oc, tf τό κατά yiitfw.

Naive t et, άπλότης, tf. tf.

Najad, JVai?, *cfo?, tf.

Naken, γυμνός, 3 (utan kläder, betäckning),
^ι-λό?, 3 (utan hår, vegetation).: m. n. fötter,
γυμνόπ ους, ποάος, o, tf. γυμνός τούς πόάας.:
visa ^ sig η., γυμνόν όράσθαι.: gån., γυμνόν
φοιτάν. γυμνόν είναι, βιώναι.: afkläda ngn η.,
(άπο)γυμνούν τινα ιματίων.

Nakenhet, γυμνότης, tf. χριλότης, tf.

Nalkas, πλησιάζειν τινί. προσπελάζειν τινί.
έγγύς 1. πλησίον γίγνεσθαι τίνος, έπ-, προσιέναι,
προσμιγνύναι τινί.: om fartyg, προσπλίΜΛ: ngt
litet η., παρεγγίζειν πρός τι.: om tiden, έπιέναι.
έπιγίγνεσθαι.

Namn, όνομα, τό (äfv. förevändning ο. rykte).
προσηγορία, tf. do|fa, φήμη, tf (rykte), jfr
Binamn.: m. n:t, vid η., τό δνομα.
προσαγορευό-μενος, καλούμενος, κεκλημένος, 3.: ropa ngn vid η.,
όνομαστί καλείν, άνα-, παρακαλεΐν τινα.: nämna
ngn vid η., όνομαστί ειπείν τινα.: af lika η.,
ομώνυμος, 2.: utan η., ανώνυμος, 2.: gifva,
tillägga ngn ett η., τιθέναι, vanl. -σθαι όνομα
τινι. όνομα καλείν τινα, äfv. τινί. δνομα
άποκα-λείν τινα. προσαγορεύειν τινά. ονομάζειν τινά
(δνομα 1. m. εϊναι t. ex. σοφιστήν όνομάζουσι
τον άνάρα εϊναι).: ge ngn η. efter ngt, ονομάζειν
τινά έπί τίνος 1. έπί τινι 1. εκ τίνος.: ett η. är
gifvet, tillagdt, δνομά έστι 1. κείται (τινί 1. έπί
τινι).·. gifva ett annat η., άντονομάζειν,
μετονο-μάζειν (i pass., få ett annat η.).: få ett η.,
δνομα λαμβάνειν, όνομασθήναι. (έπι)κληθήναι.: ha
ett η., δνομα έχειν. όνομάζεσθαι. {έπι)καλείσθαι.
κεκλήσθαι.: ngn är mig till namnet bekant,
γνώριμος έστί μοί τις άπ’ ονόματος.: dölja en ful
sak under ett vackert η., παρακαλύπτεσθαι.
ύπο-κορίζεσθαί τι.: till n:t, (τω) ονόματι, λόγω.
πρό-φασιν.: under ett vackert η., μετ’ ονόματος
καλού. : under bundsförvandskapens η., ονόματι
συμμαχίας (ποιείν τι).: göra ngt i ngns η., ποιείν τι
άντί τίνος 1. κελεύσαντός τίνος.: jag helsar dig i
konungens η., χαίρειν σε κελεύω παρά τού
βασιλέως.: i Guds η., se Gud.: ha ett η. ( = vara
ryktbar), δνομα έχειν (äfv. m. ond bibet.).
όνο-μαστόν εϊναι.: ha ett stort n., do%av μεγάλην 1.
δνομα λαμπρόν εχειν. δνομα εχειν υπέρ τούς
πολλούς-: ett godt η., do|a καλή. εύάοξία, tf.: ha
ett godt η., ευ 1. καλά άκούειν. ενάοξεϊν.
εύάο-κιμεϊν.: s. har ett godt η., εύοΡοξος, εύάόκιμος, 2.

Namnam, λίχνευμα, χναύμα, τό. τ ραγή
ματα, τά.

Namne, ομώνυμος, 2 (τινί 1. τινός), ταϋτόν
τινι δνομα εχων, ουσα, ον. προσήκων (3) τω
ονόματι.

Namneligen, όνομαστί. ονόματι, κατ* δνομα.
έπ* 1. έξ ονόματος.: — uttryckligen, synnerligen,
se d. oo.

Namngifva, se under Namn.

Namngifvare, δνοματοθέτης, ου, ό.

Namngifning, ονοματοθεσία, tf (Sedn.) 1.
ονόματος θέσις, tf (tilldelandet af namn), τό
όνομαστί λέγειν (nämnandet vid namn).

Namnkristen, ονόματι χριστιανός, ο.

Namnkunnig, se B-yktbar.

Namnlike, se Namne.

Namnlös, 1) eg., ανώνυμος, 2. 2) outsäg-

37

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0293.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free