- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
300

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Nålspets ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

300

Nålspets — Närma.

Nålspets, ή τής βελόνης άκίc.

Nålsöga, ή τ;? ρανίδος οιή. τό τής
ραγί-ΰος I. βελόνης τρήμα κ ι αρ, της. τό

Nåt, άομογή. ή αρμός, ό συυβολή, η.

Näbb, ρόγχος, τό. {dem. ρυγχίον. τό). ράμφος,
τό (roftbglars krokiga) στόμα, τό (mun i allmht).

Ν ä b b a s, fig., sp G η a b b a s.

Näbb form i g. ραμ^ώδης. 2.

Näbb i g. προπετής. 2. ιταμός. 3. &ρασύς, 3.

Näbbighet, προπέτεια, ή. ιταμότης, ή.
&ρα-σίτης, ή

Näbb mus, μυγαλή, ή. αρουραίος μ νς, ό.
ϋ-ραξ χος, ό.

Näck, δαίμων βαλάττιος, ό. (Νηρεύς, έως,~ο.
Τρίτων, ωνος, ό.) Jfr Β öfv el.

Näckros, ννμφ αία, ή.

Näfkamp, -kämpe, se Κηytnäfvekamp,
-kämpe.

Nä frätt, χειρο/ρατία, ή. βία, ή. äfv. βία και
χειροκρατία : m. η , Εν χειρών νόμψ.: η. gäller,
δίκη Εν χερσίν Εστί : ett statsskick, der η.
gäller, τρόπος πολιτείας χειροκοατικός.

Näfve, πυγμή, ή. χειρ. ρός, ή.: knuten η.,
se Knytnäfve.: m knuten η. slå ngn, πυξ 1.
κονδύλω Ελαύνειν τινά. κονδυλίζειν τινά (ish. i
ansigtet). κόνδυλον Εντρίβειν τινί. b) ss. mått,
δράγμα, τό. δραγμή, ή.: taga en η. af ngt,
δράττεα&αί τίνος.

Näfver, λέπισμα τό 1. φλοιός ό άπό τής
<sa-μυδας : af η., φλόϊνος, 3 (af bark).

Näktergal, άηδών, όνος, ή.

Nämligen, 1) hörande till ett enskildt begr.,
δή δήτα. δηλαδή, δηλονότι δήπου. gm λέγω. 2)
anknytande en sats, s. innehåller grunden till d.
föreg., γάρ.

Nämna, 1) namngifva, όνομάζειν όνομα
τι-&έναι 1. τίβεσβαι (gifva namn), se Namn. 2)
kalla, καλε’ν, άποχαλεϊν. προσαγορενειν. 3) se
Ut η ii τη η a. 4) säga, yttra, λέγειν, φάναι. (Επι)·
μνηα&ηναι (omnämna, τινός 1. περί τίνος). —
nämnd, = bemäld, se d. o.

Nämnare, μόριον, τό

Nämnbar, ονομαστός, 3. ρητός, 3.

Nämnd, δικαστήριον, τό. συνέδριον, το’, ol
δι-κασταί, πάρεδροι

Nämndeman, δικαστής, ου, ό. πάρεδρος, ό.
σύνεδρος, ό.

Nännas, τολμάν.: jag nännes icke, d-υμός
ούκ Ε α. ου τολμώ.

Näpen, κομψός, 3. λεπτός, 3. Επίχαρις, ι,
gen τ ος.

Näpen het, χομψότης, ή. χάρις, τος, ή. ο. adj.

Näppeligen, se Knappt.

Näpsa, κολάζειν σωφρονίζειν. συστέλλειν.

Näpst, κόλααις, ή. κόλασμα, τό. σωφρόνισις, ή.

När, 1) ss. conj., se D.i 11) 2) ss frågeord,
πότε; πηνίκα (dir. o indir). όποτε* όπηνίκα (bl.
indir.). 3) då o η., Ενίοτε έ’σιιν ότε. Ενιαχού, 5}

Nära, (stmdom När), I) adj. ό, ή, το
πλησίον 1. Εγγύς.: en η. anförvandt, se
Närbeslägtad.: en n. vän, οίκεϊος, o.: n. förbindelse,
οίκειότης, ή.: stå i sdn m. ngn, οίκειότατα
χρή-σ&αί τινι 2) αάυ. (ο. præp.), πλησίον, Εγγύς
(m. gen), ομού (m. dat.) : vid talbestämningar,
Εγγύς (äfv. m. gen.), είς m. ttc-j. σχεδόν τι. ώς.
jfr Nästan.: hardt n., Εγγύτατα, «τω, sällan
ϊγγιστα. πλησιαίιατα.: n. belägen, πλησίον κεί-

μενος, 3. πλησκ’χωρος, 2.: nära döden, se Död.:
n. att föda, Επίιεξ. εκος, ή. Επίτοκος, 2.: vara
n., a) i rummet, πλησίον etc. είναι πλησιάίειν.:
vara mvcket n., Εγγντατα είναι b) i tiden.
Εγγύς είναι, μέλλειν έσεσίϊαι. όσον ού παρείναι :
vara. n. att, Εγγύς είναι τού m. inf. π ana μικρόν
1. ολίγον 1. ουδέν ϊέναι (έρχεσίϊαι) m. inf.
ολίγου 1. ου πολλού δείν m. inf.: så n var det,
att han stött på Athename, παρά τοσούτον
Εγε-νετ’ αντώ μή περιπεσείν τοϊς’Λ&ηναίοις jfr
Fattas. — komma n., πλησίον etc. γίγνεοβαι 1.
προς-ιέναι πρησπελάζειν (bl. i rum), παρόμοιον 1.
παραπλήοιον είναί τινι (vara snarlik).: ngt ligger
n. till hands (Hg), ράδιον 1. ου χαλεπόν Εστί τι
νοήσαι : taga sig ngt n , Ev&uuiov ποιεϊσθαί τι.
άγωνιάν τι 1. περί τίνος 1. Επί τινι. λυπεισΰαι,
cϊνιάσΰαί τινι : göra, träda ngn f. n., se
FÖrnärm a.

Nära. 1) eg., se Föda 3).: d. närande
klassen , οι τάς τέχνας Εργαζόμενοι, τό περί τήν
τρο-φήν πλήίϊος. 2) se Hysa.

Närbelägen, ό, ή, τό πλησίον (κείμενος, 3).
πλησιόχωρος, πρόσχωρος. 2.

Närbeslägtad, Εγγύς προσήκων (3) τω
γένει (τινί). Εγγύς ών (3) γένει I. γένους (τινί).

Närgränsande, se Angränsa.

Närgående, οικείος, 3. βαρύς, 3. πικρός. 3.
jfr Kännbar.

Närgången, φορτικός, 3. χαλεπός, 3.
σκυ-λακώδης, 2.

Närgångenhet, τό φορτικόν. χαλεπότης, ή.

Närhet, se Grannskap.: i n:n af ngt, se
Nära.

Nä rig, Εργαστικός, 3. κτητικός, 3.
χρηματιστικός, 3. βιομήχανος, 2. Jfr Girig.

Näring, 1) se Föda. 2) underhåll, ämne,
ϋλη% ή : ge n. åt ngt, τρέγειν τι. (Επ)αυξάνειν
τι.: finna n., νλην έχειν. (Επ αυξάνεσβαι (i ngt,
τινί,. 3) yrke, Εργασία, ή. τέχνη, ή. se Yrke.
4) se Krog.

Näringsbekymmer, ή περί τού βίου
φρον-τίς απορία σίτου 1. τών αναγκαίων, ή.

Näringsdrift, -flit, Εργασία, ή.
βιομηχα-νί"* ΐ Χρηματισμός, ό.

Näringsfrihet, ή τών Εργαζομένων 1.
χρη-ματιζομένων Ελευθερία.

Näringsfång, se Födkrok.

Näringsgren, Εργασία, ή τέχνη. ή. έργον. τό.

Näringsidkare, Εργαζόμενος,
χρηματιζόμενος, ό Εργάτης, ου, ό. δημιουργός, ο.

Näringskraft, το τρόφιμον.: utan η.,
άτρο-φσς, 2.

Näringslös, άπορης, 2.

Näringslöshec, άπηρία, ή.

Näringsmedel, τρο^ή. ή. τρόφιμα, τά.
Επιτήδεια. τά. τά πρός τον βίον.: de oumbärliga η:η,
τ« πρός τον βίον αναγκαία.

Näringsomsorg, η περί τον βίονί. τήν
τρο-φήν Επιμέλεια

Näringssaft, χυλός, ο.

Näringsställe, se Krog.

Näringsämne, τρόφιμον, το’.; innehålla η.,
τρόφιμο ν τι έχειν. τρόφιμον είναι. Jfr
Näringsmedel.

Närlagd, συμπεμπόμένος, 3. προσκείμενος 3.

Närliggande, se Närbelägen ο. Föreg.

Närma, 1; trπρο<ρ/έρειν, προσάγειν τί uv»

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0304.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free