- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
307

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Odygdig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Odygdig — O ff erkaka.

307

πανονργημα, τό. νεανίευμα, τό. νβρις, η.: göra
ο., πανονργεϊν. νεανιεύεσθαι. υβρίζει*.

Odygdig, κακός, 3. κακοήθης, 2. πανούργος,
2. άκόλ«βΤο£, 2. λαμι/ρό?, 3. νεανικός, 3.
ν/ϊρ*-στικός, 3.

Odäckad, άπρακτο?, 2. άοτ£)/αστοί·, 2.
Odödlig, αθάνατος, 2 (äfv. fig. t. ex. cfo|a).
άφθαρτος, 2.: ο. ära, αθάνατος 1. άείμνηστος
δόξα.: göra ο., (άπ)αθανατίζειν. άθάνατον ποιείν
1. τιθέναι. άθανασίαν περιποιεϊν τινι.

Odödlighet, άθανασία, tf. — άίδιοςμνήμη, tf.
Ο dömd, άκρ*το£, 2. άκατάκρ^το?, 2.
άδικα-στος, 2.

Ο döp t, άβάπτιστός, 2.

Odört, xftJmov, τό (så väl växten β. dess saft).:
tömma odörtsbägaren, χωνειάζεσθαι. πιείν τό
κώ-νειον.

Oeftergiflig, άναγχαϊος, 3.
Oefterhärmlig, αμίμητος, 2.
Oeftertänksam, se Obetänksam.
Oegennytta, Ελευθεριότης, tf. δικαιοσύνη, tf.
άφιλοχρηματία, άφιλαργυρία, tf. ο. gm αφ".

Oegennyttig, &ίΐ/θ·«ρ*ο£, 2. δίκαιος, 3. ον
πλεονέκτης, ου, ό. ού πλεονεκτικός, 3.

Ο egentlig, άκυρος, 2. μεταφορικός, 3.: o:t
uttryck, άκυρολογία, tf.: tala i oegentliga uttryck,
άκυρολογεϊν.: o. diphthong, tf καταχρηστικώς
δίφθογγος.

O egentlighet, άκυρία, tf. τό άκυρον.
Oemotståndlig, άνυπόστατος, 2. άμαχος,
2. ακάθεκτος, άκατάσχετος, 2. άμήχανος, 2.

Oemotsäglig, άναντίλεκτος, αναντίρρητος,
2. έμφανής, 2. φανερώτατος, 3. Jfr Obestridlig.
Oemottaglig, se Otillgänglig.
Oenig, Oense, διάφορος, 2. διαφέρων, ουσα,
ον.: göra ο., διιστάναι. εϊς διαφοράν καθιστάναι.
ngn m. ngn, συμβάλλειν τινά είς εριν τινί.: vara,
blifva ο. m. ngn, διίοτασθαι πρός τινα.
διάφερε-σθαι τινι 1. πρός τινα. εϊς διαφοράν χαταστήναί
τινι. διαφορά γίγνεταί μοι πρός τινα. δι’
άπε-χθείας γίγνεσθαι τινι. διχοστατεϊν πρός τινα.
προσκρούειν τινί. διαφωνείν, άμφιαβητείν,
διχο-γνωνειν (i meningar) τινι περί τίνος, στασιάζειν
πρός τινα (om partisöndringar i en stat).

Oenighet, διαφορά, tf. διχοστασία, tf. ερις
ιδος, tf. νείκος, τό. διαφωνία, tf. πρόσκρουσις, tf.
διχόνοια, tf (Sedn.).: bringa, vara, komma i o.,
se Föreg.

Oerfaren, άπειρος, 2. άμαθής, 2. απαθής,
2 (i olyckor 1. d.). ιδιώτης, ου, o (alldeles o.).
άτριβής, 2. άμελέτητος, 2 (oöfvad), ξένος, 3 (Sedn).:
vara o., απείρως έχειν (τινός 1. περί τίνος 1. πρός
τι), άγευστον εϊναί τίνος.

Oerfarenhet, απειρία, tf. άμαθία, tf.
Oerhörd, a) eg., ανήκουστος, 2. άτοπος, 2.
αλλόκοτος, 2. καινός, 3. νέος, 3. b) =
utomordentlig, ofantlig, se d. oo.

Oersättlig, άνήκεστος, 2. ανεπανόρθωτος, 2.
Ofall, se Missöde.

Ofantlig, ύπερφυής, 2. άμέτρητός, 2.
τερα-τώδης, 2. δεινός, 3. υπερβάλλων, ουσα, ον.
θαυμάσιος, 3. άπλετος, 2. άμήχανος, 2.: ofantligt
stor, mycken, ύπερφυής 1. άμήχανος τό μέγεθος,
τό πλήθος, αμήχανος δσος.: en ο. massa, mängd,
πάμπολύ τι χρήμα 1. πλήθοί.

Ο farbar, άπορος, 2. άβατος, δύσβατος, 2.:
i. vagn, άναμάξευτος, 2.

Ofatt, se Ofantlig, Oskaplig.

Ofattlig, se Obegriplig.

Ofelbar, a) s. ej kan fela, misstaga sig,
a-ναμάρτητος, 2. άδιάπτωτος, 2. άψευδής,
αδιάψευστος, 2. b) säker, tillförlitlig, πιστός, 3.
άψευδής, 2. ασφαλής, 2. c) ovillkorlig,
oundviklig, άφυκτος, 2. άναγκαίος, 3. — Adv.,
ασφαλώς. σαφώς, άκριβώς. ο. gm άνάγκη.

Ο felbarh et, άδιαπτωσία, tf. άψεύδεια, tf.
ασφάλεια, tf. ο. gm adj., se Föreg.

Offensiv, gå o:t till väga, άρχειν (τον
πολέμου, i kriget), έπιτίθεσθαι (anfalla).: s. gerna
går o:t till väga, Επιθετικός, 3.: o.-förbund,
συμμαχία, tf.

Offentlig, 1) s. sker öppet, φανερός, 3. I μ*
φανής, 2.: låta se sig i det offentliga, έξι tv at
εις ανθρώπους. Jfr Följ. 2) allmänheten 1.
staten tillhörande 1. angående, κοινός, 3. δημόσιος,
3.: på o. bekostnad, κοινρ. δημοσία, άπό κοινού.:
ο. verksamqet, πολιτεία, tf.: ha en sdn,
πολι-τεύεσθαι. δημοσιεύειν.: göra ο., δημεύειν,
δημο-σιεύειν (göra till allmänhetens egendom). Jfr
Allmän.

Offentligen, φανερώς, έμφανώς. έχ τού
φανερού 1. Εμφανούς. Εν τω φανερώ 1. Εμφανεί (t.
ex. εϊναι, εαυτόν παρέχειν). εϊς τό φανερόν 1.
τούμφανες (t. ex. Ιέναι, προελθεϊν).

Offentliggöra, se under Bekant 1).

Offentlighet, τό φανερόν.: komma till o.,
διαδίδοαθαι, δηλούσθαι, Εχφέρεσθαι, Εκφοιτάν.

Offer, 1) eg., θυσία, tf. θύμα, τό. ιερά, τά.
Jfr Offerdjur.: dryckesoffer, se d. ο : o. f.
räddning, σωτήρια (ιερά), τά.: o. f. en lycklig
fulländning, τελεστήρια, τά.: o. till bekräftelse af
ett fördrag, δρκια τά.: anställa ett o., θυσίαν
ποιείν, θύειν 1. ποιεϊσθαι, θύεσθαι (f. sin
räkning). jfr Offra.: ett lyckobådande o.,
χαλλείρη-μα, τό. χαλά ιερά.: anställa ett sdnt, χαλλιερεϊν.:
offret är lyckobådande, τά Ιερά χαλά Εστιν.
γίγνεταί τά Ιερά (mots. οΰ γίγνεται, är
olycksbådande).: fira ngt m. o., θύειν, t. ex. γενέθλια,
τά. 2) oeg., άνάλωμα, τό. έρανος, ό. χάρις,
τ ος, tf.: bringa ngn ett ο., χαρίζεσθαί τινί τι.:
göra ngn ett ο. af ngt, προίεσθαί τι υπέρ τίνος.:
göra ett ο. af ngt f. en sak,
άντικαταλλάττε-σθαί τί τίνος 1. άντί 1. υπέρ τίνος.: bli ett ο. f.
ngt, άπόλλυσθαι 1. διαφθείρεσθαι υπό τίνος.

Offeraltar, θυσιαστήριον, τό. Εσχάρα, tf.
βωμός, δ.

Offerb etjent, θυσιουργός, ό.
Offerbila, πέλεκυς, εως, ό.
Offerbindel, ταινία, tf.
Offerblod, τό τού ιερείον αίμα.
Offerbord, θυσιαστήριον, τό. θνωρός, tf. tf
ιερά τράπεζα.

Offerbruk, -ceremoni, ό περι τά ιερά
νόμος 1. τό π. τ. ι. νομιζόμενα.
Offerbäcken, σφαγεϊον, τό.
Offerbön, at προ τής θυσίας γενόμεναι
εν-χαί.

Offerdjur, ϊερεϊον, ιερόν, τό σφάγιον," τό.
θυσία, tf.

Offerdöd, τό θύεσθαι. εκούσιος θάνατος, δ
(frivillig död).

Offerfest, -högtid, θυσία, tf. Ιερά, τά.
Offerhus, Ιερόν, τό.

Offerkaka, πέλανος, ο. πόπανον, τό. θνον, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0311.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free