- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
308

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Offerknif ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

S08

O ff er knif— Ofördragsam.

Offer knif, σφαγίς, ίδος, ή. θυτική
μάχαι-, -

Offerkärl, Ιερόν σκεύος, το. — σφαγειον, το.

Offerlund, άλσος, τό.

Offermåltid, δεϊπνον τό μετά τήν θυσίαν
ποιονμενον. ιερόν όέϊπνον, τό.

Offerprest, θύτης, ον (poet. θυτήρ), ό.
ιε-ροθύτης, ό. ιερεύς, ό. ιεροσκόπος, ό.

Offerredskap, τά περί 1. πρός τήν θυσίαν
σχεύη.

Offerskål, φιάλη, ή (πρός τήν θυσίαν).

Officer, ήγεμών όνος, ό 1. ηγούμενος, ό
(anförare), λοχαγός, ό.

Officiant, ύπηρέτης, ου, ό. -era,
ύπηρε-τειν. παρ είναι.: vid gudstjenst, ποιεϊν τά ιερά.

Offra, 1) eg., θύειν ο. θύεσθαι (d. förra bl.
ss. en yttre handling, d. sedn. m. afs. på
subjektets intresse 1. deltagande i handlingen),
θυ-σίαν ποιεϊν o. ποιεϊσθαί (m. ung. sma skillnad).
θυσίαν 1. θ v μα θύειν. θνσιάζειν. θνσίαν άποτελεϊν

1. άποδιδόναι (ett offer s. man är skyldig),
χαθα-γίζειν (helga ss. ett offer), χαθιερενειν. σφάττειν
(slagta).: o. förstling, άπάρχεσθαι. άπαρχάς θύειν,
άποτελεϊν. 2) oeg., a) åt undergång, förstörelse,
άναλίσχειν. άποβάλλειν. διαφθείρειν. άπολλύναι.:
ο. sig 1. sitt lif, προίεσθαι, άναλίσχειν τήν ψυχήν.:
ο. ngt f. ngt, äfv. άντιχαταλλάττεσθαί τί τίνος 1.
αντί, ύπερ τίνος.: ο. ngt f. ngn, προίεσθαι τι
υπέρ τίνος, b) gifva ss. en gärd åt ngn, Επιδιδόναι
τινί τι. χαρίζεσθαί τινί τι. προίεσθαι τινί τι.

Offrare, θύτης, ου, ό. θυων, οντος, ό.

Ο ff ring, θυσία, ή. τό θύειν. σφαγιασμός, ό.
σφαγή, ή.: duglig till ο., θύσιμος, 2.

Ο fj ettrad, άδετος, 2. αδεσμος, 2.

Ofjädrad, άπτερος, 2.

Ofjällad, άλέπιστος, 2.

Ο flådd, άδαρτος, άνέχδαρτος, αδορος,
άδό-ρητος, 2.

Ofog, αταξία, ή. άχοσμία, ή. ακολασία, ή.
— νβρισμα, τό.: drifva ο., άταχτεϊν.
άσχημο-νεϊν. θορυβεϊν. ϋβρει χρήσθαι. άδιχεϊν.

Ο fog li g, άπειθής, δυσπειθής, 2. δυσχερής, 2.

Ofoglig het, απείθεια, δυσπείθεια, ή.
δυσχέ-ρεια, ή.

Oformlig, άμορφος, δύσμορφος, 2.
άρρυθμος, 2. αλλόκοτος, 2. άτοπος, 2.

Oformlighet, αμορφία, ή. τό άλλόχοτον.
ά-τοπία, ή.

Ο fred, se Krijg.

Ofreda, Ενοχλεϊν τινι. άπτεσθαί τίνος,
Εγκεϊ-σθαί τινι. άνιάν. χνίζειν. ταράττειν. Jfr Oroa.

Ofredande, Ενόχλησις, ή. ο. gm νυ.

Ο fredlig, Εριστικός, 3. φιλόνειχος, 2. Jfr
0-rolig.

Ofrestad, άπείρατος, 2.

Ofri, άι^ελεύθερος, 2. δούλος, 3.

Ofrisk, se Sjuk, Sjuklig.

Ofrivillig, a) om pers., άχων, ουσα, ον. b)
om sak, άχούσιος, 2. άβονλητος, 2. αυτόματος,

2. άπροαίρετος, 2. άναγχαϊος, 3. — Αάυ. ,
ακόντια ς. άκουσίως etc. ofta gm adj. άκων.

Ofrom, άσεβής, 2. άνόσιος, 2.

Ofruktbar, 1) eg., άκαρπος, 2. άφορος, 2.:
vara ο., άκαρπεϊν. 2) fig., = gagnlös,
άλυσιτε-λής, 2. μάταιος, 3.

Ο fruktbarhet, άχαρπία, ή. άφορία, ή. ο.
gm adj.

O fruktsam, άγονος, 2 (äfv. om andlig
ofruktsamhet). στείρος, 3 (poet.), άτοκος, 2 o. στ
ερίφη, ή (om qvinnor).: en o. skald, άγονος
ποιητής.: vara o., άγονεϊν.

Ofruktsamhet, άγονία, ή. άτοκία, ή.
άπαι-δία, ή (barnlöshet).

Ο frågad, ουκ Ερωτηθείς, ονδενός Ερωτώντος

1. Ερωτήσαντος.

Ofrånskiljelig, άχώριστ ος, 2. άν απόλυτος, 2.

Ofrånvänd, se Oafvänd.

Ο frälse, άγεννής, 2. δημώδης, 2.: om jord,
φόρου υποτελής, 2.

Ofta, πολλάκις, θαμά, θαμινά. συχνόν,
συ-χνώς. πολλά.: oftare, πλεονάκις.: oftast,
πλει-στάκις. τά πλεϊστα. τά πολλά, ώς Επί το πολύ.:
oändligt ο., άπειράκις.: huru ο.?, ποσάκις;
πόσον; så ο., τ οσάκις.: så ο. som, οσάκις,
όποαά-κις (όποσακισούν). οπόταν m. subj., οπότε m. opt.

Ofullbordad, άτέλεστος, ατελείωτος, ατελής,
άσυντελής, 2. άνεξέργαστος, 2. ακέφαλος, 2.

Ofullgjord, άπρακτος, 2. άτέλεστος, 2.

Ofullkomlig, άτελής, 2. ού τέλειος, 3.
Ενδεής, 2. Ελλιπής, 2.

Ofullkomlighet, άτέλεια, ή. τό άτελές,
Ενδεές.

Ofullständig, Ενδεής, 2. Ελλιπής, άτελής, 2.

Ofvan, 1) eg., άνω. Επάνω, ύπερθεν. äfv.
(Επ)-άνωθεν (eg. ofvanifrån).; ο. befintlig, ό, ή, τό
άνω.: ο. jord, Επάνω 1. υπέρ γής. (άνω) Επί τής
γής. 2) förut, Επάνω, εμπροσθεν.: det är ο·
nämndt, Εν τοις Επάνω εϊρηται.: ο. bemält,
berörd, nämnd, sagd, είρημένος, προειρημένος, 3.

Ofvanefter, se Ofvanifrån.

Ofvanför(e), se Ofvan.

Ofvanifrån, άνωθεν. Επάνωθεν. ύψόθεν.

Ofvanom, Επάνω τινός, υπέρ τινος. Jfr Ofvan.

Ofvanpå, Επιπολής. Επιπόλαιος, 2.: vara,
simma ο., Επιπολάζειν.

Ofvantill, (τό, τά) άνω 1. ύπερθεν.: ο. i ngt,
Εν τοις ανω 1. άκροις τινός. Εν άκρω τινί

Ofärd, se Olycka, Undergång.

O färdig, αδύνατος, 2. ασθενής, 2. ανάπηρος,

2. χωλός, 3 (ish. i fötterna).: = ofullbordad, se
d. o.

Ofärdighet, ασθένεια, ή. αναπηρία, ή.
χωλό τη ς, ή.

Ο färgad, άχρωστος, άχρωμάτιστος, 2.
άβαφος, 2. άφαρμάκευτος, 2.

Ofödd, άγέννητος, 2.

Oför, se Obanad, Ofärdig.

Oförarglig, άκακος, 2. αλυπος, 2.
άνεπα-χθής, 2. εύκολος, 2. εύήθης, 2.

Oförarglighet, τό άκακον, άλυπον. ευκολία,
ή. εύήθεια, ή.

Oförbehållsam, άσίγητος, 2. ανυπόκριτος,
2. άπλούς, 3. εύήθης, 2.

Oförbehållsamhet, άσιγησία, ή. απλό της,
ή. εύήθεια, ή.

Oförberedd, se Oberedd.

Oförbränd, -brännelig, άκαυστος, 2.
άφλεκτος, 2.

Ofördelaktig, άσύμφορος, 2. άλνσιτελής, 2.
άνωφελής, 2. άνόνητος, 2.

Ο förderfvad, άφθορος, άδιάφθαρτος, 2.
ακέραιος, 2. εύήθης, 2.

Ofördragsam, ον φέρων τους Ετέρους.
άν§-πηικής, 2. αυθάδης, 2.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0312.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free