- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
312

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Okufvad ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

m

Okufvad— Olycka.

O kufvad, άχείρωτος, 2. αδάμαστος, 2.

Okufvelig, se Obändig.

O k u 1 e r a, Ενοφθαλμίζειν.

Okulering, Ενοφθαλμισμός, o.

Okullstötlkig, άμετάπτωτος, 2.
βεβαιότατος , 3.

Okunnig, a) utan kunskap om 1. i ngt,
άγνο-ών, ουσα, ουν, ουν. εϊδώς, νια, ός (τι),
άνεπι-στήμων, 2 (τινός), αμαθής, 2 (τινός), άπειρος, 2
(τινός).: vara ο. i ngt, απείρως εχειν τινός, μή
Επί-στασθαί τι. ΐδιωτεύειν τινός, b) utan kunskaper
i allmht, obildad, αμαθής, 2. άμουσος, 2.
απαίδευτος, 2. αγράμματος, 2. ιδιώτης,t ον, ό.

Okunnighet, a) άγνοια, ή. άν επιστημοσύνη,
ή. απειρία, ή. άμαθία, ή. b) άμαθία, ή. α
μούσια, ή. άπαιδευσία, η.

Okynne, κακία, κακοτροπία, ή. πονηρία, ή.
ακολασία, ή. ύβρις,f εως, ή.: bedrifva ο.,
άκολα-σταίνειν. νεανιεύεσθαι. μειρακιεύεσθαι. ύβρίζειν.

Okynnig, κακός, 3. κακότροπος, 2. πονηρός,
3. άκόλαστος, 2. υβριστικός, 3. νεανικός, 3.

Okynnighet, se Okynne.

Ο kysk, άναγνος, 2. ασελγής, 2. άκόλαστος,
2. se Kättjefull.

Okyskhet, ασέλγεια, ή.

Okänd, se Obekant.

Ο k än b ar, αναίσθητος, 2.

O k är, αηδής, 2. άτερπής, 2. ανιαρός, 3. Jfr
Obehaglig.

Ok öp t, άπρίατος, 2.

Olag, αταξία, ή. ταραχή, ή.: bringa i o.,
δια-ταράττειν. διαστρέφειν.: vara i o., gm perf.
pass., äfv. άναρμοστεϊν.: allt är f. hm i o., πάντα
δυσχεραίνει 1. μέμφεται.

O lagad, αδιόρθωτος, 2.

Olaglig, παράνομος, 2. άνομος, 2. άθεσμος,
2. άδικος, 2. ό, ή, τό παρά τόν νόμον 1. τους
νόμους.: en ο. handling, παρανόμημα, τό.: handla
o:t, παρανομεϊν. άνομεϊν. ποιεϊν παρά τους νόμονς.

Olaglighet, παρανομία, ή. ανομία, ή.: ss.
sak, παρανόμημα, τό. άνόμημα, τό.

Ο lastad, κενός, 3. φόρτου έρημος, 2.: =
otadlad, se d. ο.

Olekamlig, se Okroppslig.

Olidlig, se Odräglig.

O liga r ch, τών ολίγων είς.

Oligarchi, δυναστεία ολίγων ανδρών, ή. ή
τών ολίγων δυναστεία, ολιγαρχία, ή (äfv.
aristokrati).

Oligarchi sk, ολιγαρχικός, 3.: ha en o.
författning , όλιγαρχεϊσθαι.

O lik (a), a) till utseendet, ανόμοιος, 2.
άπεμ-φερής, 2.: vara o., άπεοικέναι. b) i allmht,
άνισος, 2. άνώμαλος, 2. ανόμοιος, 2. ασύμμετρος,
2. ούχ δ αυτός, ή αυτή, τό αυτό. äfv. διάφορος,
2, ετερος, 3, άλλος, 3. jfr Skiljaktig.: ο. sig
sf, se Ojemn.: vara af o. mening, έτεροδοξεϊν.
άλλως γιγνώσκειν. meningar, δίχα φρονειν 1.
γιγνώσκειν.: åt ο. håll, ετέρωσε.: de bortgingo åt
o. håll, άπήεσαν άλλος άλλοσε. se Annan. Ofta
gifves det gm smnsättningar, t. ex. af o. antal,
άνισάριθμος, 2.: af o. gestalt, ανισοειδής, 2.:
af o. längd, bredd, άνισομήκης, 2, άνισοπλατής,
2.: af olika mått, άνισόμετρος, 2.: vara af o.
krafter, άνισοκρατεϊν.

Olikartad, άνομοειδής, 2. άνώμαλος, 2.
διάφορος, 2.: af ο. delar, άνομοιομερής, 2.

Olikformig, ανώμαλος, 2. ανόμοιος, 2.
ασύμμετρος, 2.

Olikfärgad, ανόμοιος (2~) τό χρώμα.

Olikhet, άνομοιότης, ή. άνισότης, ή.
ανωμαλία, ή. Jfr Skilnad.

Oliklig, se Osannolik.

Oliksidig, άνισόπλενρος, 2. ετερομήκης, 2.:
ο. triangel, σκαληνόν τρίγωνον, τό.

Ο limmad, άκόλλητ ος, 2. — άκονίατος, 2 (ej
kalkstruken).

Oliquiderad, se Obetalt.

Oliv, Ελάα, ή.: fullmogen o., δρνπετής (Ελάα),
ή.: inlagd o., άλμάς Ελάα, ή.: insamla oliver,
Ελαιολογεϊν.: s. insamlar, Ελαιολόγος, 2.: af ο.,
Ελαιηρός, 3.

Olivfärgad, Ελαιοειδής, 2. Ελαιόχρους, 2.:
vara ο., Ελαίζειν.

Olivlund, Ελαών άλσος, τό. Ελαιών, ώνος, ο.
Ελαιόφντον, τό.

Olivlöf, Ελάας φύλλον, τό.

01 i ν ο d 1 i η g, Ελαιοκομία, ή.: drifva ο.,
Ελαιο-κομεϊν.

Ο li ν q vi st, έλάα? 1. Ελάϊνος θαλλός 1.
κλάδος, ό.: krans af ο:ar, κοτίνον στέφ>ανος, ό.

Olivträd, a) ss. växt, Ελάα (Ελαια), ή.: vildt
ο., άγριελαία, ή. κότινος, δ.: planterad m. ο.,
Ελαιόφντος, 2. b) ss. virke, Ελάας ξύλον I. ξύλα,
τά.: af ο., Ελάϊνος, 3.

Olja, έλαιον, τό.: välluktande ο., μύρον, τό.:
smörja m. ο., Ελαιο ν ν.: smörja sig m. ο., λίπα
άλείφεσθαι 1. χρίεσθαι.: gjuta ο. på elden (ordspr.),
πυρ Επί πυρ (άγειν, Εγχείν, όχετεύειν).

Olja, Ελαιούν. λίπα 1. Ελαίω χρίειν. — oljad,
Ελαιωτός, 3. Ελαιοβρεχής, Ελαιόβροχος. 2.

Oljeberedning, Ελαιοποιία, ή.

Oljedrägg, Ελαιότρνγον, τό. άμόργης, ου, δ.

Oljeflaska, λήκυθος, ή. όλπη, ή.

Oljefärg, Ελαιοκονία, ή (hvit).

Oljehandlare, Ελαιοπώλης, ον, δ.

Oljekruka, Ελαιοδόχον άγγεϊον, τό.

Oljepress, -qvarn, Ελαιονργειον, τό.
Ελαιο-τρόπιον, τό.

Oljeqvist, -träd, se Olivqvist, -träd.

Oljig, Ελαιοειδήζ, Ελαιώδης, 2 (lik olja),
i-λαιοπινής, 2 (nedsmord m. olja).

Oljud, se Larm, Skrik.

Ollon, βάλανος, ή (άπό τής δρυός),
δρνοβά-λανος, ή.: ätbart ο., άκυλος, ή.: s. bär ο.,
βα-λανηφόρος, 2.: s. äter ο., βαλανηφάγος, 2.

01 lon b orre, μηλολόνθη, ή.

Ollonformig, -lik, βαλανώδης, 2.

Ollon skog, δρυμός βαλανηφόρος, ο.

Ollonsten, βαλανίτης (λίθος), ό.

Ο lof lig, άθέμιστος, 2. άπ όρρητος, 2. ον
δίκαιος, 3.: ngt är ο:t, ού θέμις I. ούκ εξεστι
ποιεϊν τι.

Olofvandes, παρανόμως, αδίκως, ούκ Εξι ν.
ον δεδομένον. ούκ Επιτετραμμένος, 3.

Olust, άηδία, ή. λύπη, ή. δυσκολία, ή.: m. ο.,
άηδώς.

Olustig, άηδής, 2. δύσκολος, 2.: vara ο.,
άηδίζεσθαι. ναυτιάν (känna äckel).

Olycka, a) ss. tillstånd, ατυχία, ή. δυστυχία,
ή. κακή τύχη, ή. κακοδαιμονία, ή. κακοίτάθεια,
ταλαιπωρία, ή (elände), κακοπραγία, ή (eg. i
företag, sedan o. i allmht). b) olycklig händelse,
ατύχημα, δυστύχημα, τό. συμφορά, ή. δεινόν,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0316.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free