- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
327

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Ovana ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ovana— Oxkött.

327

vid ngt, τι νός. αλλότριος, ξένος, καινός, 3 (om
saker ο. tillstånd).

Ovana, 1) bristande vana, άήθεια,
άσννή-θεια, ή. απειρία, ή. άλλοτριότης, ή τό καινόν.
se Föreg. 2) dålig vana, κακή συνήθεια, ή.
κακόν εθισμα, τό.

Ovanlig, a} se Ovan. b) påfallande,
sällsam, αλλόκοτος’, 2. ξένος, 3. καινός, 3. άτοπος,

2. Εξηλλαγμένος, παρηλλαγ μένος, 3. θαυμάσιος,

3. c) utmärkt, διαφέρων, ουσα, ον. Εκπρεπής,
2. οΰχ ό τυχών, ουσα, όν.

Ovanlighet, άήθεια, ή. καινότης, ή. ο. gm
adj.

Ovansklig, se Oförgänglig.

Ovaraktig, se Förgänglig, Ostadig b).

O v ar η ad, άνουθέτητος, 2.

Ovarsam, αφύλακτος, 2. άνευλαβής, 2.
άμε-λής, 2. απερίσκεπτος, 2.

Ovarsamhet, άφυλαξία, ή. αμέλεια, ή.
ά-περισκεχρία, ή.

Ovedergälld, se Olönt.

Ovedersäglig, άναντίλεκτος, 2.
άναντίρρη-τος, 2. Se vidare Obestridlig.

Overksam, 1) utan verkan, άπρακτος, 2.
άνενέργητος, ανενεργής, 2. άδύνατος, 2.
αδρανής, 2. ασθενής, 2. μάταιος, 3.: ngt blir o:t,
ουδέν δύναται τι. ουδέν πλέον 1. εις πλέον ποιεί
τι. 2) ej i verksamhet, αργός, 2. άπράγμων,
2. άπονος, 2.: vara ο., άργεϊν. ήσυχίαν εχειν 1.
άγειν.

Overksamhet, 1) άδυναμία, ή. αδράνεια,
ή. ματαιότης, ή. 2) αργία, ή. άπραγία,
απραξία, ή. άπονία, ή.: politisk ο., άπραγμοσύνη, ή.

Overkställbar, se Outförbar.

Overkställd, άπρακτος, 2. άτέλεστος, 2.

Ovetande, άγνοών, ούσα, ούν. ούκ είδώς,
υϊα, ός. vanl. gm λανθάνειν.: ngn ο., λάθρα 1.
κρύφα τινός, άγνοούντος 1. ού συνειδότος τινός.:
han gjorde dta mig o., ελαθεν t με τούτο ποιήσας
1. λαθών Εμέ τούτο Εποίησεν.

Ovetenhet, άγνοια, ή.: af ο., άγνοια, δι’
άγνοιαν. ύπ’ άγνοιας. Jfr Föreg.

Oveterlig, se Obekant.

Oveterligen, se Ovetande.

O vett, όνειδος, τό. κακηγορία, κακολογία, ή.
λοιδορία, ή.

Ovettig, vara ο., όνειδίζειν, κακηγορεϊν,
κα-κολογεϊν, λοιδορεϊν τινα.

Ovig, δυσκίνητος, 2. βραδύς, εϊα, ύ.
Εμβριθής, 2. βαρύς, εϊα, ν. δυσχερής, 2 (svår).

Ο vigd, άγαμος, 2 (ogift), άνίερος, 2 (ej
helgad) βέβηλος, 2 (profan).

Ο vig het, δυσκινησία, ή. βραδυτής, η.
βαρύ-της, ή. δυσχέρεια, ή.

Ο vigtig, κούφος, 3. λεπτός, 3. βραχύς. εϊα,
ύ. φαύλος, 3. ουκ άξιόλογος, 2. μικρού άξιος, 3.

Ovigtighet, λεπτό της, ή. φαυλό της, ή.
μικρό της, ή· ο. gm adj.

Ovilja, 1) se Motvilja, Obenägenhet.
2) öfver ngt, δυσαρέστησις, ή. άγανάκτησις, ή.
δυσθυμία, ή. δυσκολία, ή.

Ovilkorlig, a) obetingad, άπλούς, 3.
απόλυτος, 2. άπροφάσιστος, 2. b) nödvändig,
άναγ-καϊος, 3.: måste vi icke o:t etc., ου πολλή 1. πάσα
ανάγκη (Εστίν) ήμάς m. inf. άλλο τι ή χρή ήμάς
m. inf. c) ofrivillig, αυτόματος, 2. άβούλητος,
άπροαίρετος, 2.

Ovillig, 1) se Motvillig, Obenägen. 2)
öfver ngt, δυσάρεστος, 2. άγανακτητικός, 3.
δύς-θυμος, 2. δύσκολος, 2.; vara ο., άγανακτεϊν.
δυς-αρεστεϊν. δυαθυμεϊν. άχθεσθαι. βαρέως 1.
χαλεπώς φέρειν. δυσφορεϊν. δυσχεραίνειν.

Ο vi 11ig het, se Ovilja.

O vingad, άπτερος, 2.

Ovis, άσοφος, 2. άφρων, 2. άγνώμων, 2.
Jfr Oklok.

O vis het, αφροσύνη, ή. άγνωμοσ ύνη, ή.

Oviss, -het, se Osäker, -het.

O vrängd, άδιάστροφος, 2.

O vård ad, αθεράπευτος, 2. ατημέλητος, 2.
ά-νεπιμέλητος, 2. ήμελημένος, 3.

Ovårdsam, se Oaktsam.

Oväder, χειμών, ώνος, ό.

Ovägad, se Obanad.

Ovägerlig, o ουκ εστίν άπαρνεϊσθαι.
αποδοτέος, 3. — Adv., άπροφασίστως. άπροφάσιστος, 2.

Oväld, -ig, se Opartiskhet, Opartisk.

Ovän, se Fiende.

Ovänlig, αυστηρός, 3. στυγνός, 3.
σκυθρωπός, 2. αηδής, 2. άπηνής, 2. χαλεπός, 3.
δύς-κολος, 2. άπροσήγορος, 2. δυσξνμβολος, 2.: o:t
utseende, σκνθρωπότης, ή. τό σκνθρωπόν.

Ο vänlighet, ανοτηρότης, ή. στνγνότης, ή.
σκυθρωπότης, ή. τό σκυθρωπόν. άηΰία, ή.
χα-λεπότης, η. δυσκολία, ή. άπροσηγορία, ή.

Ovänskap, se Fiendskap.

Ovänskaplig, δυσμενής, 2. δύσνους, 2.
ά-φιλος, 2.

Oväntad, άπροσδόκητος, 2. ανέλπιστος,
ά-ελπτος, 2. παράλογος, παράδοξος, 2 : det
oväntade τό παράλογον. ό παράλογος. — Adv.,
ά-προσδοκήτως. Εξ άπροσδοκήτου. άέλπτως. Εκ
δυς-ελπίσιων. παρ* Ελπίδα, παρ’ α ήλπιζέ τις.
παραδόξως. παρά γνώμην.

Oväpnad, se Obeväpnad.

Ovärderlig, se Oskattbar.

Ovärdig, άνάξιος, άπ άξιος, 2. ού κατ’ άξίαν.
δεινός, 3 (upprörande).: afvisa ngt ss. o:t,
απαξιούν τι : anse ngn o. ngt, άπαξιονν τινά τίνος:
o. behandling o. harm deröfver, άναξιοπάθεια,
ή.: röna sdn o. harmas, άναξιοπαθεϊν.

Ovärdighet, gm adj.

Oväsen, θόρνβος, ό. τύρβη, ή. ταραχή, ή.

Oväsendtlig, περιττός, 3. ό, ή, τό έξω. Jfr
Tillfällig.

Ο χ ak t i g, βοώόης, 2.: fig., άγροικος, 2.
φορτικός, 3.

Oxben, βόειον όστονν, τό.

Oxdrift, νομή 1. αγέλη βοών, ή.

Oxdrifvare, ό Ελαύνων βούς.

Oxdräng, βονκόλος, ό.

Oxe, βούς, βοός (τομίας), ό.: οχ-, βόειος, 3.:
vakta oxar, βονκολεϊν.: s. vaktar, βονκόλος, ό.

Oxel, κραταιγός, · ών, ό (?)

Oxeltand, γομφίος, ό. μύλος, ό. μύλη, ή.:
den innersta, κραντήρ, ήρος, ό.

Oxhandlare, ό βους πωλών.

Oxherde, βονκόλος, ό. βονποίμην, ενος, ο.

Οχ hor η, βόειον κέρας, τό.: m. ο., βούκερ ως, 2.

Oxhud, βοεία (δορά 1. βύρσα), ή.

Oxhufvud, βοός 1. βοεία κεφαλή, ή . m. ο.,
βονκέφαλος, ό. βούκρανος, 2.

Oxklöf, βοεία χηλή 1. οπλή, ή.

Oxkött, βόεια κρέα, τά.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0331.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free