- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
328

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Oxstall ... - P

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

328

Oxstall — Pallra.

Oxstall, βούσταθμον, βουστάσιον, τό.
βον-στασία, βούστασις, ή. βοών, ώνος, ό.

Oxstek, /9ό«« όπτά, τά.

Οχ talg, βύειον στέαρ, το’.

Oxtunga, /Sof/rt ^λώττα, ή. 2) växten,
/Sov-yAcurw, ό. έγχονσα, ή.

Oxöga, βοός οφθαλμός, ό. 2) växten,
βού-φθαλμον, τό.

Ο återhåll sam, άκρατης, 2 (i ngt, wof).

Oåterkallelig, άμετάγνωστος, 2.
άμετάθε-τος, 2. βέβαιος, ο. 2.

Oåtkomlig, άκατάληπτος, 2. oV ot/κ έση
κα-ταλαβειν.: ο. f. lagen, τοί νόμου χρείττων, 2.

Ο åtlydd, ω οι? πείθονται, ήμελημένος, 3.
α-πραχτος, 2, «Γίλ^Γ, 2 (befallning ο. d.).

Oåtskiljd, se Osöndrad.

Oåtkiljelig, αχώριστος, 2. αδιάκοπος, 2.
à-dVfUi/TOf, 2.

Oåtspord, ούκ Ερωτηθείς, εϊσα, έν.: ngn ο.,
άνευ τινός. Jfr Ovetande.

Ο ädel, άγεννής, 2. ανελεύθερος, 2. χαχός, 3.
αισχρός, 3.: ο. härkomst, αγένεια, ή. τό
άγεν-νές.ι ο. sinne, άγένεια, ή. άνελευθερία, ή.
χα-χόνοια, ή.

Oäfven, icke ο., ου μεμπτός. 3. ου φαύλος,
3. ού χαχός, 3. χρηστός, 3. — Adv., ούχ άπό
τρόπου.

Oäkta, νόθος, 3 ο. 2. κίβδηλος, 2. άδόκιμος,
2. υποβολιμαίος, 3.: om mynt, παράσημος, 2.
παραχεχομμένος, 3.: om en skrift,
ψευδεπίγραφος, 2.: vara, gälla f. o., νοθε ύεσθαι.: o.
härkomst, νοθεία, ή.

O äkthet, νοθεία, ή. xißcΐηλία, ή.

Oändlig, άπειρος, 2. απέραντος, 2.: oändligt
stor, mycken etc., άμετρος, 2. άπλετος, 2.
ύπερ-φυής, 2. αμήχανος, 2 {το πλήθος, μέγεθος, etc).:
o:t mycket, άμήχανον όσον. υπερβάλλον ι ως.: o:t
ofta, άπειράχις.: o:t stor, άπειρομεγέθης, 2. —
Adv., äfv. άμηχάνως ώς (t. ex. εύ, σφόδρα).

Oändlighet, άπειρία, ή. τό άπειρον, άπέραν
τον.: i ο., εις άπειρον.

Oärlig, se Oredlig.

Ο äten, άβρωτος, 2. άγευστος, 2.

Oöfvad, άγύμναστος, 2. άνάσχητος, 2.
άμε-λέτητος, 2. άπειρος, 2. i ngt, τινός.: vara ο.,
ά-γνμνάστως etc. εχειν.: egenskapen att vara ο.,
άμελετησία, ή. άπειρία, ή.

Oöfverlagd, άπερίσχεπτος, άπρόσχεπτος,
α-σχεπτος, 2. άπροβούλεντος, άβονλος, 2. άγνώμων,
2. άσύννους, 2. άλόγιστος, 2. άπρονόητος, 2.
αυτοσχέδιος, 2. — Adv., äfv. εική.: handla ο.,
άγνωμονεϊν. άλογιστειν. αβουλία χρήσθαι.
αύτο-σχεδιάζειν.

Oöfverskådlig, άπειρος, 2. απέραντος, 2.

Oöfverstiglig, αδιάβατος, 2 (eg.).: fig.,
ανυπέρβλητος, 2. άνίχητος, 2.

Oöfverträfflig, άνυπέρβλητος, 2. πάντων
χράτιστος 1. άριστος, 3. ούδενός δεύτερος, 3.
δεινότατος, 3.

Oöfvervinnelig, άήττητος, 2. ανίκητος, 2.
άχαταμάχητος, άμαχος, 2. άνυπέρβλητ ος, 2.

Ο öfvervunnen, se Obesegrad.

Oöm, αναίσθητος, 2, απαθής, 2 (känslolös;
f. ngt, τινός 1. πρός τι), αμελής, 2, δλίγωρος, 2
(vårdslös; om ngt, τινός).: om färg, o. d.,
μόνιμος, 3. οΰχ Εξίτηλος, 2. ισχυρός, 3.

Ρ.

Ρ, 77, 71, 71ι, το’.

Pack, 1) eg., pick ο. ρ., πάντα τά τίνος.: m.
pick ο. ρ., (πάντα) τά αύτού συσχευασάμένος 1.
εχων. 2) om mskr. σύρφαξ, χος, ό. συρφετός, δ.
σύγχλυς όχλος, ό 1. σύγχλυδες άνθρωποι, οι.:
tiggar-p., άγύρται, οι. άγυρτιχοί άνθρωποι, οι.

Packa, 1) tr., συσχευάζειν, συντιθέναι,
Εντι-θέναι (ο. med.), στοιβάζειν. jfr Inpacka.: ρ.
ihop, se Sammanpacka. 2) refl., ρ. sig af,
bort, άπάγειν εαυτόν, έρρειν. φ>θείρειν. —
άπι-έναι.: ρ. dig bort, άπαγε, ερρε, άπερρε.
φθεί-ρου, άπο-, Εκφθείρου. ούχ άποδιώξεις σαυτόν.
jfr Böfvel.: ρ. dig in, ut, εις-, ρ. sig

undan (oförmärkt), ύπάγειν. ύπαποκινειν.: packen
er i väg, ύπάγετ’ ύμεϊς τής οδού.

Packa(-e), σύνδεσμος, ό. φ>ορτίον, τό.
φάκελος, ό.: binda i packor, συνδειν. συνειλειν.

Packbod, σκευοθήκη, ή. άποθήκη, ή.

Packduk, εϊλημα, τό. έλυτρον, το’.

Packhus, Εμπόριον, τό.

Packhäst, φορτηγός 1. φορτηγικός 1.
σκευο-φόρος (vid en krigshär) ΐππος, ό.

Packning, 1) ss. handling, συσκευασία, ή.
vanl. gm νν. 2) bagage, σκεύη, ών, τά.
cbio-cr*f ujf, ij.; bära ρ., σκευοφορεϊν.: s. bär ρ.,
σκευο-φόρος, 2.

Packsadel, σάγμα, Επίσαγμα, τό.
στρωμα-τοθ*[κη, ή.: pålägga ρ., Επισάττειν.

Packvagn, σκευοφόρον άρμα, τό. αμαξα, ή.

Packåsna, φορταγωγός (jfr Packhäst)
όνος, ό. κανθήλιος 1. κάνθων, ωνος, ό.

Padda, φρύνος, ό. φρύνη, ή. φύσαλος, ό.: lik
en ρ., φρυνοειδής, 2.

Page, Tialff, ό (περί τόν"βασιλέα).

Pagina, σελίς, ίδος, jJ. -era, τοιίς αριθμούς
Εν ταϊς σελίσι παρα-,{ Επιγράφειν. τήν τών
σελίδων τάξιν παρασημειούσθαι. -ering, a) eg. gm
vv. b) οι τών σελίδων αριθμοί.

Paket, σύνδεσμος, ό. φάκελος, ό.

Paketbåt, άγγελιαφόρον πλοιον, τό.
πάρα-λος, η.

Pakt a, se Arrendera.

Palats, μεγάλη 1. λαμπρά οικία, ή.:
konungens ρ., βασίλεια, τά.

Palissad, χάραξ, κος, ό. σταυρός, δ.
σκό-λοψ, πος, ο1.: nedslå ρ., στανρονν. -era,
jfa-ραχοι/>>. -ering, a) ss. handling, χαράκωσις,
b) ss. sak, χαράκωμα, τό. äfv. xos, o.

Pall, att sitta på, χαμαίζηλος (δίφρος), o.: i.
fötterna, ύπόβαθρον, ύποπόδιον, τό. θρήνυς, υος,
δ (Hom.).

Palladium, Παλλάδιον, τό. τό τής
Παλλάδος άγαλμα, τό.

Palliativ, παραμύθιον, τό. παραμυθία, ή.

Pallra, 1) se Pladdra. 2) ρ. sig af,
άφέρ-πειν. άποκινεϊν. ύπάγειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0332.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free