- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
337

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Plågsam ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Plågsam -

δαίμων, ονος, ό. άλιτήριος, ο. άλάστωρ, ορος, ο.
παλαμναιος, ό.

Plågsam, ανιαρόςg 3. 3. οδυνηρός,

3. aÅywvof, 3. πικρός, 3. χαλεπός, 3. ο. partt.
af ι/ν. under Plåga.

Plån, δέλτος, j}. πινάκιον, -ίδιον, τό.

Plåna ut, se Utplåna.

Plånbok, έγχειρίδιον, τό, δελτός, jJ.
Trwa-/dof, jf.

Plåster, εμπλαστον, -στρον, τό.
κατάπλα-σμα, τό.: uppmjukande ρ , μάλαγμα, τό.:
belägga m. ρ., καταπλάττειν.

Plåstra, καταπλάττειν. έμπλάστω χρήσθαί 1.
στρωννύναι. Jfr Q ν a c k s a 1 f v a.

Plåt, πέταλον, τό. έλασμα, τό : belägga m.
ρ., πεταλονν.: belagd m. guld-p., Επίχρυσος, 2.:
lik ρ., πεταλώδης, 2.

Plåtslagare, πεταλοποιός, πεταλουργός, δ.

Pläga, 1) tr., a) se Förpläga, b) p.
vänskap, umgäDge m. ngn, χρήσθαί φιλία, ομιλία
τινός, χρήσθαί τινι οίκείως. se subst. 2) intr.,
εϊωθέναι. ειθίσθαι. εθος εχειν. νομίζειν
(iakttaga ss. fr. fäderna ärfd sed), φιλείν (eg. m.
bi-bgr. af böjelse, sedan allm., äfv. om saker: "p.
gerna"). Ofta bl. gm præs. 1. gm imperf. 1., vid
allmänna ur erfarenheten hämtade omdömen, gm
aor. Se Gramm.

Plägning, se Förplägning,

Plägsed, νόμος, ό. νόμιμον, τό. εθος, τό.:
de ha den ρ., νόμον 1. εθος εχουσιν. νόμος 1.
νόμιμον έστιν 1. καθέστηκεν αΰτοίς. νομίζεται παρ’
αύτοίς.: bestående plägseder, τά εϊωθότα
νόμιμα. : blifva ρ., έν έθει γίγνεσθαι, έκνικάν.

Plätt, πλάξ, κός, ή. πέταλον, τό.: i
hufvudet, φαλάκρα, ή. φαλάκρωμα], τό.

Plöja, άρουν, άροτριάν.

Plöj are, ά^ότης, ου, ό. άροτήρ, ήρος, δ.
ά-ροτρεύς, έως, ο.

Plöjning, άροτος, ό. έργασία γής, ή.

Plöjningstid, άροτος, ό

Plötslig, αιφνίδιος, 3. έξαπιναίος, 3. ό, ή,
τό αυτίκα 1. παραυτίκα. άγχίστροφος, 2.
άπρος-δόκητος, 2. Adv., έξαίφνης. έξαπίνης. αιφνιδίως,
άφνω. αυτίκα. παραυτίκα. παραχρήμα, έξ
άπρος-δοκήτου.

Fock, άπειλαί, αι. έπήρεια, ή. θράσος, τό.
ή μετά θράσους 1. αναίδειας 1. θρασεία αίτησις.:
m. lock ο. ρ., se Lock.

Pocka, άπειλεϊν. θρασύνεσθαι. άναισχυντεϊν.
— ρ. på ngt, a) fordra, θρασέως 1. δι’ απειλών
1 θρασυνόμενον αϊτείσθαι 1. άξιουν τι. b) trotsa
på, θρασύνεσθαι τινι 1. έπί τινι. μέγα φρονεϊν
έπί τινι. πιστεύειν τινί. — pockande,
απειλητικός, 3. θρασύς, εία, ύ. αυθάδης, 2.

Pockande, se Pock.

Pocker (i våld), μορμώ. βαβαί. βαβαιάξ.
πυπ-παί. πυππαιάξ. πυππάξ.: drag f. ρ. i våld, se
B öfv el.

Podager, ποδάγρα, ή. ποδαλγία, ή.: lida af
ρ., ποδαγράν, -ιάν. ποδαλγεΐν. κάμνειν τούς
πόδας. -grisk, ποδαγρικός, 3. ποδαγρός. 2.

Poem, se Dikt.

Poesi, ποίησις, ή. ποιητική, ή. — φ^ή, ή.
gPoet, se Skald,
κ Poetisk, ποιητικός, 3.

Pojkaktig, παιδαριώδης, 2. μειρακιώδης, 2.
παιδικός, 3.

■Ponton. 337

Pojkaktighet, παιδικός τρόπος, δ. τό
παι-δαριώδες etc.

Pojke, se Gosse.

Pojkstreck, (παιδικόν)™πονήρεύμα 1.
πανούρ-γημα, τό. νεανίευμα, τό.: begå ρ., πανουργείν.
νεανιεύεσθαι.

Pokal, se Bägare.

Ρ ο k u 1 e r a, συμπίνειν. κωθωνίζεσθα*.

Pöl, πόλος, ό.

Polarstj erna, άρκτούρος, δ.

Ρ ο lej a, βληχώ, ους 1. βλήχων, ωνος, ή.

Polemik, διαφορά, ή. άμφισβήτησις, ή.
-i-s e r a, άμφισβητείν. - i s k, διάφορος, 2.

Polera, a) se Glatta, b) göra glänsande,
στιλβούν. στιλπνούν λαμπρύνειν. — polerad, ξε~
στός, ξυστός, 3. λείος, 3. στιλπνός, 3. -are,
ξυστήρ, ήρος, ό. ο. gm part.

Polering, a) ξέσις, ή. b) στίλβωσις, ή.:
medel f. ρ., στίλβωτρον, τό.

Polhöjd, επαρμα, τό.

Polis, άστυνομία, ή. αστυνόμοι, οι
(personalen). ή τής εύνομίας έπιμέλεια. άρχή ή
έφορώ-σα περί τε τά συμβόλαια και περί τήν
εύνομί-αν. [Polismyndigheter i Athen: άστυνόμοι,
άγο-ρανόμοι, σιτοφύλακες, μετρονόμοι, έπιμεληταΧ
τού έμπορίου, πολέμαρχος, οϊ ένδεκα: ο. deras
tjenare, δημόσιοι (τοξόται, Σκνθαι). se Lex.].

Polisb etj ent, δημόσιος, ό. τοξότης, ου, δ.

Poliskammare, άστυνόμιον, τό.

Polismyndighet, ή τών αστυνόμων άρχή.
Se Polis.

Polis tjensteman, άστυνόμος, δ. Se Polis.

Polisväsen, τά περί τήν άστυνομίαν.

Politi, οι περί τής εύκοσμίας νόαοι.

Politik, πολιτική, ή. τά πολιτικά, πολιτεία,
ή.: gm sin ρ. bedraga, kufva, καταπολιτεύεσθαι.:
= klokhet, slughet, se d. oo. -iker, πολιτικός
άνή(), ό. άνηρ άκριβώς έπιστάμενος τά πολιτικά
1. τα περί τήν πόλιν. -isk, πολιτικός, 3 ο. ό, ή,
τό τής πόλεως 1. έν πόλει 1. περί τήν πόλιν ο.
s. ν. efter smnhanget.: oeg., πανούργος, 2.
σοφός, 3.

Ρ ο li tur, στιλπνότης, ή. λαμπρότης, ή.: oeg.,
se Hyfsning.

Pollett, σύμβολον, τό. σημειον, τό.

Pollution, (έξ)ονειρωγμός, δ.: ha ρ.,
(έξ)-ονειρώττειν.: s. har ρ., έξονειρωκτικός, 3.

Pols tj erna, άρκτούρος, ο.

Polygami, πολυγαμία, ή (Κ. F.).

Polyhistor, άνήρ πολυίστωρ (ορος) 1.
πολυ-μαθής, ό. δ έμπειρίαν Μχων έπιστημών πολλών.

Polyp, πολύπους, ποδος, ό.: knif till
polypers bortskärande, σπάθιον πολυπικόν, τό.
πο-λυποξύστης, ου, δ.

Polytheism, πολυθεότης, ή, πολυθεία, ή

(K.F.)· , .

Pomada, χρίσμα, τό. κηρωτή, η.: smörja m.
ρ., άλείφειν χρίσματι.

Ρ om erans, Μηδικόν μήλον, τό. χρυσό μήλον,
τό. -sträd, Μηδική μηλέα, ή.

Pomp, se Ståt.

Po η t if ex, ιερομνήμων, ονος, δ.
Ιεροδιδά-σκαλος, ό.: ρ. maximus, άρχιερεύς, δ. Ιεράρχης,
ου, δ.: vara ρ. max., άρχιερατεύειν. ιεραρχείν.
-ikat, άρχιερωσύνη, άρχιερεία, ή. Ιεραρχία, ή.

Ponton, σχειδία, ή. -brygga, γέφυρα, ή.
-ier, γεφυρωτής ο. γεφνροποώς, ό.

43

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0341.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free