- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
338

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Poppel ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

338 Ρορρβί«

Poppel, svart, αϊγειρος, tf. hvit, λεύκη, tf.:
af ρ., αιγείρινος, 3.

Poppelallé, αιγείρων όρχος, ό.

Poppelskog, αιγείρων, ώνος, ο.

Popularisera, τοϊς ϊδιώταις δηλούν 1.
σα-φηνίζειν 1. d.

Popularitet, τό δημοτικόν. κοινό της, tf. tf
τού δήμου χάρις.

Populär, δημοτικός, 3. κοινός, 3 (om pers.).
αρμόδιος (3) 1. κεχαρισμένος (3) τοις πολλοίς.

Porer, πόροι, οί.

Porla, 1) om kokande vatten, (άνα)ζεΐν.
πομ-φολνγεϊν. 2) om häckar, ροθιάζειν. ψιθυρίζειν.
ψοφεϊν.

Porlande, 1) ζέσις, άνάζεσις, tf. 2)
ριϋμός, ό. ψιθύριομα, τό.

Porositet, τό øty^ayytücfei. χαυνότης, tf.
ά-ραιότης, tf.

Porphyr, πορφυρίτης, ου, ό.

Porslin, κέραμος, ο1.: af ρ., κεράμινος, -*ος,
-for, -«ος, -eoic, -κο’ί, 3. -s-lera, κέραμος, ό.
κεραμίς {γή), ίδος, tf.

Port, πύλη, tf. tf (båda vanl. i

πυλών, ώνος, oc (eg. ρ. m. särskild byggnad).:
förse m. ρ.. πυλούν.: stänga p:n, κλείειν τάς
πύ-λαί*.: öppna ρ:η, άνοίγειν 1. άναπεταννύναι τάς
πύλας.

Portal, πυλοί»’, ώνος, ό. θυρώματα, τά.

Portgång, πύλαι, ών, «ί. πυλών, ώνος, ο\

Ρ ort halfva, Λκλ^’ς, *όος, tf.

Portik, se Pelargång.

Portion, μερίς, ίδος, tf. τό τακτό ν μέρος,
λάχος, τό.: lika ρ., ισομοιρία, tf.: ha lika ρ.,
ϊσομοιρειν : dubbel ρ., διμοιρία, tf.: spisa
portionsvis, πρός μερίδας δειπνείν.: tilldela ngn sin
p., νέμειν τινί τον οίτον.

Portklapp, κόραξ, κος, ό. κορώνη, tf.
λύ-χο*·, ό. ίπίσπαστρον, τό.

Ρ ο r 11 a k, άνδράχνη, tf. ανόρα;^ vos*, ό.

Portlider, πυλών ώνος, ό.

Porto, ό της διακομιδής μισθός, άργύριον
υπέρ διακομιδής τελούμενον, τό. φορείον, τό. fri,
άτελής [τού φορείου), 2. -frihet, άτέλεια (τού
φορείου), tf.

Portpenningar, διαπύλιον (τέλος), τό.

Porträtt, εϊκών, όνος, tf. άπείκασμα, τό.
-era, άπεικάζειν γραφίβ -målare,
εικονογράφος, ό. -måleri, εικονογραφία, tf.

Portvakt, πυλωρός, ό.: vara ρ., πυλωρεϊν.

Porös, σηραγγώδης, 2. χαύνος, 3. άραιός, 3.

Position, se Ställning, Läge.

Positiv, θειικός, 3. θεματικός, 3.: det
positiva, θεματισμός, ό.: ρ. storhet, ύπάρξις, tf.: ρ.
bud, λόγος προστακτικός (mots. άπαγορευτικός,,
ό.: ρ. lagar, νόμοι θετοί 1. χαθεστηκότες, οι.
b) se bestämd, Viss. c) i gramm., θετικός,
δ. άπόλυτον, τό.

Positur, σχήμα, τό. τρόπος, ό.: ställa sig
i ρ., εύτρεπίζεσθαι. παρασκευάζεσθαι.

Possession, se Besittning.

Possessionat, γεωργός, ό. κύριος, ό.

Possessiv (gram.), κτητικός, 3.

Post, 1) milit., a) plats, τάξις, tf. χώρα, tf.:
d. anvisade ρ., tf τεταγμένη 1. προσήκουσα χώρα.:
anvisa ngn en ρ., τάττειν τινά.: begifva sig,
komma på sin ρ., καταστήναι εις τήν τάξιν. Iv
τρ χώρ% γίγνεσθαι.: blifva på sin ρ., υπομένειν

-Praktik.

ίν τ? χώρα. τήν τάξιν διατηρεϊν.: lemna sin ρ.,
λείπειν τήν τάξιν. b) vaktpost, φυλακτήριον, τό.
φρουρά, tf. φρούριον, τό. φυλάχιον, -εϊον, τό.:
stå på ρ., se Ρ os t a. c) vakt, φυλακή, tf.
φρουρά, tf. φύλακες, οι. φρουροί, oi.: utställa poster,
φνλακάς καθιστάναι (ο. med.) I. διατιθέναι. 2)
se Plats 4). 3) summa, χρήματα, τά. άργύριον,
τό. μέρος, το’ (del). 4) i dörrar 1. fönster,
σταθμός, ό (pl. σταθμά, τά). παραστάς, άδος, tf
(dörrp.). 5) postverk (obekant hos Grek.),
δημόσιος δρόμος, ό. άγγαροι, οι (Persernas ridande
ρ.).: åkande ρ., όχημα δημόσιον 1. κοινόν, τό.
b) budskap, underrättelse, se d. oo.

Posta, φυλάττειν 1. άγειν φυλακήν. φρουρεϊν.

Postament, βάσις, tf. βάθρον, τό. έδρα, tf.

Postera, τάττειν. καθιστάναι.: på en ort,
ίγ-καθίζειν, ίγκαθιστάναι (ίν τινι χωρίω). — ρ. sig,
(κατα)στήναι.

Postering, 1) eg., τάξις, tf. κατάστασις, tf.
2) truppafdelning, τάξις, tf. φρουρά, tf (till
försvar f. ett ställe).

Ρ o s t i 1 j o η, άγγαρος, o (ridande ilbud hos
Perserna).

Posto, fatta ρ., καθίζεσθαι. καθιδρύεσθαι.:
på ett ställe, ίγκαθέζεσθαι (iv) χωρίω τινί.

Postmästare, ό ίπί τών άγγάρων. δ τών
άγγάρων ίπιστάτης.

Postpenningar, φορεϊον, τό.

Poststation, σταθμός, ό. ιππών, ώνος, ό.

Post tjensteman, *άγγαρευτής, ού, ό. ό ίπί
τών άγγάρων.

Postulat, αξίωμα, τό. αίτημα, τό.

Postvagn, όχημα δημόσιον 1. κοινόν, τό.

Postverk, άγγαρεία, tf. η τής κοινής
ίπιμι-ξίας ίπιμέλεια.

Potates, γεώμηλον, τό (Nygr.).

Potens, δύναμις, εως, tf (ish. 2:dra ρ:η 1.
qvadraten) : 3:dje ρ., κύβος, ό.: 6:te ρ.,
δυναμόκυ-βος, ό.: 9:de ρ., κυβόκυβος. ό.

Potta, κεράμιον, τό ο. κέραμος, ό (af ler).
χύτρα, tf. Jfr Nattkärl.

Pottfisk, φυσητήρ, ήρος, ό,

Pottmakare, se Krukmakare.

Pracka, αιοχροκερδειν. αϊσχρώςχρηματίζεσθαι
1. κερδαίνειν. καπηλεύειν.: ρ bort, αϊσχρώς 1.
ά-πάταις χρώμενον άπεμπολάν. καπηλεύειν.: ρ. sig
fram, χαλεπώς 1. ώς αν τύχρ διατρέφεσθαι 1. τα
ίπιτήδεια πορίζεσθαι.

Pracka η de, αισχρός χρηματισμός, ό.
καπηλεία, tf. πλεονεξία, tf.

Prackare, αισχροκερδής 1. καπηλικός άνήρ,
ό. φ αύλος χρηματιστής, ό. — φαύλος 1. ούδενός
άξιος άνθρωπος I. άνθρωπίσκος, ό. άνθρώπιον, τό.

Pragmatisk, πραγματικός, 3.: ρ. historia,
άποδεικτική ιστορία, tf.: ρ. historieskrifvare,
συγγραφεύς ό τάς τε αιτίας τών εκάστοτε
γενομένων καί τά άποβαίνοντα διεξιών.

Prakt, μεγαλοπρέπεια, tf πολυτέλεια, tf. τό
μεγαλεϊον. μεγαλειότης, tf. κόσμος, ό. ίξουσία,
tf (Sedn.).

Praktbord, άβαξ, κος, ό.

Praktbyggnad, κατασκεύασμα πολυτίλί’ς, τό.
οικοδόμημα εις τρυφήν, τό.

Praktdrägt, λαμπρά στολή, tf·

Praktfull, μεγαλοπρεπέστατος,
πολυτελέστατος, 3. Jfr Präktig.

Praktik, 1) öfning, erfarenhet, πείρα, tf. έμ-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0342.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free