- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
347

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Påtvinga ... - Q

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Påtvinga— Qvarn.

347

οχλεϊν τινι.: om saker, Επ ιέναι τινί. sid ιέναι τινά.

Påtvinga, βία 1. άκοντί τινι προς-, Επάγειν
1. προς-, Επιφέρειν. άναγκάζειν 1. βιάζεσ&αί τινα
m. inf. Εγκεϊσ&αί τινι ώστε δέχεσ&αί τι.

Påverka, se Inverka.

Påtända, se Antända.

Påtänka, se Tänka.

Påyrka, αϊτεϊν, -σ&αι. άξιου v. δικαιούν.

Påöka, πλείω ποιεϊν. προΰτι&έναι. προς-,
Ε-πιδιδόναι. Jfr Öka.

Påökning, Επίδοσις, ή. προσ&ήκη, ή.
Επι-φορά, ή (i sold).

Påösa, se Pågjuta.

Pär, ευπατρίδης, ου, ό. ομότιμος, ο.
-s-kammare, τό τών όμοτίμων συνέδριον.

Päron, άπιον, τό.: vild-p., άχράς, άδος, ή.

Ρäronqvitten, στρού&ειον, τό.

Päronträd, άπιος, ή.: vildt ρ., άχερδος ο.
άχράς, άδος, ή.

Ρ är ön vin, άπίτης {οίνος), ου, ό.

Pöbel, πλή&ος, τό. οι πολλοί, όχλος, ό.
συρφετός, ό.: ur d. lägsta ρ:η, δήμου τού Εσχάτου.

Pöb el ak ti g, δημώδης, 2. συρφετώδης, 2.
άγροικος, 2. φορτικός, 3.

Pöl, ’έλος, τό. σνστάς, άδος, ή. τέλμα, το.

Pösa, όγκούσ&αι, χαυνούσ&αι, φυσάσ$αι
(alla eg. ο. oeg.).

Pösig, ογκώδης, 2. ώγκωμένος, πεφυ ση
μένος, 3. Se Föreg.

Pösighet, όγκος, ό. φύσημα, τό.

Qvabba, γάδος, ο.

Qvabbig, χαύνος 3 σιαλώδης, 2.

Qvacksalfva, φαρμακεύειν.

Qvacksalfvare, φαρμακεύς, έως, ο.
αγύρτης, ου, ό.

Qvacksalfveri, φαρμακεία, ή.

Qvadersten, τετράπεδος 1. τετράγωνος
λί-&ος, ό.

Qvadrant, τέταρτημόριον, τό.

Qvadrat, τετράγωνον όρ&ογώνιον, τό.: på
ett tal, δύναμις, εως, ή.

Qvadratfot, τετράγωνος πούς, ο.

Qvadratisk, τετραγωνικός, 3.

Qvadrat rot, πλευρά, η.

Q ν adr er a, 1) eg., τετραγωνίζειν. 2) passa
in, συμφέρεσ&αι, σύμμετρον είναι. m. ngt, τινί.

Qvadrupel, τετραπλάσιος άρι&μός, ό.

Q ν æ s t ο r, ταμίας, ου, ό.: vara q.,
ταμιεύειν, -σ&αι.: hs embete, ταμιεία, ή.

Qväf, gå i q., καταδύεσ&αι. άπόλλυσ&αι.

Qväf, adj., πνιγηρός, 3. πνιγώδης,
πνι-γμώδης, 2.

Q ν ak, (βρεκεκέξ) κοάξ.

Qval, βάσανος, ή, άλγηδών, όνος, ή. οδύνη,
ή. άνία, ή.: dö under q., κακουχούμενον
τελευ-τήσαι τον βίον.: förorsaka q., άλγηδόνα
παρέχειν. άλγεινόν είναι, άλγύνειν. όδυνάν.: lida q.,
άλγεϊν. όδυνάσ&αι. άλγηδόνας εχειν.

Qvalfull, άλγεινός, 3. οδυνηρός, 3. άνιαρός,
3. πικρός, 3.

Qvalificera, a) bestämma, όρίζειν, - σ&αι.
διορίζειν. κρίνειν. χαρακτηρίζειν. b) göra
lämplig, Επιτήδειον, χρήσιμον ποιεϊν. : vara q:d till
ngt, Επιτήδειον 1. χρήσιμον είναι πρός τι.
οϊ-κείως εχειν πρός τι. οίόντ* είναι ποιεϊν τι. af
naturen, πεφυκέναι ποιεϊν τι. — qvalificerad,
se Beskaffad.

Qvalifikation, a) ορισμός, διορισμός, ό.
κρίσις, ή. b) Επιτηδειότης, ή. φύσις, ή
(naturlig). Jfr Egenskap.

Q ν al i t at i ν, ποιότητι. τώ ποιώ.: q: t åtskild,
εϊδει διαφέρων.

Qvalitet, se Beskaffenhet.: af dålig, god
q., κακός, άγα&ός τήν φύοιν.: af hurudan q.,
ποιος, 3.: af sma q. s., τοιούτος οίος καί.: utan
q., άποιος, 2.

Qvalm, πνίγος, τό. πνιγώδης καπνός, ό.
πνι-γηρόν καύμα, τό.. b) i magen, ναυτία, ή.

Qvalmig, se Qväf. b) s. förorsakar
qvälj-ning, ναυτιώδης, 2.

Qvalsöfd, vara q., δυσκοιτεϊν. δυσυπνεΐν.

Qvantitativ, ποσότητι. τω ποσώ. πλή&ει.
άρι&μώ.: ngt är q:t skiljdt fr. ett annat, πλή&ει
καί όλιγότητι διαφέρει τί τίνος.

Qvantitet, ποσό της, ή· τό ποσόν, πλή&ος,
τό. άρι&μός, ό.: en så stor q., gm τοσούτος,
αύτη, ούτο.: af huru stor q., πόσος, 3.: utan q.,
άποσος, 2.: man bör ej fråga efter q:n utan
qva-liteten, ού δει σκοπεϊν όπόσον τί Εστίν άλλ’
όποιον.

Q ν an tum, πλήθ-ος, τό. άριθ-μός, ο.

Qvar, vara, blifva, stanna, dröja, sitta,
ligga, stå q., λείπεσ&αι. κατα-, ύπολείπεσδαι.
(κατα-, ύπο)μένειν.: vara q. = återstå, vara öfrig,
περιεϊναι. περιγίγνεσ&αι (blifva q.), λοιπόν,
περί-λοιπον είναι.: lemna, sätta, lägga, ställa q.,
λείπειν κατα-, ύπολείπειν.: behålla q., κατέχειν.
μή άποδιδόναι. περιποιεϊν, -σ&αι. διασώζεσ&αι.
διαφυλάττειν.: jag har, får q., περίεστί,
περιγί-γνεται 1. λοιπόν Εστι 1. γίγνεταί μοί τι. Jfr compp.

Qvarbjuda, κελεύειν τινά 1. δεϊσ&αί τίνος
[κατα-, παρα)μένειν.

Qvarantän, τετταρακοντάς, άδος, ή. —
λοι-μοκα&αρτηριον, τό (Nygr·)·

Qvarblifva, -dröja, μένειν. κατα-, νπο-,
περιμένειν. παραμένειν (hos ngn).

Qvarhålla, κατέχειν. Επέχειν. μή
άποδιδόναι. Jfr Behålla.

Qvarka, se Hosta.

Qvarlefva, καταλείπεσ&αι. περιγίγνεσ&αι.

Qvarlefva, subst., λείιρανον, τό λεϊμμα,
περί-, άπόλειμμα, τό.: q. ur hkn ngt nytt
uppstår, ζώπυρα, τά.

Qvarlemna, -låta, καταλείπειν (på stället).
(ύπο)λείπειν (äfv., lemna öfrig), άπολείπειν
(lemna efter sig, öfvergifva).: q. i, vid, hos,
Εγκα-ταλείπειν.: = efterlemna vid döden καταλείπειν,
-σθ·αι. λείπειν.: = lemna öfrig, ä v. περιποιεϊν,
-σ&αι. ’

Qvarlåtenskap, χρήματα τά*
καταλελειμ-μένα. κλήρος, ό.

Qvarn, μύλη, ή.: hörande till q., μυλικός,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0351.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free