- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
348

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - Q - Qvarnhjul ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

348 Qvarnhjul —

3. b) q.-byggnad, -hus, μυλών, ώνος, o.
άλε-τών, ώνος, ο.

Q var η hjul, μυλικός τροχός, ό.

Qvarnsten, μυλίας 1. μυλικός 1. άλέτης
λίθος, ό. μύλη, μύλος, ο’ (ish. d. undre).: d.
öfre q:η (löparen), oVos (αλδ’τ^ί), o..· lik en q.,
μυλοειδής, 2.

Qvarnvatten, ν’Λϋρ τό κινούν τήν μύλην.

Qvarnverk, μύλη, >7.

Qvarstad, se Beslag.

Qvarstanna, -sitta, -stå, se Qvar.

Q v ar t, τετάρτη, ή. τέταρτη μόριον, τό.: i
musik, ή διά τεττάρων.

Qvartal, τριμηνιαίος χρόνος, ό. τρίμηνος, ή.
τρίμηνον, τό. b) lön f. ett fjerdedels år,
τρίμηνος 1. τριών μηνών μισθός, ό.

Qvartalsvis, διά τετάρτου μηνός, τριών
μηνών.

Qvarter, 1) ss. längdmått, τέταρτον μέρος
1. τεταρτημόριον τής πήχεως, τό. ungef. ήμίπους,
οδος, ό. 2) ss. rymdmått, ungef., κοτύλη, ή.
3) i en stad, κώμη, ή. 4) i trädgård, άνδηρον,
τό. πρασιά, ή. 5) herberge, bostad, οίκητήριον,
τό. δίαιτα, ή. στέγη, ή. : f. resande ο. soldat,
σταθμός, ό. σκήνωμα, τό.: taga q. hos ngn,
κατα-λύειν παρά τινα 1. τινί. σταθμεύειν, κατασκηνούν
παρά τινι.: fördela sig i sina q., διασκηνεϊν.: ha
sitt q. på ett ställe, έναυλίζεσθαι.: ligga i q.,
κατασκηνούν, -ασθαι : gå, lägga i q , se
In-qvartera.: intagandet af sitt q., κατασκήνωσες,
ή. έπισταθμία, ή. 6) se Pardon.

Qvartera in, se Inqvartera.

Qvartermästare, σταθμοδότης, ου, o.
ίπί-σταθμός, ό.

Qvartett, τετράφθογγος συμφωνία, ή.

Q va st, a) i allmht, φάκελος, ό. όέσμη o.
δε-σμίς, kTo?, ή. θύσανος, o (tofs), b) se
Sopqvast.

Q va t em, τετραδεϊον, τ ετράδιον^ τό.

Q ved, μήτρα, ή. ύατέρα, ή.

Q ve sved, στρύχνος, ό ο. ή. στρύχνον, τό.

Qvick, 1) i sinlig bet., οξύς, εϊα, ύ.
σφοδρός, 3. Ιλαφρός, 3. δεξιός, 3. ευκίνητος, 2.
ταχύς, εία, ύ. 2) i andelig men., άστεϊος, 3. εύ·
τράπελος, 2. κομψός, 3. χαρίεις, εσσα, εν.
Ιπί-χάρις, ι, gen. τος. δεξιός, 3.: q. infall, se
Qvickhet 2) b).

Qvicka, se Up ρ q v i c k a.: q. sig, se Skynda.

Qvickhet, 1) όξύτης, ή. σφοδρό της, ή.
έλα-φρότης, ή. ταχυτής, ή. 2) €(στειότης, ή.
εύτρα-πελία, ή. κομψότης, ή. αίμυλία, ή. δεξιότης, ή.
b) qvickt infall, σκώμμα, τό. άστεϊσμός, ό.
ά-στειολογία, ή (Sedn ). κόμψευμα, τό. αστείοι 1.
κομψοί λόγοι, ol.: bitande q., σίλλος, ό. Sedn.,
σαρκασμός, ό.: misslyckad q., ψυχρόν σκώμμα.:
säga q:r, κομψεύεαθαι. χαριεντίζεοθαι,
άστείζε-σθαι.

Qvickhufvud, εύτράιτέλος, κομψός άνήρ, ό.
σκωπτόλης, ου, ό.

Qvick hvete, -rot, άγρωστις, εως ο. ιδος, ή.

Qvick η a (vid), άναζωπορείοθαι. άναζωπ υρεϊν
εαυτόν, άναρραίζειν (efter sjukdom). Se Hämta
sig.

Qvicksilfver, χυτός άργυρος, ό.
ύδράργυ-ρος, ό (gm konst beredt).

^Qvicktionde, δεκάτη, ή 1. δεκάτευμα, τό
τών ζώων.

- Qvinnoprat.

Qvida, μινυριζειν. οϊμώζειν. κλαυθμυρίζεσθαι
(ish. om barn), κνυζάσθαι (om hundar).

Qvidan, μινύρισμα, τό. οιμωγή, ή.
οιμω-γ μα, τό. κλαυθμυρισμός, ό.

Qviga, δάμαλις, écof, ή. πόρτις, ιος, ή.

Q vi g k alf, μόσχος θήλυς, ό.

Qvillra, τερετίζειν. τιτίζειν. πιππίζειν.
τρί-ζειν.

Qvinlig, 1) eg., γυναικείος, 3. θήλυς, εια,
υ. θηλυγενής, 2. ό, ή, τό τών γυναικών.: det q.
könet, τό θήλυ.: af q. kön, θήλυς, 3. θηλυκός,
3.: af q. utseende, θηλυφανής, 2. θυλυπρεπής,
2.: af q. gestalt, γυναικάμορφος, 2.: bära q.
drägt, θηλυστολεϊν.: s. får q. afkomlingar,
θη-λυγόνος, 2.: på q. linien, κατά θυλυγονίαν.
2) oeg., veklig, γυναικώδης, 2. γυναικείος, 3.
γυναικικός, 3. θηλυκός, 3. άνανδρος, 2.
μαλακός, 3.: bli q., γυναικούσθαι.: q. väsen, skick,
γυναίκισις, ή. γυναικισμός, ό. άνανδρία, ή.
χλιδή, ή·: ha, visa sdnt, γυναικίζειν, -σθαι.
γυ-ναικοπαθεϊν. θηλυκεύεσθαι.: göra q., άπο-,
δια-θηλύνειν. άπαλύνειν.: en q. man, γυναικίας,
θη-λυδρίας, ου, ό.: af q. sinne, θηλύφρων, 2.

Qvinlighet, 1) eg., τό θήλυ. τό γυναικεϊον
ήθος. 2) veklighet, άνανδρία, ή. μαλακό της, ή.
ο. gm adj

Qvinna, γυνή, ή. dem., γύναιον, τό (äfv. m.
föraktlig bibet).: gammal q., γραύς, ός, ή.:
göra till q., άποθηλύνειν.

Qvinnfolk, se Föreg.: kollektivt, γυναίκες, αϊ.

Qvinnkön, τό θήλυ. γυναικεϊον 1. θήλυ
έθνος, τό. αϊ γυναίκες, gram., θηλυκόν γένος, τό.

Qvinnoansigte, γυναικός 1. γυναικεϊον
προς-ωπον, τό.

Qvinnoarbete, γυναικεϊον έργον, τό.
γυναικών έργα, τά.

Qvinnoblygd, τό τών γυναικών αιδοϊον. γο-

νή, ή.

Qvinnobröst, se Bröst 2).

Qvinnodrägt, γυναικεία Ισθής, ή.
γυναικεία 1. θήλεια στολή, ή. γυναικεϊον σχήμα, τό.

Qvinnofruktan, 1) qvinlig fruktan,
γυναι-κώδης 1. άνανδρος φόβος, ό. 2) fruktan f.
qvinnor, ό (άπό) τών γυναικών φόβος.

Qvinnogunst, εύνοια ή παρά τών γυναικών.

Qvinnohat, τό τών γυναικών μϊσος.

Qvinnohatare, μισογύνης, ου, ό.
μισογύ-ναιος, ό.: vara q., μισογυνεϊν.

Qvinnohjerta, γυναικεία ψυχή, ή.
γυναικεϊον ήθος, τό.

Qvinn oj ägare, γυναικο μανής, θηλυ μανής,
ούς, ό.: vara q., γυναικομανεϊν.

Qvinno k läder, se Qvinnodrägt.

Qvinnokär, φιλόγυνος, -γύνης†, ον, ό.

Qvinnokärlek, 1) kärlek till qvinnor,
φι-λογυνία, ή. ό τών γυναικών έρως.: rasande q.,
γυναικομανία, ή. 2) qvinnors kärlek, ό
γυναικείος 1. τών γυναικών έρως.

Qvinnolinie, på q:n, κατά θηλυγονίαν. πρός
τών θηλέων προγόνων.

Qvinnolist, γυναικεία πανουργία, ή.

Qvinnomantel, γυναικεϊον ιμάτιον, τό.
πέπλος, ό.

Qvinnonamn, γυναικεϊον όνομα, τό.

Qvinnonatur, θήλεια 1. γυναικεία φύσις, ή.:
af q., γυναικοφυής, 2.

Qvinnoprat, γυναικείοι φλήναφοι 1.λόγοι, ol.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0352.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free