- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
357

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rike ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Rike -

Rike, αρχή, ή. βασιλεία, ή.: de dödas r.,
a-δης, ου, o. oi τών νεκρών τόποι. Jfr Område.

Rikedom, πλούτος, ό. εύπορία, ή. χρήματα,
τά. αφθονία, δαιρίλεια, ή. εύθηvia, ή.
ευδαιμονία, ή (ett lands). περιουσία, ή (öfverflöd).: r. på
guld, χρυσούς 1. χρυσού πλούτος.: τ. på säd, ευ-,
πολυκαρπία, ή.: τ. på ord, πολυλογία, ή.: τ. på
tankar, πολύνοια, ή.: samla r., συνάγειν 1.
αθροίζει ν πλούτον, χρυσόν, χρήματα, gm, m. ngt,
πλουτίζεσθαι, πλουτήσαι από τίνος, περιποιεϊσθαι
χρήματα 1. πλούτον άπό 1. εκ τίνος.: gifva τ.,
πλουτίζειν. πλουτοδοτεϊν.: efter (hrs ο. ens) r.,
πλουτίνδην (t. ex. αιρεϊσθαι) : r:ns herravälde,
πλουτοκρατία, ή.: s. ger r., πλουτοδότης, ου, δ.

Rikhaltig, άφθονος, 2. δαψιλής, 2.

Rikhaltighet, άφθονία, ή. δαιρίλεια, ή.

Riklig, άφθονος, 2. δαιριλής, 2, άφειδής, 2.
περιττός, 3. συχνός, 3 (talrik), πολύς, 3. ικανός,
3 ο. άρκών, ούσα, ούν (tillräcklig).: r:t försedd m.
ngt, εύπορος τίνος, πλήρης τινός, συχνόν 1.
ικανόν εχων τι. πληθυων, ουσα, ον τινός.

Riklighet, άφθονία, ή. δαψίλεια, ή. ε υπ
όρια, ή. τό συχνόν, περιττόν.

Riksakt, se Akt 3.

Riksarfvinge, se Thronarfvinge.

Riksarkiv, γραμματοφυλακεϊον 1. -κιον τής

"ςχηε- f

Riksdag, σύλλογος, ο 1. σύνοδος, ή 1.
συνέ-δριον, τό τών Επιτρόπων 1. αντιπροσώπων (Nygr.)
1. τών τής πόλεως τάξεων.

Riksdagsman, αντιπρόσωπος, δ
(representant, Nygr.). βουλευτής, ό. Εκκλησιαστής, ού, ό.

Riksföreståndare, Επίτροπος τής αρχής, δ.
ό τής πόλεως προστάτης.

Riksförfattning, -hushållning,
-hvälfning, se Statsförfattning, -hushållning,
-hvälfning.

Riksförrädare, δ τής πατρίδος προδότης, δ
τήν πατρίδα προδούς.

Riksförräderi, se Högfδrräderi.

Riksinsignier, τά τής άρχής σύσσημα 1.
σημεία.

Riksråd, -skuld, -styrelse, se
Statsråd, -skuld, -styrelse.

Riksstånd, τάξις τής άρχής 1. πόλεως, ή.

Rikta, πλουτίζειν. καταπλουτίζειν. πλούσιον
ποιεϊν, τιθεναι, άποδεικννναι. αύξάνειν.: τ. sig,
πλουτίζεσθαι. χρηματίζεσθαι. — riktande,
πλου-τηρός, 3.

Rikta, ευθύνειν, άπευθύνειν. τρέπειν,
στρέ-φειν, τείνειν, συντείνειν, på ngt, εις, Επί, πρός
τι.: r. blicken, ögonen, tanken, uppmärksamheten

0. s. v., se Subst.: vara r:d mot ngn, είναι κατά
τινός.: yttrandet är r:dt mot mig, κατ* Εμού
ει-ρηται τούτο.

Riktande, αύξη, αύξησις, ή·

Riktig, ορθός, 3. δίκαιος, 3. νόμιμος, 3 ο. 2
(öfverensstämmande m. rätt, lag, sed), άληθής, 2,
άληθινός, 3 (sann, verklig), ών, ούσα, ov
(verklig). άκριβής, 2 (noggrann), δόκιμος, 2 (s. håller
prof), πρέπων, προσήκων, ουσα, ον (behörig,
passande).: ett r. mått, νόμιμον, δίκαιον, ορθόν
μέτρον.: ett r. omdöme, δρθή, δικαία, άληθής,
άκριβής κρίσις.: en r. mening, άληθής, δρθή
γνώμη : ett r:t förfarande, ορθή μέθοδος, δρθή

1. δικαία πράξις.: ett r. uppförande, ol
πρέποντες τρόποι.; bringa i r. ordning, ευθετείν εκα-

• Ring. 357

στα. κατά τό πρέπον 1. ορθώς, προσηκόντως
δια-τιθέναι.: ett r. uttal, δρθοέπεια, ή. ορθή
Εκφώ-νησις, ή. τό άκριβές τής φωνής.: icke vara r. i
hufvudet, ούκ ορθώς φρονεϊν. εξω φρενών είναι.:
de r. philosopherna, ol άληθινοί 1. ώς άληθώς
φιλόσοφοι.: en r. olycka, μέγα 1. δεινό ν κακόν.:
erfara en r. sorg, σφόδρα λυπεϊσθαι. περίλυπον
είναι.: en r. glädje, περιχαρή είναι, σφόδρα
χαίρειν. υπερχαίρειν.: tala r:t, ορθώς λέγειν,
δρθο-επείν. ορθώς Εκφωνείν 1. Εκφέρειν (uttala).: svara
r:t, ορθώς άποκρίνεσθαι.: r:t infinna sig, Ev
καιρώ 1. εις τον τεταγμένον χρόνον παρεϊναι.: r:t
öfverlemna, άποδιδόναι τι προσηκόντως 1. ώς
προσήκει.: det står icke r:t till m. ngt, ούκ
ορθώς 1. ούχ ώς δεϊ, προσήκει εχει τι 1. τά περί
τι.: r:t! ορθώς, αληθή, τά δντα λέγεις, εστίν
ούτως, πάνυ μεν ούν. Jfr Rätt.

Riktighet, όρθότης, ή. τό όρθόν. τό δίκαιον.
δοκιμότης, ή. άλήθεια, ή. ακρίβεια, ή : det har
sin r. m. hd du säger, αληθή 1. ορθώς λέγεις.:
άληθή Εστίν άπερ λέγεις.

Riktning, εύθυνσις, ή (riktandet), θέσις,
κα-τάστασις, ή (en hvilande kropps läge, ställning).
φορά, ή (en i rörelse stadd kropps), σκοπός, o

0. τέλος·, τό (riktningspunkt, -mål).: i dna, den
r., ταύττ}. τρδε. Εκείνη. Εκεϊσε, αύτόσε (dit).: i
annan r., άλλτ\. άλλαχι/. άλλοσε : i motsatt r.,
άντίστροφος, 2.: gifva, taga motsatt r.,
άντιστρέ-φειν.: rak r., όρθότης, ή. εύθύτης,ή. εΰθυωρία,
ή. τό ευθύ. jfr Rak.: sned r., se d. o.: ge ngt
en r. åt ngt, τείνειν τι πρός, Επί τι.: ha r. åt
ngt, τείνειν πρός τι.: i r. åt ngt, ώς Επί τι.
πρός τι.: sinnets r. på ngt, ορμή, ή. επιστροφή,
ή. πρόσεξις (τού νού), Sedn. προσοχή, ή.: taga
en skef, dålig r., άπο-, Εγκλίνειν 1. ρέπειν πρός

1. Επί τό χείρον.

Riktpunkt, σκοπός, ό. τέλος, τό.

Rim, ομοιοτέλευτον, τό.: == rimmade verser,
στίχοι δμοιοτέλευτοι, oi.: göra r., se Rimma.

Rim, -frost, πάχνη, δροσοπάχνη, ή. πάγος,
παγετός, ο. στίβη, ή.: öfverdragen m. r.,
παγετώδης, παχνώδης, 2.: öfverdraga m. r., παχνούν.

Rimlig, εύλογος, 2. Επιεικής, 2. πιθανός, 3.
είκώς, υϊα, ός.

Rimlighet, πιθανό της, ή. Επιείκεια, ή. ο.
gm adj.

Rimligtvis, Εκ τών ευλόγων. Εκ τού εικότος
1. τών εικότων, ώς εοικεν. είκότως. Εκ τών
δικαίων. δικαίως.

Rimma, 1) göra rim, στίχους δμοιοτελεύτους
ποιεϊν 1. γράφειν. jfr Υ ers.: dta kan jag icke
r. tillsamman, ούχ οίός τ’ ειμί τούτο
συμβαλέ-σθαι. 2) r. m. ngt, ομοιοτέλευτον είναι τινι. 3)
r. sig. άρμόζειν πρός τι. προσήκειν τινί.
άκολου-θεϊν τινι. Εοικέναι. πρέπειν.: det rimmar sig icke,
άπέοικεν. ού πρός /ίιόνυσον. Jfr Passa.

Rimma, det rimmar, πάχνη 1. παγετός
γίγνεται.: τ. sig, παχνούσθαι.

Rim salta, άλίζειν. άλας καταπάττειν τινός.

Rimstafvelse, ομοιοτέλευτος συλλαβή, ή.

Ring, ss. figur, κύκλος, δ. γύρος, ό.: omkring
månen, άλως, ω, ο. άλωή, ή. 2) ss. kropp, κρίκος,
ό.: på fiDgret, δακτύλιος, ο.: kring arm, fot (ss.
prydnad), ψέλλιον, τό.: att fästa 1. smnhålla,
πόρπη, ή.: på dörren, κόραξ, κος, δ. κορώνη,
ή. ρόπαλον, τό. ρόπτρον, τό.: draga en r. gm
ngt, κρικούν τ*.; han har eu koppar-r. dragen

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0361.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free