- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
359

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rofaktig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Rofaktig -

σθαι, έξαρπάζεσθαι ύπό τών πολεμίων.: bli ett
r. f. en sjukdom, νόσω 1. ύπό νόοου
διαφθείρε-σθαι, άπόλλυσθαι.

Rofaktig, se Rofgirig.

Rofdjur, θηρίον άγριον 1. άρπακτικόν.
θη-ρίον τό άφ’ άρπαγής ζών. äfv. bl. θηρίον, τό.

Roffa, άρπάζειν. έφ-, συναρπάζει,
σφετερί-ζεσθαι.: τ. bort, άφαρπάζειν. άφαιρείν.

Rofferi, άρπαγή, ή. άρπαγμός, ό.

Roffågel, άρπαχηχός όρνις, ό. οιωνός, ό.

Rofgirig, άρπαξ, γος, ό, ή. άρπαχηχός, 3.
λρστικός ο. ληστρικός, 3. άρπαγής έπιθυμών,
ούσα, οϊν.

Rofgirighet, άρπαγής έπιθυμία, ή. τό
άρπακτικόν.

Rofolja, έλαιον τό άπό τών γογγυλίδων.

Röfva, γογγύλη, γογγυλίς, idog, ή· ράπυς,
υος, ή.: aflång r., βουνιάς, àcΐος, ή.

Rojalist, ό φρονών τά τού βασιλέως.: vara
r., φρονεϊν τά τού βασιλέως, βασιλίζειν (Sedn ).

Rolig, 1) lugn, ήσυχος, 2. άτάραχτος, 2. 2)
roande, lustig, τερπνός, 3. έπιτερπής, εύτερπής,
2. ηδύς, 3. γλυκύς, 3. κεχαρισμένος, 3.
έπυχα-ρις, ι, ιτος. άστείος, 3 (qvick), γελοίος, 3 (löjlig).
δαιμόνιος, 3 (besynnerlig).

Rolighet, 1) se Ro 1). 2) nöje, lustighet,
το τερπνόν, ηδύ. τέρψις, ή. ήδονή, ή. παιδιά, ή.:
på r., f. r:s skull, έν παιδιά. μετά παιάιάς.
παίζων, ουσα, ο ν.

Rolighetsmakare, γελωτοποιός, ό.

Roll, a) eg., i skådespel, πρίσωπον, τό.
σχήμα, τό (skådespelarens hållning), ρήσις, ή (de
ord han har att uttala).: tilldela en r., πρόσωπον
περιτιθέναι (om skalden).: öfvertaga en r.,
άνα-λαμβάνειν πρόσωπον 1. σχήμα. fig. äfv.
γίγνεσθαι, t. ex. jag vill öfvertaga hs r. o. fråga dig,
έκείνος γενόμενος σε έρωτήσω.: spela, gifva en
r., ύποκρίνεσθαι.: väl (illa) gifva ngns r., ευ,
καλώς, πιθανώς (κακώς, άπιθάνως) ύποκρίνεσθαί
τινα.: väl gifva sin r., καλώς άγωνίζεσθαι. illa,
κακώς άγωνίζεσθαι. άσχημονείν.: spela första r.n,
τα πρώτα ύποκρίνεσθαί. πρωταγωνιστείν. andra
r:n, τα δεύτερα ύποκρίνεσθαί δευτεριάζειν.
δευτε-ραγωνιστείν. tredje, τά τρίτα ύποκρίνεσθαί.
τρι-ταγωνιστείν. : en s. spelar första, andra, tredje
r:n, πρωταγωνιστής, δευτεραγωνιστής,
τριταγωνι-στής, ού, ό. b) oeg., τα κατά τινα τά τίνος :
spela en r , ύποκρίνεσθαί. σχηματίζεσθαι.
προς-ποιείσθαι.: han spelade r.n af en sörjande,
προς-εποεϊτο 1. έσχηματίζετο πενθεί v. προσεποείτο
πένθος. ύπεκρίνετο πενθούντα : biträda ngn i att
spela en r., συνυποκρίνεσθαί τινι : ombyta r.,
μεταβάλλειν τό σχήμα.: spela alla r.r, πάντα
σχήματα ποιειν.: han har väl spelt sin τ., καλώς
διεπράξατο τά καθ’ αύτόν 1. τα αύτού.: spela en
lysande r., διαφέρειν τών άλλων.: spela en
betydande r. hos ngn, μέγαν είναι 1. μέγα
δύνα-σθαι παρά τινι.
Rom, se Råm.

Roman, λόγος, o (ish. i pl.), μύθος, o.
μυ-θολόγημα, τό.: skrifva r:r, λογοποιείν.
μυθοποι-ειν.

Romanesk, μυθώδης, 2. μυθικός, 3.

Romanskrifvare, λογοποιός, μυθοποιός,
μυ-θολόγος, ό.

Romantisk, χαρίεις, εσσα, εν. έπίχαρις, 2,
gen. ιτ ος.

-Rostfärg. 359

Rop, 1) skrik, βοή, ή. κραυγή, ή. φωναί, αι.:
klagande r., όλολυγή , ή. jfr Glädjerop,
Härrop. 2) kallande på ngn, κλήσις,ή.: hörsamma
ngns r., ύπακούειν, πείθεσθαί τινι καλούντι.:
inställa sig på ngns r., κληθέντα παρείναι 1.
πα-ραγίγνεσθαί τινι. 3) vid auktioner,
άναγόρευ-σις, ή.: stanna f. r:t, άναγορεύεσθαι ώνητήν. 4)
se Rykte.: vara i r., Λα-, περιβόητον είναι,
δό-ξαν εχειν. εύδοκιμείν, εν c) ο ξ εί ν.

Ropa, 1) skrika, βοάν. άνα-, έχβοάν. κράζειν
(κεκραγέναι). 2) τ. (på) ngn, καλείν. se vidare
Kalla. 3) vid auktioner, άναγορεύειν, -ειπείν,
άνακηρύττειν.: r. in, ώνείσθαι.: τ. på,
άντωνεί-σθαι. jfr Bjuda 4).

Rorgängare, o τόν οϊακα άγων. κυβερνήτης,
ου, ό.

Ros, 1) eg., ρόδον, τό.: hörande till r.,
ρό-δεος, 3.: doftunde af r, ροδόπνους, 2.: af r:r
(gjord), ρόδινος, 3.: m. r:r tillredd, försatt,
ρο-δίτης, ου, ό. ροδωτός, 3.: likna r., ροδίζειν. 2)
blomma i allmht, se d. o.: dansa på r;r,
ήδυπα-θείν. ήδέως ζήν. 3) en sjukdom, έρυσίπελας, ατος,
τό.: lik r., έρυσιπελατώδης, 2. 4) se Pris,
Beröm.

Rosa, se Prisa.

Rosaktig, se Ros 3).

Rosenblad, ρόδινον φύλλον, τό. τό τού
ρό-c†ου φύλλον.

Rosenbuske, ροδή, ή. τό τού ρόδου φυτό ν.

Rosendoft, ή τών ρόδων ευωδιά.

Rosen essens, -extrakt, ροδόστακτον, τό.

Rosenfärg, ρύδεον χρώμα, τό.

Rosen färgad, ροδοειδής, 2. ροδόχρους, 2.
ρόδεος, 3.: vara r., ροδίζει ν.

Rosengård, ροδών, ροδεών, ώνος, δ.
ροδωνιά , ή.

Rosenhoning, ροδόμελι, ιτος, τό.

Rosenkrans, ρόδων 1. ρόδινος στέφανος, δ.

Rosenolja, ρόδινον έλαιον, τό.

Rosenpomada, ροδίς, ίδος, ή.

Rosenqvist, ρόδων δέσμη, ή.

Rosenröd, se Rosen färgad.

Rosenträ, ρόδεα, ρόδια, ρόδινα ξύλα, τά.

Rosenvatten, ρόδεον, ρόδινον <‡άρμαχον,
τί. ροδωτόν, τό.

Ro sen vi η, ροδίτης (οίνος), ό.

Rosenäpple, ροδόμήλον, τό.

Rosenättika, ροδωτόν όξος, τό.
δξυρρόδι-νον, τό.

Rosig, ρόδεος, 3. Jfr Rosenfärgad,
Blommig.

Rosmarin, λιβανωτίς, ίδος, ή.

Rosqvarter, ροδωνιά, ή.

Rossla, άσθμαίνειν. άσθμάζειν.: om döende,
ολίγον έ μην ειν.

Rossling, άσθμα, τό.

Rost, 1) på metaller, ιός, ο. πίνος, ό (Sedn.).:
r:n fräter ngt, περιεσθίει, περιτρώγει τι δ ιός.
2) på säd, se Brand. 3) se Hal st er.

Rost, 1) anfrätas af rost. ίούσθαι.
διαφθεί-ρεσΰαι τώ ιώ. fig., μαραίνεσθαι. 2) steka,
φρύ-γειν. φρύττειν. όπτάν. φωγνύναι, -νύειν, φώζειν.:
på kol, άπανθραχίζειν. — rostad, φρυκτός, 3.
όπτανός, όπταλέος, 3. δπτήσιμος, 2. φωκτός, 3.

Rostfläck, ιώδες σπίλωμα, τό. ιώδης
κη-λίς, ή.

Rostfärg, ιώδες χρώμα, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0363.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free