- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
362

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rymd ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

362

Eymd — Rådbråka.

έστι, κατέχει, κρατεί.: ett r. går om ngn, λόγος
έχει τινά.: förorsaka ett r., παρέχειν λόγον.: gm
r. veta ngt, άκο^ 1. λόγω εϊόέναι τι. 2) allmänna
omdömet om en pers., δόξα, ή. φήμη, ή. όνομα,
τό.: godt r., καλή δόξα , ή. ευδοξία, ή. εϋκλεια,
ή.: dåligt r., se Vanrykte.: ha det r. (om sig)
att, δόξαν έχειν λέγεσ&αι m. inf. äfv. αϊτίαν
έχειν τινός (beskyllas för) o. άκούειν. t. ex. han
har r. f. att vara smickrare, κόλακα ακούει.:
sådant hs r. i lifstiden var, ola ζών ήκουεν.: ha
ett godt r., εύδοξεϊν. εύδοκιμεϊν. εν 1. καλώς
άκούειν. καλτ} tf δόξρ χρήσ&αι. Επιεική τήν δόξαν
έχειν.: s. har godt r., ένδοξος, ένδοξος,
εύδόκι-μος, 2. ενκλεής, 2.: s. har dåligt r., κακόδοξος,
άάοξος, 2.: bringa ngn i dåligt r., förklena,
nedsätta ngns namn o, r., se Vanrykta.

Rymd, se Rum.: d. oändliga r:n, τό άπειρον.:
d. öppna r:n, τό υπαι&ρον. = öppna hafvet,
πόντος, o.

Rymdmått, κυβικό v μέτρον, τό. κύβος, ό.

Rymlig, ενρνς, εϊα, ύ. εϋρύχωρος, Sedn.
πο-λνχωρος, 2. πλατύς, εια, ύ (t. ex. χώρος).: r.
plats, ευρυχωρία, ή.

Rymlighet, ευρυχωρία, ή. εύρντης,ή.
μέγεθος, τό.

Rymma, 1) ha rum f., χωρεϊν. δέχεσ&αι.
Εμ-περιέχειν. Εμπεριλαμβάνειν. ικανόν εϊναί τινι.
2) se Ut-, Inrymma. 3) fly bort, άπο-,
δια-διδράσκειν (τινά), δραπετεύειν (παρά τινος\: fr.
ett ställe, Εκδιδράσκειν.

Rymmare, δραπέτης, ό (förrymd slaf), ο. gm
part.

Rymning, άπόδρασις, ή. δρααμός, ό. vanl.

gm νν.

Rynka, πινσσειν.: τ. pannan, συνοφρυούσ&αι.
Επαίρειν, σννάγειν, άνα-, σνσπάν τάς όφρύς.

Rynka, πτυχή, ή (i pl. äfv. πτυχές, αϊ),
στο-λίς, ϊδος, ή (på kläder), κόλπος, ό (f. bröstet).: i
pannan, ρντίς, ίδος, ή. sällan, φαρκίς, στολίς, ή.

Rynkig, πτνχώδης, στολιδώδης, 2. (veckrik).
στολιδωτός, 3 (veckad).: om huden, ρντιδώδης,

2. ρνσός, 3. ρικνός, 3. φαρκιδώδης, 2.: bli r.,
ρνσονσ&αι. ρικνούσ&αι.

Rynkighet, ρνσότης, ή. ο. gm adj.

Rynkning, πτνξις, ή. — ρυτίδωσις,
ρίκνω-σις, ή.

Rysa, φρίττειν. φρικιάν. ριγών (af köld).: r.
f. ngt, φρίττειν, όρρωδεϊν τι.

Ryslig, φρικώδης, 2. φ<ρικτός,3. — δεινός,

3. φοβερός, 3. στυγερός, 3.

Ryslighet, δεινότης, ή. ο. gm adj.

Rysning, φρίκη, ή. ρίγος, τό (äfv. feber-r.

= φρικίαι, αι. φρικιά, τά. φρικίασις, ή.): ha
feber-r., φρικιάζειν.: s. väcker sdn, φρικοποιός, 2.:
känna r., se Rysa.: framkalla r,, φ>ρίκην
Εμποιεϊν.: en r. påkommer mig, φρίκη Εγγίγνεταί μοι.
Επιφρίττω.

Ryss (f. kol), se Kolryss.

Ryssja, κυρτός, o.: fiskning m. r.. κυρτεία, ή.

Rysvärd, se Ryslig.

Ryta, βρυχάσ&αι. oeg , βοάν. άνα-, Εκβοάν.

Rytande, βρύχημα, τό. βρυχη&μός, ό.

Ryttare, Ιππεύς, έως, ό. ιππότης, ου, ό.
ιππαστής, ον, ό (Sedn.). Επι-, άναβάτης, ου, ό
(s. sitter till häst).: god, dålig r., καλώς, κακώς
ιππεύων 1. ιππεύειν επιστάμενος.: skicklig r.,
ιππικός, ό.: tjena ss. r., ιππεύειν.

Rytteri, se Kavalleri.: terräng tjenlig f.
r., ιππάσιμον, Ιππήλατον χωρίον, otjenlig,
άφιπ-πον.: vara, öfverlägsen i r., ιπποκρατεϊν.:
öfverlägsenhet, ϊπποκρατία, ή.

Rytteribefälhafvare, ίππαρχος, o.: vara
r., ϊππαρχεϊν. : hs befäl, ιππαρχία, ή.

Ryttmästare, εϊλάρχης, ον, ό.: vara r.,
ει-λαρχεϊν.

iià, adj., 1) eg., ωμός, 3 (i alla bet.),
άνε-ξέργαστος, 2, αυτοφυής, 2, ό, ή, τό κατά φ>ύοιν
(obearbetad, i naturl. tillståndet). 2) fig.,
άπαί-δευτος, 2, άγροικος, 2, άμα&ής, 2, άμουσος, 2
(obildad), άπειρόκαλος, 2 (utan smak), άγριος, 3
(vild), ώμός, 3, τραχύς, εια, ύ, χαλεπός, 3 (hård,
känslolös, grym).

Rå, subst., 1) (på fartyg), κεραία, ή.: dess
yttersta ända, τέρ&ρον, τό. 2) se Gräns. 3)
se Troll.

Råbock, δόρκος, ό. δορκάς άρρην, ή.

Råd, 1) rådslående, συμβουλή, ή. συμβουλία,
ή. βουλή, ή.: gå till råds m. sig sf, βουλενεσβαι.
λογίζεσ&αι. Εν$νμεϊσ$αι.: gå till r:s m. ngn,
taga ngn till r:s beträffande ngt, σνμβονλεύεσ&αί
τινι περί τίνος. Επι-, άνακοινονσ&αί τινι περί
τίνος : bistå ngn i r. o. dåd, se Dåd. 2)
meddelad mening, βονλή, ή. βούλευμα, συμβούλευμα,
τό. γνώμη, ή. λόγος, ό. παραίνεσις, ή.: ett godt
r., ενβονλία, ή. σοφός λόγος, ό.: på ngns r.,
γνώμ$ τινός, συμβουλεύοντος 1. σνμβονλεύσαντος
1. vnoS-εμένον τινός, πεισθείς ύπό τίνος.: gifva
ngn r., se Råda.: fråga ngn om r., se
Rådfråga.: följa ngns r., πεί&εσ&αί τινι
συμβου-λεύσαντι. 3) rådförsamling, βουλή, ή.
συμβού-λιον, τό. βονλεντήριον, τό. τό βονλευτικόν.
συν-έδριον, τό.: τ. af gubbar, γερουσία, ή.: smnkalla
r:t, συνάγειν 1. σνγκαλεϊν τήν βονλήν.: sitta i r:t,
βουλεύειν : den förste i r:t, βούλαρχος, o.: vara
det, βουλαρχεϊν. 4) medlem af rådsförsamling,
βουλευτής, ού, ό. ό μετέχων τής βουλής,
σύμβουλος, ό. 5) utväg, medel, πόρος, ό. μηχανή, ή.:
r. f., mot ngt, Επικούρησις, ή. Επικούρημα, τό.
φάρ-μακον, τό.: skaffa r., πορίζειν πόρους 1.
μηχα-νήν.: icke veta ngn r., (δι)απορεϊν. άμηχανεϊν.:
s. lätt finner τ., εύπορος, ενμήχανος, 2.: s. icke
vet sig ngt r., άπορος, αμήχανος, 2.: det fins
intet annat r., ονκ έστιν άλλη μηχανή, ούκ έστιν
όπως ού etc.

Råd, τά υπάρχοντα, χρήματα, τά. δύναμις,
εως, ή.: god r., εύπορία, ή. άφ&ονία, ή.
πλήθος, τό.: s. har god r., εύπορος, 2.: ha god r.,
ενπορεϊν.: efter r. o. lägenhet, κατά δύναμιν. Εκ
τών Ενόντων 1. ύπαρχόντων.: jag har ej r. att,
ονκ (1. ού τοσαύτα) έστι μοι χρήματα ώστε m. inf.

Råda, 1) gifva r., βουλεύειν. συμβουλεύειν.
εϊς-ηγεϊσ&αι παραινεϊν. ύποτί&εσ&αι.: τ. ngn till ngt,
σνμβονλεύειν τινί ποιεϊν τι. παραινεϊν τινί τι 1.
ποιεϊν τι. πεί&ειν τινά ποιεϊν τι.: icke låta r. sig,
ού πεί&εσ&αι.: låta r. sig af ngn, συμβούλω
χρήσθαί τινι. 2) se Herr sk a 1) o. 2).: r. sig sf,
εαυτού είναι. Ελεύθερον, αύτόνομον, αύτοκράτορα
είναι. 3) se Förmå. — r. för ngt, αίτιον εϊναί
τίνος. — r. om ngt, se Äga.: r. om sig sf,
εαυτού είναι σχολή v έχειν. — r. på ngn, κρείττω
είναι τίνος, νικάν τινα. πείθειν τινά.

Rådbråka, 1) eg., τροχίζειν. 2) fig. (om
språk ο. d.), πονηρώς βαρβαρίζειν. καμψικίζειν.
διαφθείρειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0366.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free