- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
366

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rätta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

366

Rätta —Rättmätig.

helgad r.). τά νομιζόμενα o. τό νόμιμο* (gm
positiv lag 1. plägsed stadgad r.). τό εικός (ss. m.
rättsklänslan öfverensstämmande).: mot all r..
παρά πάντα τά δίκαια.: mot r. o. billighet, παρά
τό εϊχόςm. r., δίκρ. iv, συν δίχτ], μετά δίκης,
δικαίως, είκότως. κατά τό ίίχός. προσηκόντως, έκ
τών δικαίων.: efter r. ο. billighet, δικαίως και
ηροσηκόντως.: m. full r., και πάνυ προσηκόντως,
λόγω τώ δικαιοτάτω.: förvrida r., στρεψοδικεϊν.:
skipa r., δικάζειν. δικαιοδοτεϊν (Sedn.). κρίνειν.:
söka r., (δια)δικάζεσθαι.: anse, fordra ss. r.,
ά-ξιούν. δικαιούν. 2) rättighet, befogenhet,
δίκαιον, τό. έξουσία, ή.: ha r. att göra ngt, δίκαιον
είναι 1. έξουσίαν εχειν ποιεϊν τι.: ha r. öfver ngt,
έξουσίαν εχειν τινός, κρατεϊν τίνος.: få, skaffa sig
(sin) r., τά δίκαια λαμβάνειν, τών δικαίων
τυγ-χάνειν 1. άπολαύειν. νικάν (f. rätta).: göra
gällande sin r., δικαιούν.: efterskänka ngt af sin r.,
ύφίεσθαί τι τών εαυτού δικαίων.: försvara sin r.,
δικαιολογεϊσθαι (πρός τινα, mot ngn).: försvaret,
δικαιολογία, ή.: låta ngn få sin r., τά δίκαια
δράν 1. ποιείν περί 1. πρός τινα.: kränka ngns
r., άδικεϊν τινα.: ha lika r. m. ngn, τό ϊσον
εχειν τινί. τών ίσων μετέχειν τινί.: lika r. i
borgerligt afs., ισονομία, ή.: lika r. att tala,
ισηγορία, ή. 3) positiva lagar, νόμος, ό. νόμοι, οι.
τά περί τούς νόμους, τά νόμιμα.: så bjuder r:n,
ούτω κελεύουσιν ol νόμοι.: efter r. (ο. lag),
νόμο). κατά νόμον. συν νόμω. νόμω και δίκ$.:
mot r., παρά νόμον.: handla mot r.,
παρανο-μεϊν. άδικεϊν. 4) domstol, δικαστήριον, τό.
δι-κασταί, ol. κριταί, oi.: draga ngt f. rätta,
άναφέρειν τι πρός τούς δικαστάς.: draga ngn inför
r:a, άγειν τενά πρός τους δικαστάς. εισάγειν τινά
εϊς τούς δικαστάς 1. εις τό δικαστήριον. ύπάγειν
τινά. jfr Anklaga, Instämma.: inställa sig
f. r:a, παραγίγνεσθαι 1. παρεϊναι έν τοις
δικα-σταϊς. δίκην ύπέχειν. εις κρίσιν καταστήναι.
ά-παντάν πρός τήν δίκην.: uppträda inför r:a,
άνα-βαίνειν, εϊσελθεϊν, βαδίζειν εις τό δικαστήριον.:
stå f. r:a, κρίνεσθαι. (δια)δικάζεσθαι.: tala inför
r:a, έν τοις δικασταϊς λόγους ποιεϊσθαι.: bistå ngn
inför r:a, συνδικεϊν, συνηγορείν, συνειπεϊν τινι. jfr
Försvara. 5) mat-r., έδεσμα, τό. oxpov, τό.
βρώμα, τό.: de framsatta r:rna, τά παρακείμενα όψα.

Rätta, 1) beriktiga, έπανορθούν, -σθαι.
διορ-θούν. μεθαρμόζειν.: = afhjelpa, καταλύειν.
(κατα)-παύειν. Jfr Förbättra.: r. sig, βελτίω
γίγνεσθαι (bättra sig), έπανορθούσθαι τόν λόγον 1.
τά εΐρημένα (i tal), fάνα)παύεσθαι (hålla inne).
2) lämpa, ποιεϊσθαι, διατιθέναι τι πρός τι (efter
ngt), έφαρμόζειν τί τινι.: τ. sitt lif efter ngt,
tov βίον κατασχευάζειν, -σθαι 1. ζήν κατά τι.: τ.
sig efter ngn, έφαρμόζειν εαυτόν τινι.
έπακολου-θεϊν τινι. πείθεσθαί τινι. συμπ εριφέρεσθαί τινι.
λόγον ποιεϊσθαι τίνος (göra afs. på).: r. sig efter
ngt, έπακολουθεϊν τινι. τόν νουν προσέχειν τινί.

Rättare, έπιστάτης τών οϊκετών 1. θητών, ό.

Rättegång, δίκη, ή (om ngt, τινός), άγών,
ώνος, δ. διαδικασία, ή. δικανικόν πράγμα, τό.
γραφή, ή (i stats- ο. kriminal-mål).: na, föra en
r. m. ngn, δίκην δικάζεσθαί τινι. διαδικάζεσθαί
τινι 1. πρός τινα, om ngt, περί τίνος.: börja en
r. mot ngn, δίκην λαγχάνειν τινί. δίκην διώχειν
τινά. έπεξιέναι τινί (δίχ?] 1. γραφ,rj). γράγεσθαί
τινα (i kriminal- 1. stats sak), δίχην έπ άγειν 1.
έπιφέρειν τινί. χαθιστάναι τινά εις δίχην 1. α-

γώνα.: inleda en r., εισάγειν 1. παρασκευάζειν

δίκην, mot ngn, κατά τίνος.: en r. uppstår, δίκη
συνίσταται.: vinna en r., αιρεϊσθαι δίκην. νικάν
δίκην. έπιτυγχάνειν άγώνος.: förlora en r.,
ήττά-σθαι {δίκην). άλίσχεσθαι (bli fälld), δφλισκάνειν
δίκην.: en r. pågår mot mig, φεύγω (δίκην 1.
γραφήν).: undandraga sig en r., φυγοδικεϊν.:
uppge, låta falla en r., καθυφιέναι αγώνα,
διαγρά-ψασθαι δίκην.: förnya en r., παλινδικεϊν.:
tillställa r:r, δικορραφεϊν.

Rättegångsbalk, ol περί τάς δίκας νόμοι.
δικαστικοί νόμοι, ol.

Råttegångsbiträde, se Advokat.

Rättegångsdag, δικάσιμος 1. άγοραϊος
ημέρα, ή.

Rättegångsferier, άπραξία, ή.

Rättegångshandlingar, δικανικά
γράμματα, τά.

Rättegångskostnad, τά πρυτανεία.

Rättegångsmål, -sak, δίκη, ή. γραφή, ή.
δικανικόν πράγμα, τό. Jfr Anklagelse.

Rättegångsombud, se Advokat.

Rättegångsordning, ό δικαστικός 1. περί
τάς δίκας νόμος.

Rättegångstal, δικανικός λόγος, δ. ό iv
τοϊς δικασταϊς λόγος.

Rättegångsverk, δικαστήριον, τό·

Rättegångsväsen, τά περί τάς δίκας.

Rätteligen, 1) se Rättvisligen. 2)
egentligen, ακριβώς, τώ άκριβεϊ λόγω. κατά τόν
ά-κριβή λόγον. ίς τό ακριβές ειπείν, ώς αληθώς, τώ
δντι. χατά τό όν.

Rättelse, έπανόρθωσις, διόρθωσις, ή.
έπα-νόρθωμα, διόρθωμα, τό. έπιδιόρθωσις, ή.

Rättesnöre, στάθμη, ή. κανών, όνος, ό.
κρι-τήριον, τό. γνώμων, ονος, ό. — μέτρον, τό.

Rättfram, se Uppriktig.

Rättfärdig, δίκαιος, 3. ο’σιος, 3.

Rättfärdiga, άπολογεϊσθαι 1.
δικαιολογεϊ-σθαι ύπέρ τίνος νπρός τινα, hos ngn), άπολύειν
τινά τίνος.: r. sig f. ngt, άπολογείσθαι ύπέρ 1.
περί τίνος.: r. sig f. förtal, άπολογείσθαι (πρός)
διαβολάς.

Rättfärdigande, άπολογία, ή. απολογισμός,
ό. δικαιολογία, ή. άπόλυσις, ή.: till ngns r.,
ύπέρ τίνος.: han anförde till sitt r., άπολογο ύ
μένος είπεν.

Rättfärdiggöra, δίκαιον ποιεϊν. δίκαιον
είναι κρίνειν. όσιούν.

Rättfärdiggörelse, άφοσίωσις, ή ο. gm vv.

Rättfärdighet, δικαιοσύνη, ή. δικαιότης, ή.
όσιότης, ή.

Rätthafveri, φιλονεικία, ή. αΰθάδεια, ή.
Ισχυρογνωμοσύνη, ή.

Rätthet, se Riktighet, f. öfr. gm adj.

Rättighet, se Rätt. subst. 2).

Rätt i ka, ραφανίς, ϊδος, ή.: af r., ραφάνι ·
νος, 3.: lik en r., ραφανιδώδης, 2. adv.,
ραφα-νηδόν.

Rättmätig, δίκαιος, 3. νόμιμος, 3 ο. 2.
έννομος, 2. ό, ή, τό κατά τόν νόμον 1. συν τω
νόμω.: τ. hustru, γνήσια γυνή, ή. ή νόμω
γα-μετή.: r:ga barn, γνήσιοι παίδες, ol.: r.
fordran, δικαίωσις, ή. δικαίωμα, τό.: r:t fordra
ngt, δικαιούν τι.: en r. sträfvan, σπουδή ορθώς
σπουδαζομένη.: r:t förvärfva, σύν τώ δικαίω 1.
διά τού δικαίου κτήσασθαι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0370.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free