- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
367

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rättmätighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Rättmätighet — Rö fveri.

367

Rättmätighet, gm adj.

Rättning, Επανόρθωσις, διόρθωσις, ή. ο. gm
νυ. Jfr Rät η ing.

Rät t nu, νυν δή. αντίκα μάλα. se Strax.

Rättrogen, ό νομίζων οϋσπερ ή πόλις
νομίζει θεούς, ορθώς πιστεύων περί τούς θεούς,
ορθόδοξος, 2.

Rättrogenhet, ορθοδοξία, ή.

Rättrådig, δίκαιος, 3. όσιος, 3.: handla r:t,
δίκαια ποιεϊν 1. πράττειν. δικαιοπραγεϊν.: r.
handlande, δικαιοπραγία, ή.: r handling,
δικαιοπρά-γημα, τό.: på r. sätt, σύν τω δικαίω.

Rättrådighet, δικαιοσύνη, ή. όοιότης, ή.
δικαιοπραγία, ή.

Rättsanspråk, δικαίωμα, τό. τό δίκαιον.

Rättsenlig, se Rättmätig.

Rättsfråga, νομική πρότασις, ή.

Rättsgiltig, se Rättmätig.

Rättsgrund, δικαίωμα, τό. τό δίκαιον.

Rättsinnig, -het, se Rättrådig, -het.

Rättskaffens, δίκαιος, 3. χρηστός, 3.
σπουδαίος, 3. καλός κάγαθός, 3.: handla r.,
δικαιοπραγεϊν. δίκαια ποιεϊν 1. πράττειν. άνδραγαθεϊν,
-ίζεσθαι.

Rättskaffenhet, δικαιοσύνη, ή. χρηστότης,
ή. σπουδαίο της, ή. καλοκαγαθία, ή.
άνδραγα-θία, ή.

Rättskipning, se Lagskipning.

Rättskrifning, ορθογραφία, ή.

Rättslära, διδασκαλία νομική, ή. ή περί τούς
νόμους 1. περί τών νόμων διδασκαλία, τά περί
τάς δίκας μαθήματα.

Rättslärd, se Lagfaren.

Rättslös, 1) utan rättigheter, άτιμος, 2. 2)
se Laglös.

Rättslöshet, 1) άτιμία, c. 2) se
Laglöshet.

Rätt stridig, άδικος, 2. παράνομος, 2.

Rättsökande, δικαζόμένος, 3. οι
διαδικα-ζόμενοι. διώκων, οντος, ό (kärande).

Rättvis, a) om pers., δίκαιος, 3.: handla
r:t, δίκαια ποιεϊν 1. πράττειν, mot ngn, περί τινα
1. περί τίνος, jfr Opartisk, b) om saker,
δίκαιος, 3. νόμιμος, 3 o. 2. άξιος, 3.: r:t straff,
ζημία άξια.: lida r. straff, τά δίκαια 1. άξια
πά-σχειν.: τ. fordran, δικαίωσις, ή. δικαίωμα, τό
(äfv. r. handling).

Rättvisa, δικαιοσύνη, ή (ss. egenskap), δίκη,
ή (personificerad ο. ss. sak), τό δίκαιον (ss. sak),
jfr Opartiskhet.: öfva r., δικαιοσύνη χρήσθαι:
låta r. vederfaras ngn, δικαίως κρίνειν περί
τίνος. τά δίκαια ποιεϊν περί τίνος, inför rätta, τά
δίκαια γνώναι 1. ψηφίζεσθαι.: den r. måste man
göra hm, δίκαιον (Εστί) τούτο γε άποδιδόναι
αύ-τώ.: öfverlemna ngn i r.s händer, άγειν τινά πρός
τούς δικαστάς. άπάγειν τινά.

Rättänkande, se Rättrådig.

Rätvinklig, ορθογώνιος, 2. ορθός, 3.

Rö, se Rör.

Röd, Ερυθρός, 3. Ερυθρόχρους, 2 (rödfärgad).
Εξέρυθρος, 2 (mycket r.). φοινικους, 3 (mörkröd).
πυρρός, 3 (eldröd, rödgul), μίλτινος, 3
(mönje-färgad). ρόδεος, 3 (rosenröd). Ερνθρόχλωρος, 2
(blekröd).: göra r., Ερνθραίνειν. Ερνθρούν.
φοι-νίσσειν.: blifva r., se Rodna.: färga r.,
Ερυ-θροδανούν. μιλτούν.: τ. vin, οίνος μέλας 1.
Ερυθρός, ό.

Rödaktig, υπέρυθρος, 2. Ερυθροειδής,
Ερυ-θρώδης, 2. Ενερενθής, 2. Ενέρυθρος, 2.

Rödbeta, σεύτλον 1. τεύτλον μέλαν, τό.

Rödblommig, Ερυθροϊς άνθεσι
πεποικιλμέ-νος, 3.: = rödkindad , se d. ο.

Rödbrun, ρούσιος, 2.: se r. ut, ρουσίζειv.
πυρρούσθαι.

Rödbrusig, Εξέρυθρος, 2. χαλκοειδής, 2.

Rödfläckig, Ερυθρόστικτος, 2.

Rödfärg, Ερυθρόν χρώμα 1. βάμμα, τό.
μίλτος, ή.

Rödfärga, Ερυθραίνειν, Ερυθρονν. φοινίσσειν.
μιλτούν. — rödfärgad, Ερυθρόχρους, -χρως,
2. πυρρόχρους, 2. άλουργής, -γός, 2,
φοινικοβα-φής, 2 (purpurfärgad).

Rödgul, πυρρός, 3.

Rödhårig, Ερυθρόκομος, 2. πυρρόθριξ, χος,
ό, ή. ξανθός (3) την κόμην.

Rödhet, se Rodnad.

Rödhvit, se Hvitröd.

Rödja, καθαίρειν. άποκαθαίρειν. λεαίνειν.:
r. väg, όδοποιεϊν. Se f. öfr. Bort-, Undan-,
Upprödja. Jfr Röja.

Rödkindad, Ερυθρός (3) τάς παρειάς.
Ερυθράς εχων τάς παρειάς.

Rödkrita, -sten, μίλτος, ή.

Rödlett, Ερυθρός, 3. Ερυθρόχρους, 2.
υπέρυθρος, 2 (ngt r.).: en r. person, Ερυθρίας, ου, ό.

Rödling, φοινικόπτερος, ό.

Rödlök, κρόμμυον, τό.

Rödmåla, se Rödfärga.

Rödockra, Ερυθρά ώχρα, ή.

Rödskimmel, Ερυθρόστικτος ϊππος, ό.

Rödskägg ig, Ερυθρόν εχων τό γένειον.
πυρ-ράζων 1. -ίζων τό γένειον. χαλκοπώγων, ωνος, ό
(rödskägg).

Rödsot, δυσεντερία, ή.: lida af r.,
δυσεντε-ριάν.

Rödspräcklig, Ερυθροποίκιλος, 2.
Ερυθρό-στικτος, 2.

Rödstjert, φοινίκονρος, ό.

Röfva, άρπάζειν. συλάν. βία άφαιρεϊν, -σθαι,
παραιρεϊσθαι. λρστεύειν. άρπαγήν ποιεϊσθαί.
λεη-λατεϊν.: τ. ο. plundra, άγειν καί φέρειν.

Röfvaraktig, λ^στικός, ληστρικός, 3. άρπαξ,
γος, ό, ή.

Röfvaranförare, -höfding, λρστάρχης,
λήσταρχος, ό. άρχίκλωχρ, ωπος, ό. άρχιλρστής, ού, ό.

Röfvarband, λ^στικόν, ληστρικόν, λρστήριον,
τό. λρστών σύστημα, τό. λρσταί, οι.

Röfvarborg, ληστών άκρα, ή 1. φρούριον, τό.

Röfvare, ληστής, ού, ό. άρπαξ, γος, ό. : τ.
af ngt, ό άφελόμένος 1. άφρρημένος τι. ό
άρ-πάσας 1. Εξαρπάσας τι.

Röfvarehand, falla i röfvarhänder, λ^σταϊς
περιπεσεϊν. ύπό ληστών άλίσκεσθαι.

Röfvarfartyg, ληστρικόν 1. πειρατικόν (Sedn.)
πλοϊον 1. σκάφος, τό. ληστρίς (ναύς), ίδος, ή.
μυοπάρων, ωνος, ό. Επακτρίς, ίδος, ή.
Επακτρο-κέλης, ητος, ό, λέμβος ληστρικός, ό (små r.).
ή-μιολία (ληστρική), ή. ληστρικόν κελήτιον, τό (jakt).

Röfvarkula, -näste, ή τών ληστών
καταφυγή. ληστρικόν ο. λρστήριον, τό.: förstöra ett r.,
καταλύειν λρστήριον.

Röfvarstat, πόλις λρστρικήν ποιου μένη 1. άπό
ληστείας βίον έχουσα.

Röfveri, ληστεία, ή. λρστική, ή. λρστικόν, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0371.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free