- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
368

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Röja ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

368

Röja. — Röst.

αρπαγή, ή.: idka r., λ^στεύειν. άρπαγήν
ποιεϊ-ΰθαι.: lefva af r., από ληστείας τον βίον
ποιεϊσθαί. ληϊζόμενον ζήν.^

Röja, φανερόν ποιεϊν. άποφαίνειν. άηλούν.
σημαίνειν. μηννειν (angifva). (Εξ)ελέγχειν
(öfverbevisa). Jfr Vis a.

Röjande, άήλωσις, ή. μήνυσις, ή. έλεγχος, ό.
ο. gm νν.

Rök, καπνός, ό.; tjock, qvalmig r., λιγνύς,
ύος, ή· τύφος, ο\ ατμός, oc ο. άτμίς, ίΰος, tf
(ånga).: bitande r., όρ^μιίς καπνός, ο’.: ge r.,
se Ryka.: utan r., άκαπνος, 2.: uppgå i r., ««i*
καπνόν άιαλύεσθαι. καπνούσθαι. άνα-,
καταφλέ-γεσθαι.: besväras af r., καπνίζεσθαι. χαλεπώς
άιακεϊσθαι νπό τού καπνού.: vin försatt m. r.,
καπνίας οίνος, o’.: få r. om ngt, se Nys.

Röka, 1) se Ryka 2) görar., θυμιάν.
θύ-ειν.: m. vällukter, ét?iodW θυμιάν. 3) inbyra m.
r., torka i r., καπνίζειν. — rökt, καπνιστός, 3.

Rökaltar, θυμέλη, tf.

Rökelse, θυμίαμα, τό. θύος, τό. κάπνισμα,
τό.: bränna r., θυμιάν. b) λιβανωτός, λίβανος,
ό.: af r., λιβανώτινος, 3.: bärande r.,
λιβανωτο-φόρος, 2.: lukta af r., λιβανίζειν.: trädet hraf r.
fås, λίβανος, ό. άενόρολίβανος, ό.: s. säljer r.,
λι-βανωτοπώλης, ου, ό.: sälja r., λιβανωτοπωλεϊν.:
s. liknar r., λιβανοειάής, -ώάης, 2.

Rökelsekar, θυμιατήριον, τό. λιβανωτρις,
kΤο?, tf.

Rökfång, -hål, καπνοάόκη, ή. κάπνη, tf.
οπή, tf.

Rökig, καπνώάης, 2. λιγνυώάης, 2.
άτμώ-άης, άτμιάώόης, 2.: r. eld, λιγνύς, νος, tf.

Rökmoln, καπνού νέφος, τό. καπνός ώσπερ
μελανία.

Rökning, θυμίασις , tf. κάπνισις, tf.: hörande
till r., καπνιστικός, 3.: tjenlig till r.,
θυμιατι-χός, 3 (= att r. m.).

Rökoffer, se Rökelse.

Rökpanna, έσχαρίς, ίΰος, tf. Se
Rökelsekar.

Rökpelare, καπνός ώσπερ στήλη.

Rökpulver, -verk, se Rökelse.

R ö 11 e k a, άγήρατον, τό, αρνόγλωσσον, τό.
πο-λννευρον, τό.

Rön, se Försök, Erfarenhet.

Röna, se Erfara.

Rönn, oa 1. όη 1. οϊη, tf.

Rönnbär, δον, τό.

Rör, 1) cylinder, σωλήν, ήνος, ό. σίφων,
ωνος, ό. αυλός, ό. σύριγξ, γγος, tf.: i en
blåsbälg, άκροφύσιον, τό. : litet r., σωληνίσκος,
αύ-λίσκος, ό. 2) ss. växt, κάλαμος, ό. cΐόναξ, κος,
ό. ήλακάτη tf.: full af r., beväxt m. r.,
cΡονακώ-<?ης, 2. καλαμώάης, 2.: af τ., καλάμινος, 3.:
vackla ss. ett r., άονεϊσθαι.: spjelka m. r.,
κα-λαμούν. 3) käpp af rörväxt, καλάμινον
σκηπά-piov 1. σκήπτρον, τό.

Röra, 1) sätta i rörelse, κινεϊν. άονεϊν.: r.
sig, κινεϊσθαι. φέρεσθαι.: omkr. ngt, φέρεσθαι,
περιφερεσθαι περί τι.: icke r. sig, άκίνητον
είναι. άτρεμίζειν. άτρεμειν. άτρεμίαν έχειν.
άτρέ-μας έχειν. ήρεμεϊν. ήσυχίαν άγειν 1. έχειν.
ήσυ-χάζειν.: icke kunna r:s, άκινήτως έχειν.: utan
att r. sig, άτρέμα. άτρεμής, 2. άκίνητος, 2.: τ.
på sig, σπεύαειν. Ιγκονεϊν. 2) beröra (r. vid),
απτεσθαε. ίφ-, καθάπτεσθαί τίνος. (έπι)ψαύειν τι-

νός. θιγγάνειν τινός. 3) omröra (r. i), κυκάν.
τορυνάν.: τ. om hrtannat, άιακυκάν.: τ. ihop,
κε-ραννύναι. μιγνύναι. συμμ,ιγνύναι. συγχείν.
dia-ταράττειν.: r. i ngt, (lig·), κινεϊν τι. 4) ngns
hjerta, sinne, κινεϊν. ίπι-, κατακλάν. τέγγειν.:
ngt rör mig, τρέπομαι πρός τι. έλεον έμποιεϊ
μοί τι. οικτείρω Ιάών 1. άκουσας τι. πάσχω τι πρός
τι.: r. till tårar, εις άάκρυα προάγειν 1.
κατα-οπάν. — rörande, έπικλών, ώσα, ών. έλεεινός,
3. θρηνώάης, 2. — rörd, περιπαθής, 2. jfr
Beveka. 5) träffa, angå, προσήκειν τινί. τείνειν
εις 1. πρός τι. μετέχειν τίνος, είναι πρός m. acc.
ο. περί m. gen. Se vidare Angå.

Röra, μϊγμα, σύμμιγμα. φύραμα, τό.
φορν-τός, ό. πλήθος είκρ συμπεφνρμένον, τό. όχλος, ό
(af mskr).

Rördrum, άστερίας Ιρωάιός, ό. όκνος 1.
ο-κνός, ό.

Rörelse, 1) eg., κίνησις, tf. κίνημα, τό.
φορά, ή : hastig, ofta upprepad r., κιγκλισμός, ό.:
τ. kring ngt, περιφορά, tf.: sätta i r., se Röra

1): sätta sig i r., ορμάν, -σθαι.: utan r., se
Röra 1). = kroppsrörelse, se d.: bevaka
fiendens r:r, τηρεϊν τά άπό τών πολεμίων. 2)
oro, uppståndelse, κίνησις, tf. θόρυβος, ό.
τα-ραΧ*ί ι Ά- στάσις, tf.: sätta i r., εις στάσιν
ίμ-βάλλειν. ταράττειν. 3) yrke, έργασία, tf. έργον,
τό. πραγματεία, tf. 4) sinnets, hjertats, πάθος,
τό. έλεος, ό ο. τό ίλεεινόν (medlidande).: erfara
r., πάσχειν τι πρός τι. περιπαθώς όιατίθεσθαι.
jfr Röra 4).: i häftig r., Εμπαθής, περιπαθής, 2.

Rörelsekapital, τό άργύριον, ω 1. όϊ’ ου
τις χρηματίζεται 1. έργασίαν ποιείται, άφορμή, tf.

Rörformig, 1) σωληνώάης, 2. αύλώόης, 2.

2) καλαμώόης, 2. άονακώάης, 2.

Rörig, όύσπεπτος, 2.

Rörknippa, φάκελος καλάμων 1. άονάκων,

Rörkäpp, se Rör 3).

Rörlig, 1) s. kan röras, κινητός, 3. 2) s.
lätt röres 1. rör sig, εύκίνητος, 2. κινητικός, 3.
υγρός, 3. Ελαφρός, 3. 3) rask, driftig, Ενεργής,
-ός, 2. Εργατικός, 3. άραστήριος, 3.

Rörlighet, ύγρότης, Ελαφρό της, tf (vighet,
snabbhet). Ενέργεια, tf (driftighet). F. öfr. gm adj.

Rörpipa, άόναξ, ακος, ό. καλάμινος αυλός, o.
καλαμίνη σύριγξ, ιγγος, tf.

R ö r s 1 e f, τάρακτρον, τό. τορύνη, tf. κύκηθρον,
τό. Ετνήρυσις, tf.

Rör stol, καλαμίνη έάρα, tf.

Rör tak, καλάμινον στέγασμα, τό.

Rö se, se Stenröse.

Röst, 1) eg., φωνή, ή. φθόγγος, ό (i allmht
läte, ljud af alla lefvande varelser).: höja sin r.,
φθέγγεσθαι. άφιέναι, ρήξαι, ιέναι φωνήν.: höja
r:n, όξύνειν τήν φωνήν. όξυτέρα τγι φωνρ
χρήσθαι.: sänka r:n, ύφιέναι τήν φωνήν.: stark,
hög r., ισχυρά 1. μεγάλη φωνή.: m. hög r.
uttala ngt, όιατείνειν τι.: ha stark r., μεγάλη τjj
φωντ\ χρήσθαι : s. har sdn, μεγαλόφωνος, 2.:
svag r., λεπτή 1. όλίγη φωνή.: m. svag r.,
i-σχνόφωνος, λεπτόφωνος, 2.: djup r., βαρεία
φωνή, tf. βαρυφωνία, tf., ha sdn, βαρυφωνεϊν. βαρύ
φθέγγεσθαι φύσει.: s. har den, βαρύφωνος, 2.:
vacker r., εύφωνία, tf.: ha sdn, εύφωνον είναι.
2) mening, votum, ψήφος, tf (eg. gm röststen
afgifven). γνώμη, tf o. κρίσις, tf (i ord).: afgifva
sin r., se Rösta.: alla r.r utfalla f. ngn, αϊ ψή-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0372.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free