- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
370

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sak ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

370

Sak — Sakta.

handling, tal, beslut o. d., uppgift, πράγμα, τό.
έργον, τό. λόγος, ό. ύπόθεσις, ή (ämne).: gå,
komma till s:en, iiναι Επι τό πράγμα.
Επιχει-ρεϊν τω πράγματι, άπτεσθ-αι του έργου.
Επανέρχεσαι Επι τήν ύπό&εσιν.: nåh, till s:en då!,
αλλ’ ϊωμεν Επι τό πράγμα 1. τό έργον (i
handling 1. förrättning), άλλ’ ώρα ήδη δειλ&εϊν περι
ών ό λόγος (i tal 1. skrift).: s:en är tydlig o.
klar, άπλονς ö λόγος.: det hör ej till s:en, ουδέν
πρός έργον 1. λόγον 1. επος. ταύτα πάρεργα : det
är en annan (ej hithörande) s., «λλος 1. ετερος
λόγος ούτος.: det är en svår s. att ..., (μέγα)
έργον Εστί m. inf.: det är en s. af vigt, πράγμά
Εστι.: det är en ringa s., ουδέν πράγμα.: det är
ingen svår s. att..., ουδέν έργον m. inf. 4)
tilldragelse, förhållande, ställning, πράγμα, τό.
πρα-χθέν, έντος, τό (en förrättad s.). γιγνόμενον,
γενόμενον, γεγενημένον, τό. συμβάν, άντος, τό.:
berätta hela s:en, λέγειν άπαν τό πράγμα 1.
πάντα τά πραχ&έντα. διεξελ&εϊν πάν τό συμβάν..
låta s:en ha sin gång, Εάν 1. ου κωλύειν τό
πράγμα, π εριοράν τι γιγνό μενον.: huru är det m.
tjufsien, πώς εχει 1. γέγονε τά περι τήν
κλο-πήν.: likaså t. ex., giftermålssren, τά περι τούς
γάαους.: krigssaken, τά περι τον πόλεμον ο. d.:
s:ens nuvarande beskaffenhet, τά παρόντα.: nu
vet du hela s:en , εχεις τά πάντα, πάντ* άκήκοας
λόγον.: s:en sjelf skall ådagalägga det, αυτό τό
πράγμα δείξει. 5) angelägenhet, omständighet,
πράγμα, τό. έργον, τό. ofta gm neutr. adj., gin
artikel m. gen. 1. m. περί o. acc.: andras s:er,
αλλότρια, τά. τά τών άλλων.: blanda sig i andras
s:er, άλλοτρίων άπτεσ&αι 1. μεταλαμβάνεσ&αι. äfv.
πολυπραγμονεϊν.: befatta sig m. onödiga s:er,
πε-ριεργάζεσθ·αι.: sina egna s:er, τά εαυτού.: våra
s:er äro i godt skick, τά περι ήμάς 1. τά
ήμέ-τερα καλώς εχει. τό καθ-’ ήμάς σώόν Εστίν 1.
καλώς εχει.: s:en aflöper väl, τό πράγμα καλώς
αποβαίνει.: min s. står väl, Ev άσφαλεϊ εϊμι.
ασφαλώς εχω. καλώς πέπρακται περι Εμέ.: vara
viss på sin s., πεποι&έναι. άκριβώς Επίστασ&αί
τι.: göra gemensam s. m. ngn, a) i krig,
στή-ναι μετά τίνος, σύμμαχον καταστήναί τίνος 1. τινί.

b) i allmht, κοινωνειν τών τίνος πραγμάτων,
κοινρ τινι πράττειν τι.: det är ngns s., έργον
Εστί τίνος, εστι τινός 1. πρός τίνος.: det är min,
din o. s. v. s., Εμόν, σον o. s v. έργον (Εστί).:
det är icke min s., a) = tillkommer mig icke,
ούκ Εμόν τούτο τό έργον, ουδέν προσήκει μοι
τούτων, ού πρός Εμέ (Εστί) ταύτα b) = jag är ej
i stånd dertill, ουκ Ev 1. Επ’ Εμοί 1. ov πρός Εμού
τούτο 1. πράττειν τούτο, ούχ οίός γ’ ειμί m. inf.

c) = jag tycker ej om det, ού φιλώ. ουκ αγαπώ,
ούκ Ε&έλω. 6) s. inför rätta, δίκη, ή. αιτία, ή
(klagomål), άγών, ώνος, ό. λήξις δίκης, ή.
κατηγορία, ή (anklagelse).: hafva s. m. ngn,
διαδι-κάζεσ&αί τινι. διώκειν τινά (om kär.mde).
φεύ-γειν τινός (t. ex. ξενίας, δειλίας) υπό τίνος (om
svarande).: göra s. af ngt, έγκλημα ποιεϊν τι.
Εγκλήματα εχειν τινός. Εγκαλεϊν τι (τινί).
ήγεϊ-σ&αΐ τι είναι κατηγορίας άξιον.: söka s. m. ngn,
λυπείν τινα κατηγορούντα 1 Εν δίκαις.
συκοφαν-τεϊν τινα. ζητείν τινα συκοφαντείν. αϊτίαν
Επιφέ-ρειν τινί τίνος.: hafva en s. vid domstol, εϊς
ά-γώνα 1. Εν άγώνι καθίστασ&αι. άγωνίζεσ&αι
άγών α 1. υπέρ τίνος, δίκην εχειν πρός τινα.
κρί-νειν τινά (om anklagare), κρίνεσβαι (om anklagad).:

göra en s. anhängig vid domstol, άπο-,
εϊσφέ-ρειν δίκην 1. γραφή ν τινί (mot ngn) τίνος (f.
ngt), λήξιν ποιεϊσθαι.: vinna en s., νικάν (δίκην).:
afdöma en s., αγώνα δικάζειν. ψηφίζεσ&αι.:
afgöra en s., κρίνειν (άγώνα).: tappa en s.,
ήττά-σ&αι δίκην. ζημίας βλάβην όφείλειν. δίκης
νικά-σθαι.: ge sin s. förlorad, Ερήμην δφλείν. ονχ
ύ-πακούειν εις τό δικαστήριον. άπό τίνος
κρινόμε-νον φεύγοντα οϊχεσ&αι.: bilägga en s., διαιτάν
τι (ss. skiljedomare).: se f. öfr. Bilägga 2).

Saker, υπόδικος, 2 (τινός), ένοχος, 2 (τινί).:
vara s. till ngt, αιτία τινί Ενέχεσ&αι.

S a k fa 11, ungef. δήμευσις τών χρημάτων, ή.

S a k f ä 11 a, καταγιγνώσκειν, καταδικάζεν τινός,
äfv. τινός άδικεϊν (i uttr. εαυτού καταγιγν 1.
κα-ταδικ. άδικεϊν). καταδιαιτάν wi>o£(ss. skiljedomare).
κατακρίνειν τινός (om domare), καταψηφίζεσβ-αι,
καταχειροτονεϊν τίνος (om folkförsamling). —
sakfälld, κατάδικος, 2. κατακεκριμένος, 3.
κατά-κριτος, 2.

Sak fällan de, καταδίκη, ή. κατάκρισις, ή.
κα-τάγνωσις, ή. καταιρήφισις, ή. καταχρηφισμός, ό.
καταχειροτονία, ή (af folkförsaml ).

Sakförare, se Advokat, äfv. δικανικός, o
(= processkunnig).

Sakförhållande, έργον, τό. πράγμα, τό.:
bevisa ngt m. stöd af sjelfva s:na, Εξ αυτών
τών έργων άποδεικνύναι τι. Jfr Faktum.

Salcföring, συνηγορία , ή. συνδικία, ή.

Sak förklaring, Εξήγησις ή τών πραγμάτων

1. περί τά πράγματα (ss. handling). Εξήγημα, τό
(ss. sak).

Sakkunnig, εμπειρος (2) τών πραγμάτων.
Εμπείρως εχων, ουσα. Επιστάμένος, 3. εϊδώς, υϊα.

Sakkunskap, -kännedom, Εμπειρία τών
πραγμάτων, ή.

Saklös, άναίτιος, 2 (τινός), άνέγκλητος, 2.
άναμάρτητος, 2. ά&ωος, 2. — Adv., ά&ώως.
αζημίως. άτιμωρήτως.

Saklöshet, το άναίτιον ο. s. ν. (se Föreg.).
άναμαρτησία, ή.

Sakna, 1) vara utan, ού πάρεστί τινί τι. ού
τυγχάνει τινί τι παρόν. 2) vara i förlägenhet
om 1. för, άπορεϊν τίνος, ούκ εύπορεϊν τίνος.
Εν-δεώς εχειν τινός (behöfva). 3) finna sig
beröfvad, åstunda, δεϊσ&αί τίνος (behöfva, bedja),
πο-&εϊν τι (längta efter). Επιζητεϊν τι (τ e q u i r e r e). Ev
Ερήμω εϊναί τίνος (person), ερημον εϊναί τίνος (t.
ex. φ·ίλων).

Saknad, 1) brist, afsaknad, ενδεια, ή.
άπορία, ή.: i s. af förstånd, άνους, 2.: i s. af
utvägar, αμήχανος (2), άπορος (2) ών. jfr under
Förlägenhet. 2) mistning, känsla deraf.
Ερημιά, ή. πόθος, o.: ingifva s., πό&ον Εμποιείν.:
känna s., πόθος Ενγίγνεταί τινί τίνος.

Sak ord, ύπαρκτικόν ρήμα, τό.

Sakrament, τελετή, ή (Κ. F.). μυστήριον, τό
(Ν. Τ.).: altarets s., τελετή άπόρρητος (Κ. F.).

Sakregister, πίναξ τών πραγμάτων, ό.

Sakrik, se Innehållsrik.

Sakristan, se Klockare.

Sakristia, Ιερατεϊον, τό (K. F.).

Sakta, adj. 1) iågljudd, ήσυχος, 2. ήσύχιος,

2. Ελαφρός, 3. ήρεμαίος, 3. μικρός, 3. βαιός, 3.
ύφειμένος, 3 (t. ex. φ>ωνή). 2) ej häftig, lindrig,
λείος, 3. μαλακός, 3. ούκ ισχυρός, 3. 3)
långsam, ήρεμαϊος, 3. σχολαϊος, 3. — Adv. 1)

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0374.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free