- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
371

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sakta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Sakta — Samfällighet.

371

συχα. ήρεμα, ήσνχτ}. άτρέμα. σιγϊ}: tala s , ήρεμα
λέγειν, λεπτό ν φθέγγεσθαι. ήσυχαιτέρα τβ φωνρ
χρήσθαί. 2) πράως. μαλακώς. ήρέμα. 3) σχολβ.
ηρέμα. βάδην. : gå s., σχολρ 1. βάδην πορεύεσθαι.
μαλακώς 1. ήρέμα βαδίζειν.

Sakta, verb., 1) göra saktare, κατέχει v.
ήρε-μίζειν. κρατείν. κολάζειν. 2) stilla, lindra,
συστέλλειν. καιαστέλλειν. ιλάσκεσ θ αι. μειουν. κατ
αϊιραύνειν. μετριάζειν. — s. sig, μετριάζειν.
έν-διδόναι. άνιέναι : s sig i ngt, μετριάζειν περί 1.
πρός τι. μετρίως χρήσθαί τινι. φείδεσθαί τίνος,
έγκρατή είναι τίνος, έγκρατώς εχειν πρός τι.

Saktmod, πραότης, ήπιότης, ή. ήσυχία, ή.
φιλανθρωπία, ή. ευκολία, ή. εύοργησία, ή.

Saktmodig, I) i sig sf, ήμερος, 2.
εύόργη-τος, 2. εύκολος, 2. 2) i beteende mot mskr,
φιλάνθρωπος, 2. πραύς, εϊα, υ. ήπιος, 3.
προς-ηνής, 2. — Adv., πράως. πραόνως. ήμέρως. λείως
και προσηνώς. φιλανθρώπως. ευοργήτως.

Saktmodighet, se Saktmod.

Sakägare, δικαζόμένος, ό.

Saköre, τιμή, ή. τίμημα, τό. έπιτίμιον, τό.
ζημία, ή. δίκη, ή. τά έπιγεγραμμένα.

Säl, (μέγας) οίκος, ό. άνώγεων, ω, τό (Sedn.).

Salad, 1) ss. ört, θρϊδαξ, ακος, ή, θριδακίνη,
ή (lactuca). σέρις, εως ο. ιδος, ή (end.vie).
σελί-νον ρίζαι, αι (persiljerot). 2) ss. rätt, τρώξιμα
δ-ξει δεδενμένα, τά (i allmht). specielt: θρίδακες,
σέριδες, σελίνον ρίζαι δξει δεδευμέναι.

Salamander, οαλαμάνδρα, ή.

Saidera, διαλύειν χρέα. διαλογίζεσθαι πρός
τινα.

Sal de ring, διαλογισμός, ό.

S a 1 d ο, ύπόλειμμα τό έκ διαλογισμού,
λοιπά-δες, αι 1. d.

Salig, 1) eg., μακάριος, 3 (äfv. i biblisk
mening). μάκαρ, oc, ή (poet.; oi μάκαρες, de salige,
= gudarne), μακαρίτης, ον, ό o. μακαρϊτις, ιδος,
ή.: prisa ngn s., μακαρίζειν τινά (Ν. Τ). 2)
afliden, μακαρίτης, ον, ο. μακαρϊτις, ιδος, ή.

Saliggöra, σώζειν (Ν. Τ.).

Saliggörare, σωτήρ, ήρος, ό (Ν. Τ·).

Salighet, μακαρία, ή. μακαριότης, ή.

Saliv, πτύαλον, τό. σίαλον, τό.

Salivation, πτυαλισμός, δ.

Sal i ν era, π λναλίζειν.

Salong, έξέδρα, ή (se Lei.) 1. d.

Salpeter, νίτρον, τό.

Salpeteraktig, νιτρώδης, 2.

Säl ρ et er gr ο ρ, νιτρία, ή.

Salpeterhaltig, νιτρίτης, ον, ό. νιτρϊιις,
ιδος, ή.

Salpeterjord, νιτριτις, ιδος, ή.

Salpetersjudare, νιτροποιός, ό.

Salt, 1) eg., άλς, αλός, ό (råämnet), άλες, οι
(beredt).: fodra m. s., άλίζειν. 2) pikant skämt,
άλες, oi.

Salt, adj., 1) s smakar af salt, άλμνρός, 3.
άλνκός, 3.: s. vatten, άλμη, ή. άλμυρίς, ίδος, ή.
vara s., άλμυρίζειν. 2) saltad, ταριχευτός,
«λ*-στός, τεμαχιστός, 3. άλίπαοτος, 2.

Salta, άλίζειν. ταριχεύειν (s. in), άλμενειν
(lägga i saltlake). — saltad, se Salt, adj.

Saltaktig, -artad, άλμώδης, άλμυρώδης,
άλνκώδης, 2.

Saltande, ταρίχενσις, εως, ή. ταριχεία, ή.

Saltbin ge, άλες άποκείμενοι, οι.

Saltfjerding, (ss. förvaringskärl), άλοθήκη,ή.

Saltfång, άλνκίδες, ων, αι άλοπήγια, τά.

Saltförråd, άλες άποκείμενοι, οι.

Saltförsäljning, άλατοπωΐία, ή (ss.
handling ο. ss. rättighet).

Saltgrufva, ungef. άλοπήγια, τά. άλός
μέ-ταλλον, τό.

Saltgurka, σικνός άλμ^ τεταριχενμένος, ό.

Salthaltig, se Salt, adj. 1).

Salt handel, άλών έμπορία, ή.

Salthandlare, άλοπώλης, ον, δ.

Saltjord, άλμυρίς, ίδος, ή.

Saltkaka, έπίπαστον, τό.

Saltkar, άλιά, ή. άλοθήκη, ή.

Saltkorn, άλινος 1. άλός χόνδρος, δ. ψήγμα
άλός, τό. plur., άλες, οι.

Saltkälla, άλνκίς, ίδος, ή.

Saltlake, άλμη, ή. άλμαία, ή. άλμαία, τά.
äfv. άλς, άλός, ό.

Saltmagasin, άλών αποθήκη, ή.

Saltning, ταρίχενσις, ταριχεία, ή.

Saltsjudare, άλοπηγός (άνήρ), δ.

Saltsjuderi, άλοπήγια, τά.

Saltsjö, άλμνρά λίμνη, ή. άλς, άλός, ή (haf
vet).

Saltsjöbad, se Hafsbad.

Saltsjöfisk, se Hafsfisk.

Salt sjövatten, άλμη, ή. άλμνρόν νδωρ, τό.
άλμνρίς, ίδος, ή.

Saltskatt, φόρος ό άπό τών άλών.

Saltsmak, άλμνρόν, τό. άλμνρότης, ή.

Sal t stod, στήλη αλός. ή (Bibi.).

Salttillverkning, άλών έργασία, ή 1. d.

S a 111 u 11, τέλος τό άπό τών άλών.

Salttunna, πίθος άλός, ό.

Saltverk, άλες, oi. Se f. öfr. Saltgrufva.

Salu, till s., ώνιος, 2. πράοιμος , 2. ώνητός,
3.: varor till s., άγοράσματα, τά. ώνια, τά.: hålla
till s., διατίθεσθαι. άπεμπολάν.

Salubod, se Handelsbod.

Salva, 1) fett att ingnida sig m., χρίσμα, τό.
άλοιφή, ή. άλειμμα, τό. 2) välluktande, μνρον,
τό. μύρωμα, τό.: m. s. öfvergjuten, μνρόρραντος,
2.: doftande af s., μνρόπνονς, 2. 3) medicinsk,
χριστό ν φάρμακον, τό. κατάπλασμα, τό.: bestryka
m. s., καταπλάττειν.

Sal via, σφάκος, ό. έλε λίσφακος, δ.
έλελίσφα-κον, τό.

Salvievin, έλελισφακίτης οίνος, ό.

Samarfva, τής κληρονομιάς κοινωνός, δ, ή 1.
μετέχων, ουσα.

Samband, σύνδεσμος, ο. σύναψις, εως, ή.
συναφή, συνάφεια, ή. συμπλοκή, ή συνέχεια, ή.:
stå i s. m., se under Förbindelse 1).

Sambroder, se Helbroder.

Samdrägt, se Endrägt.

Samdrägtig, se Enig.

Samfund, σύστασις, ή. κοινωνία, ή. κοινόν,
τό (samhälle), oi συνόντες, οι σνγγενόμενοι
(sällskap af personer, s. verka f. ett visst ändamål).
κοινωνία ή πολιτική, πόλις, εως, ή.

Samfundsanda, τό κοινωνικόν. τό
πολιτι-κόν (τής γνώμης).

Samfundsdygd, άρετή ή πολιτική 1.
κοινωνική.

Samfällighet, μετονσία, ή. κοινωνία, ή.
κοι-νότης ή περί τίνος.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0375.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free