- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
372

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Samfält ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

372

Sam fä lt — Sammandrifva.

Samfält, 1) adj., κοινός, 3. 2) adv.,
κοινώς. κοινή, δημοσίαs. rådslå, xoivjj βουλεύεσθαι.
κοινοβουλεϊν. κοινολογεϊσθαι.

Samfärdsel, κοινωνία, ή. ομιλία, ή.

Samhälle, τό κοινόν. τά τής πόλεως, πόλις,
ή. äfv. δήμος, ό.

Samhällelig, ο, ή, τό τής πόλεως, πολιτικός,
3. äfv. δημόσιος, 3.

Samhällig, όμόφρων, 2. όμογνώμων, 2.
ό-μόνους, 2. ομόθυμος, 2 (Sedn.) : vara s.,
όμο-νοεϊν. όμογνωμονεϊν. όμοθυμεϊν. τήν αυτήν
γνώμην εχειν περί τίνος. — Adv., μια γνώμy.
ομοθυμαδόν. Εκ μιας γνώμης.

Samhäll ighe t, ομόνοια, ή. όμοφροσύνη, ή.
όμογνο)μοσύνη, ή (Sedn.).

Samhällighetsdrift, ορμή ή Επί τήν όμι·
λίαν (τήν πολιτικήν).

Samhällsdygd, se Samfundsdygd.

Samhällsförstörande, τξ πόλει βλαβερός,
3. νεωτεροποιός, 2.

Samhällsklass, οι Εν πόλει.: tillhöra en hög
s., τών Ev πόλει Εντίμων 1. πρωτευόντων εϊναι :
höra till jordbrukarnes s., εις γεωμόρους τελεϊν.
till presternas s., εις κληρικούς, ο. s. ν.

Samhällslag, νόμος πολιτικός, ό.

Samhällslif, βίος ό Εν πόλει 1. πολιτικός.:
lefva i s., πολιτεύεσθαι.

Samhällslära, πολιτική Επιστήμη, ή.

Samhällsmedlem, πολίτης, ου, ό. ό
πολιτευόμενος.

Samhällsordning, νόμοι οι τής πόλεως, τό
Εν ε’θει τρ πόλει όν.: god s., ευταξία ή Εν πόλει.

Samhällspligt, ευσέβεια ή περί τήν πόλιν.
δ τι προσήκει 1. καθήκει τινί πολίτη όντι. äfv.
m. gen. poss., t ex. d. är en s., του πολίτου 1.
τών Ev πόλει Εστί.

Samhällsskick, πολιτεία, ή. κατάατασις τής
πόλεως, ή.: godt s., ευκοσμία, η. ευνομία, ή.:
dåligt s., δυσνομία, ή.: s:et är godt, dåligt, ή
πόλις καλώς, κακώς διοικείται.

Samhälls stridig, τρ πόλει 1. τοις νόμοις
τοϊς τής πόλεως εναντίον μένος, 3.

Samhällstillstånd, κατάστασις τής πόλεως, ή.

Sam k a, σνλλέγειν. (συν)αγείρειν. συν-,
κατα-νεϊν.

Samklang, αρμονία, συμφωνία, ομοφωνία,
ή.: vara i s., συμφωνεϊν. συνάδειν.

Samla, (σνν)αθροίζειν. (σνν)αγείρειν.
σνλλέγειν, -σθαι. σννάγειν. συγκομίζειν. σνμφορεϊν
(hopa), θησαυρίζειν (i förråd), ομού ποιεϊν.
σννά-γειν (föra ihop, t. ex. Εκκλησίαν, στρατιώτας).
συγκαλεϊν (kalla ihop).: s. bidrag, (συν)ερανίζειν.:
s. frukt, καριτίζειν 1. vanl. καρπούσθαι (af jorden,
γήν). δρέπεσθαι καρπών.: s. skuld, λαμβάνειν
χρέος, ύπόχρεων εϊναι δανείσματος.: s. sina
tankar, λογισμώ χρήσθαί. συντεινόμενον σκοπεϊν.
Επιστήναι τήν διάνοιαν.: s. sig, συνιέναι.
συνελ-θ-εϊν. ομού γίγνεσθαι.: s:s, σνλλέγεοθαι.
(σνν)-αθροίζεσθαι.

Samlag, se under Β eb 1 an d c 1 s e.

Samlande, άθροισμός, ό. σνλλογή, ή.
θησαυρισμός, ό.

Samlare, συλλογεύς, ό. συναγωγεύς, ό. ό
ά-θροίζων m. fl. part. se Samla.

Samling, συλλογή, ή. σύλλογος, ό. άθροισμα,
τό. συμφόρημα, τό. Ερανισμός, ό (af bidrag).: en
stor s. af folk, πολλοί άνθρωποι.

Samlingsplats, - ställe, χωρίον εις o
συνέρχονται 1. τον σύλλογον ποιούνται.

Sam ljud, φθόγγος σύμφωνος, ό. συμφωνία,
ή. Jfr Samklang,

S a m 1 j u d a, συμφωνεϊν,

Sammaledes, -lunda, τον αυτόν τρόπον,
ωσαύτως, ωσαύτως όντως, κατά ταντά. ταύτόν
τοντο ώσαύτως. κατά ταύτόν.

Samman, όμον.: mest ss. smnsttngspartikel,
t. ex. όμοθνμεϊν, sammanstämma, όμόβιος,
sammanlefvande, o. d. äfv. m. σύν, t. ex.
συν-θυμεϊν, σύμβιος, ο. d.

Samman af la, συγγεννάν.

Sammanbinda, συνδεϊν. συνδεσμεύειν.
συν-αρμόζειν 1. - μόττειν (t. ex. τά λεγόμενα, orden).
σνλλαμβάνειν.

Sammanbindning, σύνδεσις, εως, ή.
ούν-δεσμος, ο (band).: ords ο. meningars s.,
σύντα-ξις, εως, ή.

Sammanbita, κατατρίβειν τοϊς όδούσι (m.
bitning sammantrycka): s. tänderna, βρύχειν τούς
οδόντας. : s. läpparna, δάκνειν χείλος 1. εάυτόν.

S a m m a η b j u d a, συγκαλεϊν.

Sammanblanda, σνμμιγννναι.
σνγκεραννύ-ναι. (σνμ)φύρειν.

Sammanblandande, σύμμιξις, ή. κράσις, ή.
φυρμός, ό.

Samman b lås a, 1) gm blåsning samla,
σαλ-πίγξαντα σνλλέγειν 1. συγκαλεϊν. τ*} σάλπιγγι
ση-μαίνειν τισί συλλέγεσθαι. 2) gm blåsning
hopsmälta, σνγχωνεύειν.

Sam manbringa, συσκευάζειν. συγκροτεϊν (i
hast), se f. öfr. Samla.

Sammanbunta, φακελονν.

Sammanbygga, σννοικοδομεϊν.

Samma η böj a, σνγκάμπ ι ειν (böja ihop), εις
ταντό κάμπτειν (t. ex. δύο δένδρα).

Sammandrabba, σννέρχεσθαι (εις μάχην)
τινί. συνιέναι. όμόσε ιέναι, έρχεσθαι, χωρεϊν,
γίγνεσθαι (τινί). σννάπτειν μάχην. σνμβαλεϊν (εις
μάχην). σνμ-, προσμιγνύναι τιιί. συμπίπτειν τινί.
εις χεϊρας ερχεσθαι, (συν)ιέναι τινί. συνάπτειν
μάχην τινί.

Sammandrabbande, -bbning, συμβολή,
ή. äfv. μάχη, ή.

Sammandrag, Επιτομή, ή.: göra ett s. af
ngt, Επιτέμνεσθαί τι.: i s., Επιτόμως (Sedn.). äfv.
συντόμως.

Sammandraga, 1) gm smndragng göra
trängre, συνέλκειν. συσπάν. συσπειράν. συστρέφειν.
σννάγειν (t. ex. τάς όφρύς. äfv. συσπάν τάς ά.).
(συ)σφ·ίγγειν (snöra ihop). 2) samla, σνλλέγειν
(t. ex. στρατιάν). σννάγειν (t. ex. δνναμιν).
άγει-ρειν. άθροίζειν (εις ταντό, på ett ställe). 3) verka
astriktion, (άπο-, Επι)στύφειν. στρυφνούν.: egnad
att s., στυπτικός, 3. στρυφνός, 3. 4) göra kort,
συστέλλειν. συναιρεί ν (t. ex. ρήμα, ett ord): ej
s:dragen, άσυναίρετος, 2. δ) sammanfatta,
Επι-τέμνειν.

Sammandragning. 1) συναγωγή, ή. σννολκή,
ή. äfv. gm vv. 2) συλλογή, ή. συναγωγή, ή.
άγερ-αις, ή (mera sälls.). 3) στύψις, ή. 4) συστολή,
ή.: s. af vokaler, συναίρεσις, κράσις, συναλοιφή,
ή (om olikheterna i bet. se Lex.).: utan s.,
άσύ-στολος, 2. 5) Επιτομή, ή.

Sammandrifva, συν άγειν. συνελαύνειν.
συν-ειλεϊν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0376.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free