- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
376

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Samvetsenlig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

376 S amvetsenlig ·

ώς τι ποιήσαντα, öfver ngt), ταράττεσθαι (τήν
ψυχήν) in. part. Εγκαλεϊν έαυτώ αϊσχρόν τι.

Samvetsenlig, όσιος, 3.

Samvetsfrid, ειρήνη, ή (τής ψυχής).

Samvetsfrihet, τό τής γνώμης Ελεύθερον.

Samvetsfråga, göra ngn en s.,
πυνθάνε-σθαι τίνος πάσαν τήν άλήθειαν. προς θεών
Ερωτάν τινά τι 1. d.

Samvetsgrann, όσιος, 3. δίκαιος, 3. ofta
όσιος και δίκαιος, ευσεβής 2 (from), ένορκος, 2
(edtrogen). — Adv., εύσεβώς. όσίως. δικαίως.: s.
hålla sin ed, εύορκήσαι.

Samvetsgrannhet, όσιότης, ή. το οοιον.
ευσέβεια, ή. τό ενορκον.: handla m. s., ενσεβεία
χρήσθαί. εΰσεβεϊν (περί τι, i ngt), τά δίκαια
ποιεϊν 1. πράττειν.

Samvetslugn, se Samvetsfrid.

Samvetslös, ανόσιος, 2. άσεβής, 2.
ραδιουρ-γός, 2 (lättsinnig).: vara s., άσεβεϊν.
ραδιονρ-γείν.

Samvetslöshet, άνοσιότης, ή. ασέβεια, ή.
ραδιουργία, ή.

Samvetspligt, τό ευσεβές, τό όσιον.

Samvetsqval, se Samvetsagg.

Samvetsro, se Samvetsfrid.

Samvetssak, τό Ενθύμιον.: göra ngt till s.,
Ενθύμιον ποιεϊσθαί τι.

Samvetsskrupel, φροντίς ή περί ών τις
εϊργάσατο.

Samvetstvång, τό άνελεύ&ερον τής γνώμης,
τό μή Εξεϊναι όπφ άν τις βούληται γιγνώσκειν
περί τών θείων.

Sand, ψάμμος, άμμος, ή.: af s.,
ψαμμί-της, ου, ό. -ϊτις, ιδος, ή. ψάμμινος. 3. äfv.
άμ-μινος, 3.

Sanda, ψάμμω διαπάττειν.

Sandaktig, ψαμμοειδής, 2.

Sandal, σάνδαλον, τό πέδιλον, τό. υπόδημα,
τό. : påtaga s:er, ύποδεϊσθαι τά σάνδαλα 1.
υποδήματα.

Sandbacke, ψαμμώδης λόφος, ό.

Sandbank, στήθος, τό. έρμα, τό. ταινία, ή.
θίς, νός, ό, ή. σύρτις, εως, ή (eg. Libyska
kustens).

Sandberg, ψαμμώδες όρος, τό.

Sandbotten, ψάμμινον 1. ψαμμώδες
έδαφος, τό.

Sandel, ξ όλον σαντάλινον, τό.

Sandelträd, σάνταλον, τό.: af s., σαντάλι·
νος, 3.

Sandgrop, ψαμαθών, ώνος, ο (Lex.).

Sandgrund, πνθμήν ψαμμώδης, ό.

Sandhed, χώρα άννδρος και ψαμμώδης, ή.
έρημος θίς, ό, ή.

Sandhög, ψάμμου σώρενμα, τό. ψάμμον
σωρός, ό. θϊνες, οι, al (ish. i 1. vid hafvet).

Sandig, αμμώδης, 2. ψάμμινος, 3.
ψαμμί-της, ον, ό, -ϊτις, ιδος, ή : mycket s., δίαμμος, 2.

Sandjord, ψαμμώδης γή, ή.

Sandkorn, ψαμμίον, τό. ψάμμου χόνδρος, ό
1. ψήγμα, τό.

Sandkrypare, ψαμμοδντης, ου, ό.

Sandlöpare, κίγκλος, ό.

Sandmark, ψαμμώδης γή 1. άρονρα, ή.

San dr ak, σ ανδαράκη 1. σανδαράχη, ή.

Sandrefvel, θίς, νός, ό, ή. σύρτις, ή. jfr
Sandbank.

-Sansa.

Sandrik, πολΰψαμμος, 2.

Sandsten, ψάμμινος λίθος, ό. άμμίτης, ον,
ό, -ϊτις, ιδος, ή.

Sandås, άκρώρεια ψαμμώδης, ή.

Sänk, adj., τελματώδης, 2. έλώδης, 2.
πηλώ-δης, 2. ϊλυώδης, 2.

Sänk, borra (skjuta) ett skepp i s.,
καταδύ-ειν 1. διαφθείρειν 1. καταποντίζειν ναύν.

San k het, τελματώδης etc. (se Sank, adj.),
τοποθεσία, ή.

Sanktion, -nera, se Stadfästelse,
-fästa.

Sann, 1) m. rätta förhållandet, verkligheten
öfverensstämmande, αληθής, 2. άληθινός, 3
(verklig). άψενδής, 2 (oförfalskad), πιστός, 3
(trovärdig). σαφής, 2 (påtaglig).: talas:t, αληθή 1. ορθώς
λέγειν, άληθενειν. 2) af rätta slaget, verklig,
άλη-θής, 2. άληθινός, 3. άψενδής, 2. ορθός, 3.
δίκαιος, 3 (vederbörlig), γνήσιος, 3 (äkta), ofta
äfv. gm ώς άληθώς, t. ex. ό ώ$· άληθώς
φιλόσοφος. : så s:t jag lefver, ον τω ζώην.: är det s:t (m.
ironi 1. förundran) αληθές.

Sanna, πιστούν. Εμπεδούν. (κατα)βεβαιούν.
E-πιδεικνύναι.

Sannerligen, ή μήν. ή που. δήτα. νή τον
Jia. ναι μά τον Jia.: s. icke, μά Αία (m. följ.
negation).

Sannfärdig, αληθής, 2. πιστός, 3. άψενδής,
2. άληθινός, 3. άληθευτικός, 3. (όρθιος και)
αύ-θέκαστος, 2. — Adv., άληθώς. μετ’ άληθείας.

Sannfärdighet, αλήθεια, ή. πιστό της, ή. τό
άληθές.

Sanning, άλήθεια, η. άληθές, ούς, τό.
σαφές, ούς, τό : söka, utforska s:n, ζητεϊν 1.
διώ-κειν, ενρίσκειν τήν άλήθειαν.: säga s:n, τάληθή
λέγειν, άλη^εύειν λέγειν 1. εϊπεϊν τήν άλήθειαν.
τ†ι αλήθεια χρήσθαί. άψενδεϊν. τά όντα λέγειν.: i
s., tf άληθεία. τω όντι. προς άλήθειαν. κατ’
άλήθειαν. Επ’ άληθείας. τό άληθές. άληθώς. ώ?
αληθώς.

Sanningsenlig, άληθής, 2. άληθινός, 3.
άψενδής, 2. πιστός, 3

Sanningsenlighet, άλήθεια, ή. πιστό τη ς, ή.
ο. gm adj.

Sanningskärlek, φ>ιλάληθες, ους, τό.
άψεύ-δεια, ή. τό άπλονν και πιστόν.

Sanningslös, άναλήθης, 2. ψενδής, 2.

Sanningsvän, φιλαλήθης, ονς, ό.

Sanningsälskande, φιλαλήθης, 2.
άψευ-δής, 2.

Sannolik, εϊκώς, υϊα, ός. δοκών, ούσα, ουν.
Επιεικής, 2. εύλογος, 2. πιθανός, 3.: det är s:t,
εικός γε. έοικε. κινδυνεύει. — Adv., εϊκότως. ώς
έοικε. Εκ τού εικότος.

Sannolikhet, εικός, ότος, τό. εύλογον, τό.
πιθανό της, ή.: efter all s., Εκ τών εύλογων. ώς
δή έοικεν. Εκ τών εικότων.

Sannskyldig, se Sann 2).

Sannspådd, άληθόμαντις, ό, ή (om person).
άληθώς προειρημένος, 3 (om ting).

Sans, τό έμφρον. σωφροσύνη, ή. σύνεσις, ή.
αϊσθησις, ή. φρένες, ών, αι.: förlora s.,
λειπο-θνμεϊν. εαυτού Εξίστασθαί.: återfå s., se Följ.:
behålla s., εαυτού κρατεϊν.

Sansa sig, εαυτόν άναλαμβάνειν. Ev εαυτω
πάλιν γίγνεσθαι, άναφέρειν, εαυτόν άνακτάσθαι
(έκ τίνος, efter ngt).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0380.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free