- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
385

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sjelfbedrägeri ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Sjelfbedrägeri— Sju.

385

τήν, αυτό.: mskn i o. f. sig s., αύτοάνθρωπος,
o. o κατά φύσιν άνθρωπος.: af sig s., s:t, άφ’
εαυτού. άπό 1. Ix ταύτομάτου. αυτομάτως (=
frivilligt). εχων, ουσα, όν. εκούσιος, 3. Εθελούσιος,
3. αύτοκέλενστος, 2 (sjelfmant), μηδενός
κελεύσαν-τος.: ske (komma) af sig s., αντόματον
γίγνεσθαι. αΰτοματίζειν (äfv. handla af sig s).: af sig
s. skeende, αύτόματος, 2.: hd s. sker af sig s.,
αυτοματισμός, o.: kunnig, undervisad af sig s.,
αυτοδίδακτος, 2. αύτομαθής, 2. αΰτότεχνος, 2.:
springande af sig s., αντόδρομος, 2.: rörd gm
sig s., αΰτοκίνητσς, 2.: som säljer s., αύτοπώλης,
ου, o.: s. förrätta arbete, αυτουργεϊν.: han är
mskovänligheten s., φιλανθρωπότατός Εστίν.

Sjelfbedrägeri, τό Εξαπατάν εαυτόν.

Sjelfbehag, -lighet, αύθάδεια,ή.
αυταρέσκεια, ή.

Sjelf behaglig, αυθάδης, 2. αυτάρεσκος, 2.

Sjelfbeherskning, Εγκράτεια, ή.
σωφροσύνη, ή.: ha s., εαυτού Εγκρατή είναι, σωφρονεϊν.
Εγκρατεύεσθαι (Sedn.).

Sjelfberöm, περιαυτολογία, ή.

Sjelfbestånd, αυτάρκεια, ή (enskildes),
αυτονομία, ή (staters).

Sjelfbevarelse, Επιμέλεια ή.τής ζωής 1. περί
τήν ζωήν.

Sjelfbevarelseinstinkt, Επιθυμία ή κατά
φύσιν ή τής ζωής 1. περί τήν ζωήν.

Sjelfbjuden, αυτόκλητος, 2.

Sjelfförakt, καταφρόνησις ή εαυτού.

Sielfförgätenhet, αμέλεια ή περί αυτόν.

Sj elfförnöjd , -het, se Sj elfbehaglig,
-behag.

Sjelfförnöj sam, αυτάρκης, 2.

Sj elf fö rn öj s amh et, αυτάρκεια, ή.

Sjelfförsakelse, ολιγωρία ή τών ιδίων
συμφερόντων.

Sjelfförsvar, άμυνα, ή. τό άλέξασθαι.

Sjelfförtroende, φρόνημα, τό (i god ο.
dålig bem.). αυχημα, τό (i tadlande bem.).: ha s.,
φρόνημα εχειν. πιστεύειν εαυτώ. πιστεύειν γνώμ$.

Sj elfförtrö stån, θάρσος, τό. τό εαυτώ
ϊ-σχυρίζεσθαι. äfv. φρόνημα, τό.: ha s., πιστεύειν
εαυτώ.

Sjelf gjord, αύτόσκευος, 2.

Sjelfgod, αντογνώμων, 2. Ιδιογνώμων, 2.
αυθάδης, 2.: vara s., αύτογνωμονείν.
ιδιογνώ-μονείν.

Sjelfherrskare, αυτοκράτωρ, ορος, δ.
αυλάρχης, ου, ό (Sedn.).: varas., αύτοκρατορεύειν.
αύταρχείν.: hörande till s., αυτοκρατορικός, 3.

Sjelfherrskarinna, αύτοκράτειρα, ή.

Sj elfherrskarm akt, αύτοκράτεια,
-κρατο-ρία, ή. αυθεντία, αύταρχία, ή (Sedn.).

Sjelfhämnd, τιμωρία ή ιδία.: taga s., ιδία
τιμωρίαν λαμβάνειν παρά τίνος, αυτόν
τιμωρεϊ-σθαί τινα.

Sjelfklok, -het, seSjelfbehaglig, -behag.

Sjelfkännnedom, τό γνώναι εαυτόν.: vinna
β., γνώναι εαυτόν.

Sjelfkänsla, φρόνημα, τό.

Sjelfkär, -lek, se Egenkär, -lek.

Sjelfljud, Sj elfl ju dan de bokstaf, φωνήειν
(γράμμα), τό.

Sjelflärd, αυτοδίδακτος, 2. αύτομαθής, 2.
αύτότεχνος, 2 (i ett yrke).

Sjelfmant, αύτοκέλευστος, 2. αυτεπάγγελτος,

2 (s:t tillbjudande sig). αύτός9 3. αύτός δι αυτού.
Jfr äfv. under Sjelf.

Sjelfmedvetande, τό εαυτώ συν εϊδέναι. äfv.
συνείδησις, ή.

Sjelfmord, αυτοχειρία, ή. αυθαίρετος
θάνατος, ό.: begå s., άποκτείνειν, διαχρήσασθαι
εαυτόν. άπολλύναι τήν ζωήν.

Sj elfmyndig, -het, se Egenmy η dig, -het.

Sjelfmördare, αύτόχειρ, ρος, ό. αύθέντης,
ου, ό. äfv. αύτοθάνατος, ό.

Sj elfpröfning, Εξέτασις εαυτού, ή.: anställa
β., Εξετάζειν εαυτόν.

Sj elfrådande, αυτεξούσιος, 2 (om enskild
pers.), αυτόνομος, 2 (om samhälle).

Sjelfrådig, -het, se Egenmyndig, -het,

Sj elfspillan, -spilling, se Sjelfmord,
-mördare.

Sj elf stridig, -het, se Inkonseqvent,
- seqvens.

Sj el ständig, 1) om lefvande väsen,
Ελεύθερος, 3, αυτεξούσιος, 2 (om enskilde), αυτόνομος,
2, αυτοτελής, 2 (om stater o. folk).: fullt s.,
αυτάρκης, 2 (äfv. i ekonomiskt häns.).: s. stat,
αύ-τόπολις, ή.: medlem af en s. stat, αύτοπολίτης, o.:
vara s.: om stater o. folk. Εφ’ εαυτού οϊκείν,
είναι, κεϊσθαι. αΰτονομεϊσθαι om enskilde, Εφ*
εαυτού 1. ιδία γνώμτ] πράττειν. Εφ* εαυτού είναι,
αύτογνωμονείν. 2) om ting, αύθύπαρκτ·ς, 2.
αύθυπόστατας, 2.

Sjelfständighet, Ελευθερία, ή (frihet),
αυτονομία, ή (en stats), αυτάρκεια, ή (äfv. i afs.
på utkomst). Εξουσία αύτοπραγίας, ή. ο. gm adj.

Sjelfsvåld, άκολασία, ή. νεανίευμα , τό
(ådagalagdt i handling).

Sjelfsvåldas, νεανιεύεσθαι. άκολασταίνειν.
μειρακιεύεσθαι.

Sjelfsvåldig, ακόλαστος, 2. νεανικός, 3.
λα-μυρός, 3·

Sjelftagen, αύτοπροαίρετος, 2.: m. s. rätt
göra ngt, παρά τό εικός 1. άνομούντα 1. νόμον
αύτόν αύτώ τιθέντα ποιεϊν τι.

Sjelftillit, so Sjelfförtröstan.

Sjelftillräcklig, αυτάρκης, 2.

Sj elftillräcklighet, αύτάρκεια, ή.

Sjelftillfredsställelse, αυτάρκεια, ή.
αύ-θάδεια, ή. ευκολία, ή.

S j e 1 f ν a 1 d, αυθαίρετος, 2. αύτοχειροτόνητος, 2.

Sjelfverksam, αυτουργός, 2.: vara s.,
αυτουργείν. αυτ οχειρίζειν.

Sjelfverksamhet, αυτοχειρία, ή.

Sjelfvilligt se Frivillig.

Sjelfvisk, φίλαυτος, 2. πράττων (ουσα)
μόνον τό ϊδιον συμφέρον.

Sjelfviskhet, φιλαυτία, ή. Επιθυμία ή τών
Ιδίων μόνον συμφερόντων.

Sjette, έκτος, 3 : f. s. gången, τό έκτον, ι
på s. dagen, εκταιος, 3.: en s. del,
εκτημόρι-ov, τό.

Sju, επτά. ζ’ (ss. siffertecken).: talet s.,
I-πτάς, άδος, ή. εβδομάς, άδος, ή.: s. gånger,
I-πτάκις.: m. s. mynningar, επτάσνομος, 2.: af s.
kotylers innehåll, επτακότυλος, 2.: m. s. portar,
επτάπυλος, 2.: m. s. bordsoffor, επτάκλινος, 2.:
af s. handbredder, επταπάλαιστος, 2.: af s.
talenter, επτατάλαντος, 2.: sf m. s., Ζγδοος
αυτός.: m. s. kullar, επτάλοφος, 2. våningar,
έπτώ-ροφος, 2. torn, επτάπυργος, 2.: i, under, förs.

49

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0389.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free