- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
391

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skattebörda ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Skattebörda — Skepp.

391

Skattebörda, se Skatt 3).

Skattefri, ατελής, 2. φόρου ουχ υποτελής, 2.
άνείσφορος, 2.

Skattefrihet, ατέλεια, ή. άνεισφορία, ή.

Skatterest, τό Ελλεϊπον τού φόρου.

Skatterestant, ό Ελλείπων τον φόρον.

Skattesäd, σϊτος ό εις φόρον δεδομένος.

Skatteuppbörd, φορολογία, δασμολογία,
τελωνεία, ή.

Skatteuppbördsman, τελώνης, ον, ο.
φορο-λόγος, δ. δασμολόγος, δ. εϊσπράκτωρ(ορος) ό τού
φόρου.

Skatteväsende, τα περί τον φόρον 1. τάς
εισφοράς.

Skattgräfning, άναπομπή θησαυρών, ή.

Skattgräfvare, ό άνορύττων(οντος)
θησαυρούς.

Skattkammare, θησαυρός, ό. ταμιειον, τό.
γαζοφνλάκιον, τό (kunglig).

Skattlägga, φόρον Επιτιθέναι (τινί).

Skattläggning, φόρου Επίταξις, ή. 1. gm
vv. se Skatt 2) ο. 3).

Skattmästare, θησαυροφνλαξ, ακος, δ.
ταμίας 1. φύλαξ ό τών χρημάτων, γαζοφύλαξ, ό
(kunglig), ελληνοταμίας, ου, ό (se Lex.).

Skntiis kr ilning, ungef. απογραφή, ή.:
förrätta s., άπογραφήν ποιεϊσθαι.

Skattskyldig, φόρου υποτελής, 2. συντελής,
2. δασμοφόρος, 2.: vara β. åt ngt, συντελεϊν τινι
1. εις τινα.

Skattskyldighet, τό φόρου υποτελή είναι.

Ske, 1) göras, πράττεσθαι. ποιεϊσθαι.
δρά-σθαι. äfv. είναι, γίγνεσθαι.: mig sker orätt fr.
ngns sida, κακώς πάσχω υπό τίνος, αδικούμαι
υπό τίνος.: det sker mig rätt, δίκαιος εϊμι ταύτα
παθεϊν. άξια πάσχω 1. πέπονθα.: det skall s.,
εσται τούτο. 2) se Förefalla, Hända.

Sked, κοχλιάριον, τό. μύστρον, τό ο. μύστρος,
δ. μυστρίον, τό. Ετνήρυσις, εως, ή (grötslef).

Skede, οδός, ή (i rummet), περίοδος, ή (i tiden).

Skedgås, πελεκάς, άνος, ό.

Skef, 1) eg., πλάγιος, 3. Εγ-, Επικάρσιος, 2.
λοξός, 3.: ge s. riktning, πλάγιον τιθέναι.
πλα-γιδύν. πλαγιάζειν. Εγκλίνειν.: bli s., λοξονσθαι.:
gå i ι. riktning, λοξοπορεϊν.: se s:t, λο|α
βλέπειν. i. öfr. jfr Sned. 2) oeg., σκαιός, 3.
άτοπος, 2. σκολιός, 3. ουκ ορθός, 3.: en s.
föreställning, åsigt, άτοπος 1. ούκ δρθή γνώμη, ή :
ha en s. åsigt, ούκ ορθώς γιγνώσκειν 1. κρίνειν.:
taga en s. vändning, άποκλίνειν εις 1. Επί τό
χείρον.

Skefbent, se Krokbent.

Skefhet, λοξότης, ή. πλαγιότης, ή. τό
πλάγιον.

Sk ef mun t, στρεβλόστ ομος, 2 (Sedn.).
διά-στροφος (2) τό στόμα 1. τά χείλη.

Skefva, m. benen, = vara krokbent, se d. o.
äfv. διαστρέφεσθαι τώ πόδε.: m. ögonen, se Följ.

Skela, διαστρέφε σθαι τώ δφθαλμώ. λοξά
βλέπειν. ιλλαίνειν. ϊλλώπτειν, Ιλλωπεϊν (Sedn).
στρα-βίζειν. παραβλέπειν. πλαγίοις όμμασιν όράν.: s.
på ngn (af betagenhet) κατιλλώπτειν τινί.

Skelande, Skelögd, ϊλλός, δ. ιλλώδης, 2.
στραβός, 3. στραβών, ώνος δ. : skelande ögon,
διάστροφοί 1. στρεβλοί οφθαλμοί, οι.

Skelande, Skelögdhet, ιλλωσις, ή.
στραβισμός, δ. οφθαλμών διαστροφή, ή.

Skelett, σκελετός, ό (Sedn.). οστά, ών, τά.

Sken, 1) eg., φέγγος, τό. μαρμαρυγή, ή. τό
λαμπρόν. (άπ)αυγή, ή. ανγασμα, τό. τό
δια-φαινόμενον.: ge s. ifrån sig, άπανγάζειν. jfr
Glans, Ljus. 2) oeg., det yttre i ögonen
fallande, εμφασις, εως, ή. δόξα, ή, δόχησις, ή
(subjektivt). σχήμα, πρόσχημα, τό (objektivt, falskt
s.). äfv. πλάσμα, το’.: ge sig s. af ngt,
νποκρί-νεσθαί τι. δόξαν τινός περιβάλλεσθαι. εμφασιν
ποιεϊν ώς m. part.: ha ett visst s. f. sig, λόγον
τινά εχειν. ενπρέπειάν τινα εχειν.: under s.,
λό-γω. Ιπί προφάσει. ofta gm part. af
προσποιεϊ-σθαι 1. προφασίζεσθαι (under förevändning) 1.
σκήπτεσθαι, t. ex. bedraga under s. af vänskap,
φιλίαν προσποιονμενον Εξαπατάν.: endast f. s.
skuld, λόγου ενεκα 1. χάριν, οσον βοής ένεκα.

Skena, subst., 1) till hjul, κνημίς , ίδος, ή.
Επίσωτρον, τό. κανθός, ό. 2) att spjelka brutna
ben m., πλάστιγξ, ιγγος, ή. νάρθηξ, ηκος, δ.

Skenbar, δοκών, ούσα, ούν. ευπρεπής. 2.
προσποίητος, 2. πλαστός, 3 (uppgjord), κενός, 3
(innehållslös).

Skenbarhet, ευπρέπεια, ή. τό προσποίητον.
τό πλαστόν.

Skenbarlig, Εμφανής, Εναργής, 2.

Skenben, κνήμη, ή. άντικνήμιον. τό.: slå på
s:et, άντικνημίζειν.

Skendygd, -ψευδής άνδραγαθία, ή.

Skendöd, 1) adj., νεκρός δοκών (ούσα) είναι.:
vara s., άποψυχείν. δοκεϊν είναι νεκρόν. κεϊσθαι
ώσπερ νεκρόν 1. άψυχον. νεκρώ Εοικέναι. 2) subst.,
άψυχία, ή. λειποψυχία, ή.

Skenfager, υποκριτικός, 3. προσποίητος, 2.
πλαστός, 3. ύπουλος, 2.: s:t bevis, σόφισμα, τό.:
s:t godt, τό δοκούν 1. νομιζόμενον αγαθόν.: s.
klokhet, κενοσοφία, ή. Jfr Skenbar.

Skengru η d, αιτία ονκ ούσα. πρόφασις, ή.
πρόσχημα, τό.: ånge s:er, προφασίζεσθαι.

Skenhelig, χρηστότητα προσποιούμενος, ένη.

Skenhelighet, κενή 1. προσποίητος 1.
πλαστή χρηστό της, ή.

Sk en ig, skengalen (om hästar), se Ko 11 rig.

Skepelse, Skepnad, se Skapnad.

Skepp, 1) fartyg, πλοϊον, τό (i allmht, äfv.
båt), ναύς, νεώς, ή (större), τριήρης, ους, ή
(tre-roddare, krigssk.), äfv. μακρά ναύς, ή. γαύλος,
ό (Phoeniciskt handelssk.), ύπηρετικόν πλοϊον, τό
1. δημοσία άκατος, ή (mindre s., som åtföljer ο.
gör tjenst åt ett större).: befälhafvarens s.,
στρα-τηγίς, ίδος, ή.: s. m. soldater, στρατιώτις ναύς,
ή.: obrukbart s., νανς άπλους.: segelbart s., νανς
πλώϊμος 1. δόκιμος.: däckade s., σεσανιδωμένα
1. κατ άφρακτα πλοϊα.: odäckade s., άφρακτα
πλοϊα.: s:et ligger på sidan, τοιχίζει 1.
άνα-τοιχεϊ ή ναύς.: bygga s., ναυπηγεϊν.
κατασκευά-ζειν ναύς.: låta bygga s., ναυπηγεϊσθαι.: utrusta
s., παρα-, κατασκενάζεσθαι, Εξαρτύεσθαι ναύς.:
bemanna s., πληρούν νανς.: föra s. i land,
νεωλ-κεϊν. άναβιβάζειν 1. άνέλκειν νανν.: låta s. löpa
ut, κατάγειν, κατασπάν, καθέλκειν πλοϊον.: hyra
ut s., ν αυλού ν πλοϊον.: hyra s, νανλούσθαι πλοϊον.:
gå ombord på s., Εμβαίνειν (εϊς τήν νανν).
Επι-βαίνειν τής νεώς 1. Επί τήν ναύν.: stiga af s.,
άποβαίνειν άπό 1. Εκ τής νεώς 1. Επί τήν γήν.:
gå (= resa på s.), πλεϊν. äfv. ναυτίλλεσθαι.
ναυστολεϊσθαι. ναυστολεϊν. Επιβατεύειν.: resenär
på s., πλέων, ουσα, ον. ναύστολος, ο, ή. ναύ-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0395.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free