- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
399

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skulle ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Skulle-

Skulle, se Hö skull e.

Skul or, πλύμα, άπόπλυμα, το’.

Skulptera, (άναγλύφειν.

Skulptör, γλυφεύς, έως, ο1, ξοανογλύφος, ό.

Skum, κνεφαϊος, 3 νεφελώδης, 2 (molnig).:
det blir s:t, κνέφας γίγνεται : det börjar bli s:t,
συννεφεϊ.: s:a ögon, άμαυροί 1. αμυδροί
οφθαλμοί, oi.

Skum, arf ρός, o.: kasta s., άφ>ρίζειν, αφ ρεϊν.:
förvandla till s , έξαφ>ρούν.: s. som består af
mjölk, άφρόγαλα, τό.

Skumma, 1) tr., se Afskumma. 2) intr.,
se Fradga.

Skummig, αφρώδης, 2.

Skumrasket, ro λυκαυγές.

S k u m ö g d, άμαυρους οφθαλμούς έχων,
ουσα, ον.

Skur, se Regnskur.

Skura, ΰμήν (gnida), άποσμήχειν.
\άπο)σπογ-γίζειν (m. svamp), (άπο)καθαιρειν (rengöra),
σα-ρουν, σαίρειν (feja).

Skurande, άποσπογγισμός, ό. σμήξις, ή.

Skurk, πονηρός, ό. κακούργος, ό. μιαρός,ό.

Skurkaktig, -streck, ο. s. ν.,
seBofak-tig ο. s. ν.

Skuta, φορταγωγός ναύς, ή 1. όλκάς, άδος,
η’ 1. d.

Skutt, -a, se Hopp, -ρa.

Sky, verb., άποτρέπεσθαι (undvika),
(κατ)ορ-ρωδεϊν τινα 1. τί. εύλαβεϊσθαί τινα 1. τί (akta
sig f.). (κατ)οκνεϊν τι (ej komma sig f. m. ngt).
αιδεϊσθαι, αϊσχύνεσθαί τι 1 acc. c. inf. (i moral,
häns.).

Sky, subst., νεφέλη, ή.

Skydd, σκέπη, ή (hägn, τινός, emot ngt).
άμυνα, ή (försvar), πρόβλημα, τό, προβολή, ή
(värn), προστασία, ή. βοήθεια, ή (hjelp).: söka
s. hos ngn, προστρέπεσθαί τινα. ικέτην
προσελ-θεϊν τινι 1. γίγνεσθαι τίνος, καταφεύγειν πρός
τινα.: taga ngn i sitt s., (προσ)δέχεσθαί τινα.:
stå under ngns s., χρήσθαι προστάτη τινί : vara
i s. mot ngt, έν σκέπΐ] εϊναί τίνος.

Skydda, σκέπην παρέχειν, σκεπάζειν άπό
τίνος (värna, freda), στέγειν (hägna), διαφυλάττειν
(bevara), (δια)σώζειν. άσφ>αλίζειν. προστατεύειν
τινί (beskydda).

Skyddsafgift, μετοίκιον, τό (se Lex.).:
betala s., τελεϊν, προσφέρειν, (κατα)τιθέναι τό
με-τοίκιον.

Skydds engel, (αγαθός) δαίμων, ονος, ό.

Skydds förbund, έπιμαχία, ή : sluta, göra
s. m. ngn, έπιμαχίαν ποιεϊσθαι τινι 1. πρός τινα.

Skyddsgud, se Skyddsengel.

Skyddskap, προστατεία, προστασία, ή.

Skyddsling, πελάτης, ου, ό (Rom. cliens).

Skyddsmedborgare, μέτοικος, ό : bo ss. s.
ngnstädes, μετοικεϊν έν τινι (πόλει).

Skydd sm ur, πρόβλημα, τό. πρόβολος, ό.
πρό-μαχον, τό. προβολή, ή.

Skyddsvakt, φυλακή, φρουρά, ή.: vara s.
på ett ställe, φρουρεϊν χωρίον τι 1. έν χωρίω τινί.

Skyddsvärn, έπαλξις, εως, ή, έρυμα, τό
(på en fästningsmur), άντίφραγμα, τό (bålverk
till skydd mot ngt).

Sky drag, τυφών, ώνος, o. äfv. σίφων, ωνος, ό.

Skyfall, νεφελών έκρηγμα, τό 1. d.

Skyffel, λίστρον, τό.

-Skynda. 399

Skyffla, λίστρω σκάπτειν.

Skygd, σκέπασμα, τό. σκέπη, ή πρόβλημα,
τό.: vara i s. f. vinden, έν σκέπτ] τού άνέμου
εϊναι. Jfr Skydd.

Skygg, δυσωπον μένος, 3. ύποπ τήσσων, ουσα,
ον. ύποπτης, ου, ό. ψοφοδεής, 2. πτυρτικός, 3
(om hästar).

Skygga, 1) ge skygd, σκεπάζειν. σκέπην
παρέχειν (τινός, mot ngt). 2) bli rädd,
(δια)ταράτ-τεσθαι, ι δια πτοεϊσθαι, ίξίστασθαι (äfv om
hästar). πτύρεοθαι (eg om hästar), δυσωπεϊσθαι.

Skygghet, όρρωδία, ή. φόβος, ό. ψοφοδέεια,
ή (Sedn.) 1. τό ψοφοδεές.

Skyhög, οΰρανομήκης. 2.

Skyl, σωρός άμαλλών, ό.

Skyla, 1) säd, άμάλλας σωρεύειν. 2) se
Betäcka 1), Dölja.

Skyldig, 1) s. har skuld, οφειλών, ουσα, ον
(τινί τι), δανεισάμενος, 3 (ngn ngt, παρά τινός
τι). 2) pligtig, förbunden, se Pligtig ο.
Förbinda 3). 3) tillbörlig, προσήκων, καθήκων, ουσα,
ον. άξιος, 3.: aflägga s. tacksägelse, άποδιδόναι
τήν άξίαν χάριν.: visa s. vördnad, άξίως τιμάν.:
åsidosätta s. aktning mot ngn, ούχ ώς προσήκε
τιμάν τινα. 4) saker, αίτιος, 3. υπαίτιος, 2.
ύ-πόδικός (2) τίνος, ένοχος (2) τινι. άδικος, 2
(brottslig).: veta sig s., συνειδέναι έαυτώ άδικήσαντι.:
vara s. till en förseelse, ένέχεσθαι έγκλήματι.:
göra sig s. till en förbrytelse, άδικεϊν.
άμαρτά-νειν.: vara den s:e, άδικεϊν.: förklara ngn s. till
ngt, καταγιγνώσκειν τινός τι.

Skyldighet, τό προσήκον, καθήκον, δέον,
οντος. έργον, τό (värf).: det är min s., έμόν (έργον)
έστί, δίκαιος εϊμι, έμέ χρή m. inf: göra sin s.,
τά καθήκοντα πράττειν. περαίνειν τά δέοντα.: i
intet afseende uppfylla sin s., ούδέν τών
δεόντων ποιεϊν.

Skyldra, gevär, αϊρειν τό όπλον 1. d.

Sky Id sk ap, συγγένεια, ή. κηδεία, ή. κήδος,
τό. άναγκαιότης, ή.

Skylla, = ge ngn skulden, se under Skuld 3).

Skylt, σημεϊον, έπίσημον, τό 1. d.

Skymf, ύβρις, εως, ή. αϊκία, ή. λώβη, ή
(skymfande), ύβρισμα, τό.

Skymfa, ύβρίζειν τινά 1. εις τινα. λωβάσθαί
τινα. αϊκίζεσθαί τινα.

Skym fi i g, ύβριστικός, 3. έπονείδιστος, 2.
άν άξιος, 2.: s. behandling, se Skymf.: s:t
behandlad, λωβητός, 3.

Skymford, λοιδόρημα, τό. λοιδορία, ή.

Skymma, έπισκοτεϊν τινι (eg. ο. oeg.).
έπί-προσθεν εϊναι \. γίγνεσθαι, έπιπροσθεϊν τινι.: s.
sig sf, Ιξαπατάν, βλάπτειν εαυτόν.: dets.er,
κνέ-φας (έπ)έρχεται. συσκοτάζει.: så snart det s:er,
άμα τώ κνέφει. — skymd, έπί-, κατάσκιος, 2.:
ej s., περιφανής, 2. άσκιος, 2.

Skymning, κνέφας, ους, τό. λυκαυγές, τό.
λυκόφως, ωτος, τό.: morgons., όρθρος, ό.: han
kom i s:n, κνεφαϊος ήλθεν.

Skymt, έπιφάνεια, έπίφασις ίξαιφνίδιος 1.
έξαπιναία, ή.: s. af hopp, λεπτή τις έλπίς.

Skymta, αιφνιδίως 1. Ιξαίφνης έπι-,
έκφαί-νεσθαι.: s. förbi, αιφνιδίως παριόντα φαίνεσθαι.

Skynda, s. sig, σπεύδειν, έπείγεσθαί τι (m.
ngt), σπουδάζειν περί τι. = s. sig i sin gån g,
σπεύδειν (δρόμω). συντείνειν. τρέχειν. δρόμφ
φέρεσθαι. : han s:de sig bort, φχετο άπιών.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0403.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free