- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
400

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skyndsam ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

400 Skyndsam ·

Skyndsam, 1) om pers., ταχύς, εϊα, v.
σπου-δαϊος, 3. f. öfr. part. af Föreg. 2) om sak,
Εσπευσμένος, Εσπουδασμένος, 3. διά τάχους, Εν
τάχει, σπουδή ιτεποιημένος 1. ποιούμενος, 3. —
, σπουδρ ταχέως. διά τάχους, iv τάχει.
δρό-μω (om gående).: göra s., αύτοσχεδιάζειν,
Επι-σύρειν, Επισύροντα ποιεϊν τι.

Skyndsam het, τά/ος, τό. σπουδή, ή.

Skynke, ράκος, τό.

Skytt, τοξότης, ον, ό (äfv. stjernbilden).: god
s., δεινός τοξότης : mästerlig s.. τοξικώτατος, ό.

Skyttel, se Skottspole.

Skåda, θεάσθαι. θεωρεϊν. äfv. όράν.: s. m.
förundran, όρώντα θαυμάζειν.

Skådebana, se Skådeplats.

Skådebord, τράπεζα (τής προθέσεως), ή
(Sep-tuag.y

Skådebröd, άρτοι τής προθέσεως, ol (Ν. Τ.).

Skådemynt, -penning, ungef. άγαλμα, τό.
äfv. νόμισμα μνημονικόν 1. εϊς μνήμην τινός
κε-κομμένον, τό 1. d.

Skådeplats, 1) se Scen 2). 2) oeg., χώρα
iv ]j 1. τόπος iv ω 1. όπου τι γίγνεται 1. Εστί.

Skådespel, 1) åsyn af ngt märkligt, θέαμα,
τό. θέα, ή. : erbjuda ett s., θέαμα παρέχειν.: bli
vittne till ett s., θέαμα όράν 1. θεάσθαι. 2)
stycke f. scenen, δράμα, τό. äfv. θέα, ή.: ge ett
s., Επιτελεϊν θέαν. είσάγειν 1. (om flrfattaren)
διδάσχειν άράμα.: uppförande af ett s.,
διδασκαλία δράματος, ή.: skrifva s., δραματοποιεϊν.

Skådespelare, υποκριτής, ου, ό. μϊμος, ό.
pl. ol Επί 1. άπό σκηνής, ol διονυσιακοί 1. περί
τον διόνυσον τεχνϊται. διονυσοκόλακες, ol
(öknamn, komoedianter).: komisk s., κωμικός, ό.
κωμωδός, ό.: tragisk s., τραγωδός, ό.

Skådespel ars ällska ρ, υποκριτών εταιρεία,ή.

Skådespelerska, (fanns ej hos Gr.,
qvluno-roler utfördes af karlar), γυνή υποκρινομένη iv
Ttj σκηνρ. γυναίκες al Επί 1. άπό σκηνής 1. d.

Skådespelarkonst, ύπόκρισις, ή.
υποκριτική, ή.

Skål, φιάλη, ή (i allmht). τρυβλίον, τό.
λο-πάς, άδος, ή (bordskärl), παροιρίς, ίόος, ή (karott).
σκύφος, τό (bål), κύλιξ, ιχος, ή (bägarartad),
λεπαστή (snäcks.), λεκάνη, ή (bäcken: alla
dryckeskärl). φιλοτησία, ή (ss. helsning i
dryckeslag). : dricka ens s., φιλοτησίας προπίνειν τινί.
Εγ-, Επιχεϊσθαί τίνος.

Skålformig, φιαλώδης, 2.

Skälig, se Konkav.

Skålpund, λίτρα, ή. μνά, ή.

Skåp, κιβωτός, ή. κιβώτιον, τό.

Skäck, βαλιός ϊππος, ό.

Skäckig, βαλιός, 3. ποικίλος, 3.
ποικιλόθερμος, 2.

Skaft lin a, σχοινίον, τό.

Skägg, πώγων, ωνος, ό. γένειον, τό (på kind
ο. haka), äfv. ύπήνη, ή. μύσταξ, ακος, ό (på
öfverläppen, mustasch), κάλλαια, τά (tuppens).: få

1. ha s., γενειάσκειν 1. γενειάν.: låta s:et växa,
πωγωνοτροφεϊν. πώγωνα τρέφειν.; strida om
påfvens s., περί όνου σκιάς μάχεσθαι : m. vackert,
starkt s., εΰγένειος, 2.: m. tjockt s , δασυπώγων,

2. tunnt, σπανοπώγων, 2. långt, μακρό-,
βαθυ-πώγων, 2. rödt, χαλκοπώγων, 2.

Skäggfjun, χνους, ού, ό. ϊουλος, ό. λάχνη,
ή (poet.).

- Skämtfull.

Skägghår, ή κατά τό γένειον.

Skäggig, πωγωνίας, ου, ό. γενειήτης, ου,
ό-ύπηνήτης, ου, ό : vara s., γενειάν.

Skägglös, άγένειος, 2.

Skäckta, λίνο ν λικμαν 1. d.

Skäl, sjödjuret, φώκη, ή.

Skäl, 1) det hrpå man stöder en sats 1.
mening, reson, λόγος, ό. αιτιολογία, ή. άπό&ειξις,
ή, δείγμα, τό, σημεϊον, τεκμήριον, τό (bevis).
(Ικανή) αιτία, (motiv, orsak), πρόφασις, ή
(anledning). 2) fog, δίκαιον, τό. άξια, ή. se Fog
1).: m. rätt o. s., ορθώς καί δικαίως. 3) hd
billigtvis kan fordras, δέοντα, τά. προσήκοντα,
τά : göra s. f. sig, (Εξ)αρκεϊν. πληροφορεϊν.
δια-πράττειν τά προσήκοντα, δέοντα.

Skälfva, πάλλειν, -σθαι (äfv. af bäfvan 1.
förtjusning), τρεϊν, τρέμειν, τρομεϊν (af bäfvan).

Skälfva, subst., se Frossa.

Skälig, δίκαιος, 3. μέτριος, 3. Επιεικής, 2.
άξιος, 3.: anse s:t, δικαιούν. άξιοΰν.

Skäligen, εικότως, iv. τών εικότων 1. δικαίων
(billigtvis), μετρίως (måttligt).

Skälla, subst., κώδων, ωνος, ό, ή.

Skälla, verb., ύλακτεϊν. oeg., λοιδορεϊν τινα
εις τι (på ngn f. ngt), κακίζειν τινά. ονειδίζειν τινί.

Skällande, ύλακή, ή. ύλαγμός, ό. ΐλαγμα, τό.

Skällsord, se Skymford.

Skälm, πανούργος, ό. κακούργος, ό. άπατεών.
ώνος, ό. Jfr Klippare 2).

Skälmaktig, πανούργος, 2. κακοήθης, 2.
γελοίος, ό (i god men.).

Skälmak ti ghet, γελοϊον, τό (i god men.).
κακοήθεια, ή. πανονργία, ή.

Skälmstycke, πανονργημα, τό.
κακοήθεν-μα, τό.

Skämma, 1) se Skada. 2) s. ut,
καται-σχύνειν (τινά), λυμαίνεσθαί τινα 1. τί. iv αϊσχύνρ
ποιεϊν τινα. αίσχύνην, όνειδος, άδοξίαν φέρειν 1
περιάπτειν τινί. 3) pass., se Blygas.

Skämt, παιδιά, ή, παίγνιον, τό, παιγνιά, ή
(lek, i tal ο. handl.). γελοϊον, τό (i ord)-
σκώμ-μα, τό (gyckel), γέλως, ωτος, ό, σκαλάθυρμα,
τό, φλήναφος, ό, φλαρία, ή (narri, äfv. παιδιά,
ή).: oskyldigt s., άνεπαχθή σκώματα, τά.: fint
s., άστεϊος λόγος 1. άστεϊσμός, ό. χαριέντισμα,
τό. χαριτία, ή.: m. 1. på s., μετά παιδιάς. iv
παιδιά, iv παιδιάς μέρει 1. μοίρα, παιδιάς χάριν
(f. s. skull), äfv. m. part. παίζων, ονσα, t. ex.
säga på s., παίζοντα ειπείν.: tåla, förstå sig på
s., σκώμματος άνέχεσθαι. σκώμματa φέρειν.
σκω-πτόμενον μή δυσχεραίνειν.: är det s. 1. allvar?,
σπουδάζεις ταύτα ή παίζεις; säga ngt halft på s.
halft på allvar, παίζειν τι άμα σπουδάζοντα.:
utbyta s., διασκώπτειν.

Skämta, παίζειν. παιδιάς ποιεϊσθαί 1.
παίζειν (i ord 1. handling), σκώπτειν. γελοιάζειν.
παι-διάν 1. άστεϊα λέγειν.: s. m. ngn, παίζειν τινά,
πρός 1. εις τινα.

Skämtande, παιδιά, ή. τό παίζειν.
γελοιασ-μός, ό (Sedn.).

Skämtedikt, παίγνιον, τό.

Skämtfull, -sam, παιγνιώδης, 2.
σκωπτικός, 3. γελοίος, 3. άστεϊος, 3 (om pers. ο. sak).
εύτράπελος, 2 (om pers.), εύχαρις, ι, gen. ιτος,
παίγνιος, 2 (bl. om sak).: s:t tal, άστεϊσμός, ό.
άστειολογία, ή. γελοίος, παγνιώδης λόγος, ό.
σκώμμα, τό.: s:t väsen, se Följ.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0404.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free