- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
402

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skönfärgare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

402 Skönfärgare

(ypperlig), εύειδής, εύμορφος, 2 (till gestalt,
utseende). κομψός, 3 (prydlig), i iron. mening,
θαυμάσιος, αίμνός, 3.: m. s:t ansigte, εύπρό
σωηος, 2.: utmärkt s., ύπερκαλλής, 2. κάλλια τος,
3.: s:a konster, Ελευθέρια* τέχναι, αι.: s. själ,
κομψός και φιλόχαλος άνήρ, ό 1. d.: de sköna
(= qvinnoslägtet), al γυναίκες. Jfr
Förträfflig, Beqväm.

Skönfärgare, άνθοβάφος, o. δευσοποιός, o.

Skönfärgeri, -färgning, άνθοβάψεια, ή.
δευσοποιία, ή.: förehafva s., δευσοποιεϊν.

Skönhet, 1) ss. egenskap, κάλλος, τό.
καλλονή, ή. εύμορφία, ή. ώραιότης, ή. χάρις, ιτος,
ή (grace), κομψότης, ή (prydlighet), εύμορφία,
ή.: s:ens pris, καλλιστεϊον, τό. καλλίστευμα, τό.
2) konkret, = skön qvinna, καλή γυνή, ή. äfv.
κάλλος, τό.: gamla s:er, άρχαϊα κάλλη, τά.

Skönhetskänsla, αϊαθησις ή τών καλών, τό
εύαισθήτως εχειν τών καλών.

Skönhetsmedel, φάρμακον, τό.

Skönhetssinne, se Skönhetskänsla.

Skönja, αϊσθάνεσθαί τι ο. τινός. Εν-,
κατα-νοεϊν. όράν. γιγνώσκειν.: deraf s:es, Εκ τούτων
φανερόν, δήλον, ενδηλον (Εστίν).

Skönskrifning, καλλιγραφία, ή.: idka s.,
καλλιγραφεϊν.

Skönskrifvare, καλλιγράφος, ο*.

Skör, κραύρος, 3.

Sköraktig, -het, se Liderlig, -het.

Skörbjugg, στομακάκη 1. στομοκάκη, ή.

Skörbjuggsartad, πλαδαρός, 3.: s:t
tandkött, πλαδαρά ούλα, τά.

Skörd, θερισμός, ό. θέρισις, ή. καριιολογία,
ή. (συγ)κομιδή, ή (inbergning).

Skörda, 1) eg., θερίζειν. (συγ)κομίζεσθαι
(in-berga). σνλλέγειν, -σθαι καρπούς. 2) oeg.,
(άπο)-λαμβάνειν, λαμβάνεσθαί τι. άπολαύειν τινός.: s.
frukten af ngt, καρπούς λαβέοθαι τινός,
καρπού-σθαί τι.: s. hd man ej sått, άλλότριον άμάν θέρος.

Skördand, αμητος, ό. τρυγητός, ό. θέρος, τό.

Skördande, se Skörd.

Skördare, θεριστής, ού, ό.

Skördefest, συγκομιστήρια, τά. άλώα, τά.

Skördetid, se Skördand.

Sk öre, (ύπ)έκκαυμα, τό. αϊθυγμα , τό.

Skörhet, κραυρότης, ή.

Skörlefnad, se Otuktighet.

Skört, πτέρυξ, νγος, ή.

Sköta, θεραπεύειν τι ο. τινά (t. ex. τό σώμα,
νοσούνιας). θεραπείαν ποιεϊσθαι τίνος.
Επεμελεϊ-σθαι 1. Επιμέλειαν ποιεϊσθαι τίνος.: s. barn,
τι-θηνεϊσθαι παιδίον.: s. sjuka, νοσοκομεϊν.
νοση-λεύειν (τινά).: β. sina åligganden, sin befattning,
πράττειν τά δέοντα, προσήκοντα.: s. sin
beqvämlighet, άπολαύειν σχολής.: s. sina
kärleksförbindelser, τών Ερωτικών άντέχεσθαι.

Skötare, θεραπευτής, ού, ό. Επιμελητής, ού,
β. τροφεύς, έως, ό (barns).

Sköte, κόλπος, ό.: i jordens s., γής Εν
κόλ-πφ. Εν τρ γρ. ύπό τρ γρ.: jorden fostrar i sitt
β., ή γή άνίησι, άναδίδωσι, φέρει.: sitta i
lyckans s., διατελεϊν εύτυχούντα τά πάντα, άσάλεύτω
ευτυχία χρήσθαί.

Skötebarn, παιδίον, τό. fig., αγαπητός ο.
αγαπητή παις. παιδικά, τά.

Sköterska, γυνή ή θεραπεύουσα 1.
Επιμελου-μένη. τροφός, ή (barns).

-Slag.

Skötevän, φίλτατος, οϊκειότατος, ό.

Skötsel, θεραπεία, ή. κηόεμονία, ή.
Επιμέλεια, ή (omsorg), τημέλεια, ή (ans), τροφή, ή
(barns vård).: brist på s., άθεραπενσία,
άθερα-πεία, ή.

Sladd, ungef. τρίβολα, τά (se dock Lex.)

Sladder, -aktig, -gliet, Sladdra, se
Pladder o. s. v.

Slaf, δούλος, ό. οϊκέτης, ου, ό. άνδράποδον,
τό (krigsfånge gjord till s.). άργυρώνητος (δούλος),
ό (köpt).: vara s , δουλεύειν.: göra till s.,
(κατα)-δουλούν. δονλαγωγεϊν. άνδραποδίζειν, -σθαι.:
vara en s. under sina lustar, άκρατή 1. ηττω είναι
τών Επιθυμιών 1. ήδονών. δουλεύειν ταϊς ήδοναϊς.:
förvandling till s., Εξανδραπόδισις, ή.

Slafarbete, δούλων εργα, τά.

Slafdrägt, δουλικό ν ιμάτιον, τό.

Slafhandel, σωματεμπορία, ή (Lex.). äfv.
άνδραποδισμός, ό. άνδραπόδισις, ή.: drifva s.,
άνδραποδίζεσθαι. σωματεμπορεϊν.

Slafhandlare, άνδραποδοκάπηλος, ό.
άνδρα-ποδώνης, ου, ό.

Slafkrig, πόλεμος ό πρός τούς δούλους.

S1 a f m a r k η a d, όπου πιπράσκεται άνδράποδα.:
der är s., άνδράποδα ώνια προτίθεται κατά τούτο
τό χωρίον.

1 a f s i η η e, άνδραποδωδία, ή. άνελευθερία, ή.
δουλοπρέπεια, ή. τό άνδράποδώδες.: som har s.,
άνδραποδώδης, 2. δουλοπρεπής, 2. ανελεύθερος, 2.

Slafstånd, δουλεία, ή. τάξις ή τών δούλων,
βίος ό δούλου, τό δούλον.

Slaftjenst, δουλεία, ή.

Slafuppsyningsman , δούλων Επιστάτης,
ου, ό.

Slaf va, δουλεύειν. Εν δουλεία εϊναι.

Slafveri, δουλεία, ή. δουλοσύνη, ή.: vara i
s., se Föreg.: bringa i s., εϊς δουλείαν άγειν.
δουλαγωγεϊν.: råka i s., δούλον γίγνεσθαι,
(κατα)-δουλούσθαι.: lefva i det hårdaste s., δουλεύειν τήν
χαλέ πωτάτην 1. κακία την δουλείαν.

Slafvinna, δούλη, ή. οϊκέτις, ιδος, ή.: ung s.,
παιδίσκη, ή.

Slafvisk, δουλικός, 3. δουλοπρεπής, 2.
άνδραποδώδης, 2.

Slag, 1) rapp, hugg, a) eg., πληγή, ή (m.
hand 1. tillhygge), ράπισμα, τό (m. käpp 1. spö).
μαατίγωαις, ή (pisk), αϊκία, ή (misshandel),
κρού-σις, ή (stötande).: ge ngn s., πλήττει v 1.
πατάσ-σειν τινά. πληγάς Εντείνειν 1. προατρίβειν τινί.
πληγαϊς κολάζ ειν τινά. μαστιγούν τινα.
ξνλοκο-πεϊν (m. käpp 1. d.). jfr Slå.: under hugg o. s.,
μαστιγωθείς, εϊαα. ύπό μαστιγών.: få s., πληγάς
λαμβάνειν (Επί τινι, f. ngt).: vexla s., πληγάς και
λαβείν καί δούναι.: få många s., τνπτεαθαι 1.
μαατιγούαθαι πολλάς (πληγάς).: förtjena s.,
πληγών δεϊσθαι.: taga emot ett s., προαρπάζειν,
ν-ποδέχεαθαι πληγήν. b) oeg., af ödet, συμφορά,
ή. πταίσμα, τό. πάθος, τό. 2) ss. ljud, τύπος,
κρότος, ψόφος, ό. φωνή, ή (sångfoglars, äfv.
ωδή, ή), φθόγγος, ό (en klockas), κεραυνός, ο
(åskans), κρούμα, τό. 3) plötslig förlamning,
apoplexi, άπόπληξις ο. αποπληξία, ή.: få s.,
ά-ποπλήττεσθαι.: fallen f. s., άποπληκτικός, 3.:
träffad af s., άπόπληκτος, 2. 4) sort, γένος, τό.
φύλον, τό (af lefvande väsen), φυλή, ή (äfv. af
liflösa föremål), εϊδος, τό (art), φύσις, ή
(beskaffenhet). äfv. τρόπος, ο. κόμμα, τό (mynts, prä-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0406.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free