- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
405

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Slutande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Slutande — Slägt

405

γον, o. β. v.). (κατα)λήγειν τι>ν6ς, άποπαύίσ&αί
τίνος (upphöra m.).: s. sina dagar, τελευτάν (τον
βίον). 3) se Ingå II). 4) sammanhålla, ti v v
έχειν. αυντάττειν (τό στράτευμα, s. krigshärens
leder).: i slutna leder, iv τάξει, συντεταγμένοι, oi.
5) bilda slutet på, s. ett tåg, ούραγεϊν. II) intr.,
1) ligga tätt intill, (ίφ)αρμόζειν. προσκεϊσ&αι (om
dörrar, som s. tätt intill), προσπτύσσεσ&αι (om
drägt). 2) upphöra, τέλος 1. πέρας έχειν 1.
λαβείν. τελεντάν. (χατα)λήγειν. (άπο-,
κατα)πανε-σ&αι. παυλαν λαβείν, χαταλύειν. -σ&αι. 3) få en
utgång, άηοβαίνειν.: s. illa, ές φαύλον
άποσκή-πτειν.ι s. så, ές τούτο τό τέλος χατασχήπτειν. 4)
döma, göra en konklusion, (συλ)λογίζεσ&αι (έχ
τίνος), af ngt, τεκμαίρεσ&αί τινι 1. ix 1. άπό
τίνος. στοχάζεσ&αι άπό 1. έχ τίνος, πορίζεσ&αι έχ
τίνος (i mathematiken). III) refi., s. sig intill,
se II) 1).: s. sig till (= sälla sig till),
παρίατα-σ&αι. lif όμιλίαν έλ&εϊν τινι. προσομιλεϊν τινι.
παρέπεσ&αί τινι.

Slutande, χατάπαυΰις, άιά-, κατάλυϋις, ή.
ο. gm νν.

Slutanmärkning, τελευταία σημείωσις, ή.
τελευταίος λόγος, ό.

Slutbokstaf, τελευταιον γράμμα, τό.

Slutdom, άιάχρισις, ή. όιαγνώμη, ή.

Slut fall, χατάληξις, ή. βάσις, ή.

Slutföljd, έπαχολού&ημα, τό. Ιπαχολον&ία, ή.
ίπακολού&ησις, ή. ίπιχείρημα, τό.

Slutkonst, συλλογιστική τέχνη, ή.

Slutledning, έπιχείρησις, ή. τό ίπιχειρειν.

Slutlig, τελευταίος, 3. χρόνιος, 3 (ändtlig).

Slutligen, (τό) τέλος, τό τελευταϊον. ίπί πάσι
όέ. τό dè ϋστατον. ώς συνελόντι εϊπεϊν. όλως άέ.
απλώς di.

Slutmening, τά iv άχροτελευτίφ λεχ&έντα.
τελευταίοι λόγοι, οι. άχροτελεύτιον, τό.

Sluträkning, συλλογισμός, καταλογισμός, ό.

Slutsats, συλλογισμός, ο. Jfr Slutledning.

Slutsten, άκρος λί&ος, ό. χολοφών, ώνος, ό.:
lägga s., χολοφώνα έπιτι&έναι 1. έπάγειν.

Slutta, κλίνεσθ-αι. ο. gm följ. adj. m. εϊναι.
— sluttande, καταφερής, κατάντης, πρανής,
χαταχλινής, 2. κρημνώδης, άπό κρημνός,
άπότο-μ ος, 2 (brant).

Sluttning, χαταφέρεια, ή. κρημνός, ο. äfv.
gm adj., se Föreg.

Slyna, φορτική, ή.

Slyngel, φόρταξ, αχος, ό.

Slå, I) tr., 1) m. häftig rörelse drabba emot
ngt, κρούειν. κόπτειν. χροτεϊν. πλήττειν. παίειν.
τύπτειν.: s. på dörren, κόπτειν 1. κρούειν τάς
&ύρας. &υροποπεϊν.: s. på svärdfästet, κρούειν tf
χειρί τήν λαβήν τής μαχαίρας : s. puka, se Puka.:
s. takt, ύποκρούειν.: s. i stycken, 9ραύειν.
xa-τακόπτειν.: s. en spik i ngt, ήλον έμβάλλειν 1.
έμπηγνύναι τινί.: s. ngt i ansigtet på ngn,
προς-ρίπτειν τι τφ προσώπω τινός.: s. ngn öfver
ryggen m. en påk, παίειν τινά ροπάλω τό νώτον.ι
s. ngt på bordet, καταβάλλειν τι ίπι τήν
τράπε-ζαν. 2) ge slag, rappa, tukta, παίειν. πλήττειν.
πατάσσειν. τύπτειν. πληγάς ίμβάλλειν 1. ίντείνειν
].προστρίβειν τινί. αϊκίζεσ&αι, κακούν(misshandla).
κολάζειν (tukta), μαστιγούν (piska), ραπίζειν, äfv.
ξυλοκοπεϊν (m. käpp 1. spö), όέρειν (hudflänga).:
s. ngn m. käppen, svärdet, παίειν nvà tf
ßa-κτηρία, τφ ξίφει.: s. ngn f. örat, ini χόρρηςπα-

τάξαι τινά. tw/| ϊλαύνενν τινά.: s. sig f. bröstet,
pannan, κόπτεσ&αι τό στή&ος, τήν κεφαλήν.: bli
slagen af en häst, λακτίζεσ&αι υφ* ϊππου.: s. ngn
gul o. blå, tf βακτηρία στίζειν τινά. 3) gm slag
ge en riktning 1. ställning, t. ex. s. till mark,
καταβάλλειν. βάλλειν πρός τό έδαφος, παίειν τινά
εις τήν γήν.ι s. boll, rot, se d. oo.: s. ned, upp
ögonen, κατηφεϊv 1. τήν όψιν καταβάλλειν,
Ιπαί-ρειν τούς οφθαλμούς.: s. ngt (t. ex. en drägt) om
ngn, περιβάλλειν τινί τι. 4) gm slagning
åstadkomma, t. ex. slå alarm, en bro, eld, kullbytta,
läger, mynt, se d. oo.: s. olja, έκπιεζε^ν έλαιο v.
åder, φλεβοτομεϊν. σχάζειν φλέβα. 5) hälla, se
Gjuta 1). se Afmeja. 7) besegra, νικάν
τινα. κρατεϊν τινός ο. τινά. περιγίγνεσ&αί τίνος,
κρείττω γίγνεσ&αί τίνος, τρέπειν (τρέψασ&αι) τινά.:
s. på flykten, se Flykt.: bli slagen, νικάσ&αε.
ήττάσ&αι. ήττω γίγνεσθαι, πλήττεσ&αι.: s. en
bricka, pjes (i damspel), άναιρείν πεττόν 1.
ψήφον. II) intr., om häftig rörelse emot ngt, ish.
i fallande riktning, (κατα)φέρεσ$αι. πίπτειν.
σχή-πτειν.: s. i mark, χαμαϊ καταπεσεϊν.: åskan slår
ned på ngt, σκηπτός πίπτει εις τι. κεραυνός
αχή-πτει εις τι.: s. mot 1. på ngt, παίειν τι.: s. m.
ngt på ngt, κρούειν τι πρός τι.: elden slår upp
fr. ngt, έκλάμπει ή φλόξ 1. τό πυρ έχ τίνος, φλόγα
αναπέμπει τι. 2) vara i dallrande rörelse,
πάλ-λεσ&αι (om puls o. hjerta), σφύζειν (om puls).
άλλεσ&αι (om hjertat). 3) om hästen, λακτίζειν.
4) gm slående åstadkomma ljud, φ&έγγεσ&αι,
άκούεσβ-αι (om klockor o. d). αδειν (om foglar).
III) bildl. uttr., tr. o. intr.: s. ur hågen,
έπιλα-&έσ$αι τινός, ον μεμνήσ&αί τίνος. λή9ην
ποιεϊ-σ&αί τίνος, tf λή&ρ παραάιάόναι τι.: s. i band,
bojor, πέάαις όείν. έμβάλλειν εϊς πέάας.: veta hd
klockan är slagen, όράν τό πράγμα οΐόν έστιν.
όράν τό μέλλον.: samvetet slår ngn, ivd-ύμιον
γίγνεται τινι. ταράττεταί τις τήν γνώμην.: s. sig
på ngt, σπουάάζειν περί τι 1. ini τινι.
φροντί-ζειν τινός, (πραγματεύεσαι και) προσφιλονειχεϊν
τι.: s. ngn m. häpnad, έκπλήττειν τινά.

Slå, subst., άιάξυλον, τό. ζύγωμα, τό.

Slående, κρότησις, ή. χόλασις, ή.
μαστίγω-σις, ή.

Slån, χοκκυμηλέα αγρία, ή (trädet),
χοχχύ-μήλον αγριον, τό (frukten).

Slåss, χειρών άπτεσ&αι. άψιμαχεϊν. μάχεσ&αι
άλλήλοις (om härar), άιά μάχης 1. όιά χειρών
ϊέναι άλλήλοις. μονομαχεϊν (duellera),
άιαγωνίζε-σ&αι άλλήλοις.

Slåtter, se Höbergning. äfv.χορτολογία, η.

Slåtterkarl, χορτοκόπος, ό.

Slåttertid, ώρα ή τού χορτολογειν.

Släcka, 1) eg., (κατα-, άπο)σβενννναι. 2)
oeg., s. törst, σβεννύναι 1. πληρούν 1. παύειν τήν
όίψαν.

Släckning, σβέσις, ή.

Släckningsmedel, σβεστήριον (κώλυμα), τό.

Släckningsredskap, σβεστήρια σκεύη, τά.

Släde, έλκη&ρον, τό, χαμουλκός, ο (Nygr.).

Slädföre, όάός ικανή όχεϊσ&αι ini
χαμονλ-κώ 1. d.

Slägga, σφύρα, ή.

Slägga, se Hamra.

Slägt, 1) ss. sak, γένος, τό. γενεά, ή
(generation).: af samma, annan s., ομογενής,
άλλογε-νής, 2. jfr äfv. Slägtskap.: af god s., εύγε·

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0409.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free