- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
406

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Slägte ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

406 Slägte·

νής, 2. 2) ss. pers., ol Iv γένει. τά γένη (i
nedstig. linie), ol συγγενείς, ol προσήκοντες (τω
γένει) (sidoslägt, anhörige), ol οικείοι (i allmht.,
anförvandter), jfr äfv. Slägting.: vara nära s.,
άγχιστεύειν. άγχιστα 1. Εγγύτατα γένους είναι.

Slägte, γένος, τό. φύλον, τό. φυλή, ή (stam).
φύσις, η (naturlig art).: af s:a, annat s.,
ομόφυλος, αλλόφυλος, 2.

Slägtföljd, γενεά, ή. διαδοχή ή κατά το
γένος (slägtled).

Slägtförbin del se, τά τής συγγενείας
αναγκαία. οίκειότης, ή. τό συγγενές.

Slägting, συγγενής, ούς, ό. ό προσήκων
(οντος) (τω) γένει, συγγενής γυνή, tf, yvvtf
προσήκουσα (τω) γένει (om qvinna), άγχιστεύς, έως, ό
(nära), κηδεστής, ον, ό (gm giftermål).: s:ar, (utom
jjZ. af föreg), τό συγγενές.: nära, närmaste s:ar,
ol άγχιστεύοντες. ol μάλιστα 1. Εγγύτατα
προς-ήκοντες τω γένει, ol συγγενέστατοι.

Slägtled, se Slägtföljd.

Slägtledning, γενεαλογία, tf.

S1 äg t linie, γενεά, tf. γενεαλογία, tf.

Slägtnamn, πατρώο ν 1. πάτριο ν όνομα, τό.
κοινόν τον γένους όνομα, τό.

Slägtregister, γενεαλόγημα, τό (Sedn).
κατάλογος ό τών προγόνων.: upprätta ett s. öfver
ngn, wva.: upprättande af ett s.,

γενεαλογία, tf.

Slägtskap, 1) eg., ovyyiviut, tf·,
ovi, τό. άναγκαιίτης, tf. κηδεία, tf. κ?<Λ>ς, ovc,
τό. οϊκειότης, tf.: intim s., <rvyy«ma tf
άνα^/κα*-οτάτη. 2) oeg., tfvyyévii, τό. τό Εγγύς,
οίκειότης, tf. κοινωνία, tf.: ha s. m. ngt, Εγγύς είναι
τίνος, κοινόν τι εχειν τινί.: själen har s. m. Gud,
tf μετέχει τής θείας φύσεως, θείον τι tf

ψυχή. β

Slägttycke, πρόσωπον τό (1. χαρακτηρ ο)
τού γένους οϊκεϊον (οικείος). Se f. öfr.
Slägt-skap 2).

Slända, άτρακτος, o, tf. κλωστή ρ, 5ρος, ό.
νξτρον, τό (Lei.).

Släng, 1) slag, πληγή, tf. ράπισμα, τό. 2)
streck, ράβδος, tf. γραμμή, tf. ολκός, ό. 3)
tillstymmelse, ορμή, tf. άρχή, tf.

Slänga, ρίπτειν. ριπτάζειν.: s. m. armarne,
παρασείειν τάς χείρας. — slängd, δεινός, 3 (i
god men.). Επίτριπτος, 2. πανούργος, 2.: en s.
person, δεινός άνήρ, ο4 (i god men.), τρίμμα,
τό. περίτριμμα, τό.

Slängkyss, φίλημα 1. φιλημάτιον τό διά τών
δακτύλων., ge ngn en s., φίλημα διά τών
δαχτύλων πέμπειν τινί. äfv. προσκυνείν.

Släp, 1) eg., σύρμα, τό. Επίσυρμα, τό. 2)
se Följe 2). 3) träligt arbete, άθλιον έργον, τό.

Släpa, 1) tr., ελκειν. σύρειν.: s. inför
domstol, άγειν 1. ελκειν πρός τούς δικαστάς.: β.
m. sig ngt, μοχθείν φέροντά τι. πόνον εχειν
κομίζοντά τι. 2) intr., a) eg., (Επι)σύρεσθαι.: låta
s., (Επι)σύρειν. b) träligt arbeta, μοχθείν 1.
πόνον εχειν ποιούν τά τι. — släpande, Εφολκός,
2.: s. drägt, Επισεσυρμένη Εσθής, tf. ποδήρης
χι-τών, ό.

Släpande, !λ£*ς, tf. ο. gm vv.

Släparbete, se Släp 3).

Släpig, ολκός, 3. Εφολκός, 2.

Släpkläder, -mundering, Εσθής tf
φαύλη 1. d.

-Smak.

Släppa, I) tr., 1) förlora taget, άφιέναι. άπο-,
Εκ β άλλε ιν (Εκ τής χειρός).: ngn s: er ngt. Εκπίπτει
τινί τι. 2) göra lös, låta gå, άφ-, άν-, μεθ-,
παρ-, προϊέναι. (άπο)λυτρούν, άπολύειν, Ελεύθερον
άφιέναι (frigöra).: s. en hund på ngn, Επαφιέναι
τινί κύνα. 3) låta bli, Εάν. χαίρειν Εάν.
προίεσθαι. παύεσθαί τίνος, άφίστασθαί τίνος.: s.
tillfället, παριέναιτόνκαιρόν.: s. en utsigt,
άποβάλ-λειν Ελπίδα. II) intr., Εχπίπτειν. άπαλλάττεσθαι.
χαλάν (s. efter), άνιέναι. άπομαραίνεσθαι (om
sjukdomsanfall ο. d.).

Släpphändt, 1) eg., προπετής (2) πρός τό
Ex-βάλλειν Εκ τής χειρός, 1. d. 2) se Efterlåten
ο. Medgörlig.

Släp sam, χοπώδης, 2.

Släptåg, ρύμα, τό.: föra i s., ρυμουλκέϊν.:
taga ett uppbringadt fartyg i s., άναδεϊσθαι vavv.:
låta sig tagas i s., Εφολκόν είναι.

Slät, 1) se Jemn 1). 2) se Hal 2). äfv.
θωπευτικός, 3. 3) klen, tarflig, φαύλος, 3.
κακός, 3. ευτελής, 2. λιτός, 3. — Adv., όμαλώς
etc.: rätt o. s., άπλώς.

Släta, όμαλίζειν. λεαίνειν.: s. öfver,
περιπέτ-τειν. Επισκιάζειν. καλλύνειν.

Släthugga, ξύειν 1. ξείν.

Slätt, πεδίον, τό. ίσόπεδον, τό. άπεδον,
Επί-πεδον, τό. πεδιάς, άδος, tf.

Slättbo, πεδιεύς, έως, ό. pl. ol πεδία
εχον-τες. πεδιεϊς, ol (ish. i Ättika).

Slättbygd, -land, πεδιάς, άδος, tf.
πεδιά-σιμος χώρα, tf.: hörande till s., πεδινός, 3.

Slö, άμβλύς, εϊα, ύ (eg. ο. oeg.). κωφός, 3,
άναίσθητος, δυσαίσθητος, αδύνατος, 2 (oeg.).
άγονος, 2 (om säd). Jfr Slöhet.

Slödder, συρφετός, ό. σύρφαξ, ακος, ό.
ά-γυρτικόν πλήθος, τό.

Slöhet, άμβλύτης, tf (eg. ο. eg.), κωςρότ^ς, tf
(oeg.).: sinnenas s., δυς-, αναισθησία, tf.: synens
s., άμβλυωπία, tf.: tändernas s., αίμωδία, tf.

Slöja, κάλυμμα, τό. καλύπτρα, tf.: lägga en
s. öfver, καλύπτειν.: lyfta s:an af ngt,
κεχρυμ-μένον τι άποκαλύπτειν 1. Εκφαίνειν.

Slöjd, τέχνη, tf. φιλοτεχνία, tf. χειρουργία, tf.
Jfr Konstflit.

Slöjdidkare, τεχνίτης, ου, ό.

Slösa, διασπαθάν. (κατ)αναλίσκειν. δαπανάν.
προίεσθαι. Εκχεϊν.: s. välgerningar på ngn,
μεγάλα, πολλά εύεργετεϊν τινα.

Slösaktig, άφειδής, 2. φιλανάλωτος, 2.
προε-τικός, 3. δαπανηρός, άναλωτικός, 3 (äfv. om
åtgöranden).

Slösaktighet, άφειδία, tf. ασωτία, tf
(frosseri). o. gm adj.

S 1 ö s a r e, (φιλ)αναλ ωτής, ού, ό. ό π ρ οϊ ε μένος
τά χρήματα, ό καταναλίσκων 1. κατεδηδοχώς τήν
ούσίαν.

Slöseri, άφειδία, tf. πρόεσις, tf. δαπάνη, tf.

Slösint, άμβλύς (3) τήν φύσιν. βραδύ νους, 2.
απαθής, 2.

Slösinthet. άμβλύτης τής φύσεως, tf.
βραδύ νοια, tf. άπάθεια, tf. κόρυζα, tf.

Sm ack, κλωγμός, ό.

Smacka, κλώζειν. ροθιάζειν (om svin).

Smak, 1) ss. ett af de 5 yttre sinnena,
γεύ-σις, tf. χυμός, ό. γευστική δύναμις, tf. 2) ss.
æsthetisk förmåga, αισθησις, tf.: vara utan s.,
άναισθήτως 1. άπειροκάλως εχειν.: brist på s.,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0410.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free