- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
407

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Smaka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Smaka-

άπειροκαλία, ή.: ha smak i ngt, άκριβώς]
χρϊ-νειν τι. έμπείρως έχειν τών καλών τε καϊ μή κα ■
λών. αισθάνεσθαί τι. 3) subjektivt, tycke,
behag, έπιθυμία, ή. έρως, ωτος, ό.: finna s. i 1.
ha s. f. ngt, έπιθυμεϊν τίνος, φιλείν τι. ήδεσθαί
τινι. άσπάζεσθαί τι.: ej finna s. i ngt,
παραμε-λεϊν τίνος.: ge ngn s. f. ngt, έρωτα έμποιείν τινί
τίνος. 4) objektivt, a) ss. tings egenskap,
χυμός, o. χυλός, o.: utan s.. άχυμος, άχυλος, 2.
b) ss. persons, χάρις, ιτ ος, ή.: m., utan s., se
Smakfull, -lös.

Smaka, 1) känna, fresta på ngt,
(άπο)γεύε-σθαι τίνος, αισθάνεσθαί τίνος διά τού στόματος
1. διά τής γλώττης.: s. förut, προγεύεσθαί τίνος.:
ej hafva s:t ngt, άγευστον είναι τίνος.: ge ngn
ngt att s., γεύειν τινά τι. 2) ge smak ifr. sig,
χυμούσθαι (Sedn.). δζειν τινός (oeg.).: s. bra,
ήδύ είναι έσθίειν.: det s:r mig väl, ήδεως έσθίω
1. πίνω τινός, ή ψυχή δέχεται τι. ήδομαί τινι
(äfv. oeg.).: låta sig ngt s., ευωχείσθαί τίνος.

Smakande, γεύσις, ή. γεύμα, τό. heldst gm vv.

Smakfull, 1) om pers., αισθητικός, 3.
φιλό-χαλος. 2) om sak, χαρίεις, εσσα, εν. έπί-,
εύχαρις, 2. γλαφυρός, 3 (nätt, putsad).

Smakfullhet, se Smak 2) o. 4) b).

Smaklig, ηδύς, εϊα, ύ. εύχυμος, εϋχυλος, 2.

Smaklighet, ευχυμία, εύχυλία, ή.

Smaklös, 1) subjektivt, άπειρόκαλος, 2.
ά-μουαος, 2. αναίσθητος, 2. βλάξ, ακός, δ, ή. 2)
objektivt, άχαρις, 2. άκαλλής, 2.

Smaklöshet, 1) om pers., άπειροκαλία, ή.
άμουΰία, ή. αναισθησία, ή. 2) om sak, άχαρι, τό.

Smaksinne, se Smak 1) ο. 2).

Smal, στενός, 3 (trång), λεπτός, Ισχνός, 3
(tunn, spenslig), ραδινός, 3 (smärt).

Smalben, κνήμη, ή. άντικνήμιον, τό.

Sm alb en t, ϊσχνοσκελής, λεπτοσκελής, 2.
λε-nτόπους, οδος, δ, ή.

Smalhet, στενό της, ή. λεπτότης, Ισχνότης, ή.

Smalna, = bli smal, se Smal. äfv.
λεπτύνε-σθαι. στενούσθαι.

Smaragd, σμάραγδος, ή.

Sm aska, ξοθιάζειν.

Smattra, ψοφείν.: trumpeten s:r, ή σάλπιγξ
φθίγγεται. — smattrande, βαρυηχής, 2.

Smattrande, ψόφος, ό.: trumpetens s.,
φθόγγος, ο. κλαγγή, ή.

Smed, σιδηρουργός, ό. χαλκεύς, έως, ή.

Smedja, σιδηρεϊον, σιδηρουργεϊον, τό.
χάλ-κεϊον, τό.

Smedjehärd, χάμινος ή τών σιδηρουργών,
θέρμαστρα, ή (ässja).

Smedsarbete, χαλχευτικά έργα, τά.

Smedshandtverk, τών σιδηρουογών τέχνη,
ή. σιδηρϊτις τέχνη, ή χαλκεία, ή. χαίκευτική, ή.

Smedstång, θερμαστρις, ίδος, ή.

Smek, αιμυλία, ή. άσπασμα, τό. ασπασμός,
δ. θώπευμα, τό.

Smeka, άσπάζεσθαι. (ύπο)κορίζεσθαι.
θωπεύ-ειν. — smekande, αιμύλος, 2. υποκοριστικός, 3.

Smekning, se Smek.

Smekord, ύποκόρισμα, τό. ύποχοριστικόν
δ-νομα, τό.

Smergel, σμύρις, ιδος, ή.

Smet, (γλισχρόν τι) φύραμα, τό 1. d.

Smeta, περιχρίειν.

Smetig, γλίσχρος, 3, πηλώδης, 2

• Smuts. 407

Smicker, 1) ss. sak, κολακευτικός λόγος, o.
χολάκενμα, τό. θώπευμα, τό. 2) ss. handling,
κολακεία, ή. θωπεία, ή. άρεσκεία, ή (inställsamt).

Smickersam, κολακευτικός, 3. θωπευτικός, 3.

Smickra, κολακενειν, θωπεύειν, α αίνειν,
άσπάζεσθαι, ύποτρέχειν, θεραπεύειν τινά. είς
κάλλος 1. έπί τό κάλλιον εϊκάζειν τινά.: s. folket,
δημοκοπεϊν.: s. sig m. ngt, ήγεϊσθαι 1. έλπίζειν
έσεσθαί τι. πεποιθέναι ή μήν έσεσθαί τι.: s. sig
m. förhoppningar, έλπίσι θερμαίνεσθαι.: känna
sig s:d af ngt, ήδέως άκούειν τι. — smickrande,
κολακευτικός, θωπευτικός, 3. άρεσκος, 3.

Smickrare, κόλαξ, ακος, δ. κολακεύων, δ.
θώψ, ωπός, ό.: s. af folket, δημοκόπος, δ.

Smida, l) eg., χαλκεύειν (vara smed).
(συγ)κρο-τεϊν, σφυρηλατεϊν, έλαννειν τι (gm smidning
förfärdiga ngt).: s. fast vid en klippa,
προσπαττα-λεύειν πέτρα.: s. i bojor, άλύσεσι δεσμεύειν 1.
δείν.: man måste s. medan jernet är varmt,
tv-θύς τό πράγμα κροτείσθω. 2) oeg., se
Hopsmida, Hopspinna.

Smide, 1) smidning, χαλκεία, ή. 2) se
Jernsaker.

Smidig, υγρός, 3 (mjuk, om pers. o. sak).
χαμπτός, 3 (böjlig), εύάγωγος, εύάρμοστος, 2 (s.
lätt fogar sig), εύπειθής, 2 (lättbeveklig).
πανούργος, 2 (fin), ραδινός, 3 (smärt), ευφυής, 2
(välväxt).

Smidighet, υγρό της, ή. ευαγωγία,
εύαρμο-στία, ή. ο. gm adj.

Smil, μειδίαμα, τό. άρεσκεία, ή (oeg.).

Smila, μειδιάν (eg.), άρεσκεύειν, -σθαι (oeg.).:
gå ο. s. m. ngn, άνακτάσθαί τινα θωπεύμασιν.
Jfr Lisma.

Smink, χρώμα, τό. έντριμμα, τό. φάρμακον,
τό. άνθισμα, καλλώπισμα, τό (äfv. oeg.). φύχος,
φύκιον, φυκίον, τό (rödt s., äfv. έγχουσα, ή,
παιδέρως, ωτος, ό). ψιμύθιον, τό (hvitt s.).
στίμ-μι ο. στίμμισμα, τό, äfv. ύπόγραμμα ο.
καλλι-βλέφαρον, τό (svart, att färga ögonhåren m.).

Sminka, έντρίβειν. χαλλωπίζειν. φυκούν,
φν-κιδύν. ψιμυθιούν.: s. ögonhåren, στιμμίζειν.
ν-πογράφειν τά βλέφαρα.: s. sig, gm med.

Sminkande, (χρωμάτων) έντριψις, ή.
καλλωπισμός, δ. ψιμυθισμός, 2 (Sedn.).: ögonens β.,
οφθαλμών υπογραφή, ή.

Sminkburk, πυξίς, ίδος, ή.

Sminkrot, έγχουσα 1. άγχονσα, η.

Sminkvatten, καλλωπιστικόν φάρμακον, τό.

Smitta, μίασμα, τό (smittning). λοιμός, δ,
λοιμώδης νόσος, ή, λοιμικόν πάθος, τό (sjukdom).

Smitta, νοσοποιεϊν. διαφθείρειν.
άναπιμπλά-ναι, έμπιπλάναι. χραίνειν.

Smittsam, λοιμώδης, 2. λοιμικός, 3.

Smolk, ψεκάς, ψακάς, άδος, ή. äfv.
πασπά-λη, ή (mjölstoft).

Smugla, -are,-eri, se Lurendräga o.s.v.

Smula, ψωμίον, τό. ψίξ, ιχός, δ, ή. äfv.
ψακάς, άδος, ή.

Smula, sönder, se Krossa.

Smulgråt, κυμινοπρίστης, ου, δ. κνιπός, δ.
se f. öfr. Girigbuk.

Smulig, ψιχώδρς, -χιώδης, 2.

Smultron, χόμαρον, τό, μιμαίχυλον, τό (se
Lex.). χαμοχέρασον, τό (Nygr.).

Smultronbuske, χόμαςος, ή. άνδράχνη, ή.

Smuts, ξύπος, ό. ρνπαρία, ή. τδ ρνπαρόν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0411.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free