- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
410

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Snömoln ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

410 Snömoln-

Snömoln, νιφετώδης νεφέλη, tf.

Snömos, ungef. άφρόγαλα, ακτος, τό. oeg.,
se Prat.

Snöpa, Εκτέμνειν (τινά, ngn).

Snöping, Εκτομίας, ου, ό. σπάδων, ωνος,
ο, ευνούχος, ό.

Snöplig, -het, se Neslig, Dålig, -het.

Snöpning, Εκτομή, tf.

Snöra, σφίγγειν.: s. sig, τον θώρακα
περι-θέσθαι.

Snöre, μήρινθος, tf. σχοινίον, τό. σπάρτη, tf.
σπαρτίον, τό. σείρα, σειρίς, ίόος, tf.

Snöripa, λα)/ώπονς, οόος, ό.

Snörlif, ungef. #ώρα£, ακος, ό. (analogt hos
de gamle, ταινία, tf. μίτρα, tf. άπόδεσμσς, ό.
στηθόδεσμον, τό. στηθοδεσμίς, kΓος, tf. se Lex.).

, Snörning, σφίγξις, tf.

Snörpa, -ning, se Sammansnöra, -ning.

Snörrätt, ευθύτατος, 3. προς στάθμην
πε-ποιημένος 1. χατεσχευασμένος, 3 (efter sänklod).

Snövatten, χιόνινον ύδωρ, τό. νόωρ τό από
τζς χιόνος γενόμενον.

Snöväder, νιφάδες, αι. νιφετώδης χειμών, ό.

Snöyra, νιφετός, ό. συρμός νιφετών, ό.

Sobel, μνς ό ποντικός.

Social, κοινός, 3. κοινωνικός, 3. πολιτικός, 3.

Societet, se Samfund, Cirkel 4).

Socka, ποδεϊον, τό. πίλος,

Sockel, κρηπίς, ιόος, tf.

Socken, παροικία, tf.

Socker, σάκχαρ, σάκχαρον, σάκχαρι, εος, τό.

Sockerbagare, πλακονντοποιός, ό.
πεμμα-τουργός, ό.

Sockerrot, σίσαρον, τό.

Sockersöt, )/λνκντατος, 3. μέλιτος γλυκίων, 2.

Sockra, ήδύνειν τι σακχάρψ. προσπάττειν τινί
σάκχαρον.

Soffa, κλίνη, tf. σκίμπους, οδος, ό.

Sofgemak, -kammare, se Sofrum.

So fr a, πνρονν (metaller), καθαίρειν.
j Sof ring, πνρωσις, tf. κάθαρσις, tf.

Sofrum, θάλαμος, ό. δωμάτιον, τό.
κοιμητή-ριον, τό. κοιτών, ώνος, ό.

Sof t id, ώρα tf τον ύπνου.: komma vid s:n,
χοιταϊον Επελθεϊν.

Sofva, καθ·ενί/ε*ν. κοιμάσθαι (ligga).
καταοΓαρ-θάνειν (hårdt), νυστάζειν (nicka), νπνονν.: s. lugnt,
tfcTfW άναπανεσθαι.: s. djupt, βαθύν κοιμάσθαι.
καθυπνούν.: s. illa, oroligt, δυσκοιτειν. δυσυπνεϊν.:
s. hos ngn, σι/y-, παρακοιμάσθαί τινι. παρακοιτεϊν
τινι. συγ-, παρακαθεύδειν, συγκατακεϊσθαί τινι.:
lägga sig, gå att s., κοιμάσθαι. εύνάζεσθαι.
κοι-τάζειν, κατακλίνεσθαι ώς καθεύδοντα. εις κοϊτον
τρέπεσθαι.

Sofvel, oty/ov, τό. προσόψημα, τό.

Söl, ήλιος, ό.: upp-, nedgående s., se
Sol-bergning, -uppgång.: vid s:ens uppgång,
ό-νίσχοντος, άνατέλλοντος τού ήλίου. άμ* ήλίω
ά-νίσχοντι 1. άνατέλλοντι. άμ’ ήμερα 1. «ω.: sätta,
lägga i s;en, ήλιούν.: gå i s:n, s:ns sken,
περίπατων νπό τον ήλιον.: torka i s:n, αύαίνειν
πρός τον ήλιον. θειλοπεδεύειν.: se s:en i synen,
εις τον ήλιον άντιβλέπειν.: uppvärmd i s:n,
ειλη-θερής, 2.: trakten, der solen går upp, ned,
ήλίου άνατολαί, δυσμαί, αι.

Sola, ήλιούν.: s. sig, ήλιούσθαι, ήλιάζεσθαι.
είληθερεϊν.

-Solstråle.

Solbadd, ήλιοκοΛα, tf. εϊλη, tf. καύμα 1.
θάλπος τό τού ήλιου, ήλιοι, οι.

Sol ban a, δρόμος ό 1. περιφορά tf τον ήλίου.

Solbergning, ήλίου δύσις, tf. ήλιος δυο μένος
1. δύνων 1. δύς.: vid s:n, άμα τω ήλίω δύνοντι.
δυομένου τού ήλίου. fore, προ ήλίου δύνοντος
1. elfeΐυκότος. efter, μεθ’ ήλιον δύντα. τού ήλίου
δεδυχότος.

Solbränd, ήλιοκαής, 2.

Sold, μισθός, ό. μισθοφορά, tf.; fordra
nödig s., άπαιτεϊν τον μισθον. mera s.,
προσαι-τεϊν μισθόν.: stå i ngns s., μισθοφορεϊν παρά
τίνος.: taga i sin s., μισθούσθαι. μισθώ πείθειν.:
tjena för s. hos ngn, μισθοφορεϊν {παρά) τινι.
μισθού 1. Επί μισθώ στραιεύεσθαι ύπό τινι 1.
μετά τίνος.: knappa in s:n, υφαιρεϊσθαι τού
μισθού.: som har liten s., όλιγόμισθός, 2.: som
tjenar f. s., μισθοφόρος, 2. μισθωτός, 3.: tjenst
för s., μισθοφορία, tf.

Soldat, στρατιώτης, ου, o.: s:er! (ώ) άνδρες
στρατιώται.: gammal s., ό πάλαι 1. Εκ πολλού
στρατευόμενος.: anföraren ο. hs s:er, ό
στρατηγός καί οι περί αυτόν 1. άμφί αυτόν 1. σύν αντώ.

Soldatesk, στρατιωτικόν, τό.

Soldatgöromål, τά τού στρατιώτου 1. τών
στρατιωτών.

Soldathatare, μισοστρατιώτης, ου, ό.

Sol da t lif, στρατιωτικός βίος, ό. βίος ό κατά
τό στρατόπεδον.

Soldatmaner, τρόπος στρατιωτικός, ό.

Soldatmantel, χλαμύς, ύδος, tf. σάγος, ό.

Soldatspråk, λόγοι οι κατά τό στρατόπεδον
1. Εκ τού στρατοπέδου.

Soldatsätt, se Soldatmaner.

Soldatväsende, στρατιωτικά, τά.

Solfjäder, σκιάδειον, τό (eg.), ριπίς, ίδος, tf
(att fläkta m.).

Solfläckar, π^λίόες τού ήλίου, αι.

Solförmörkalse, εκλειχρις tf τον ήλίου.: det
är s., ό ήλιος Εκλείπει, partiel, τον ήλίου
Εκλι-πές τι γίγνεται.

Solglas, ύαλος, tf (se Lex.). jfr äfv. σκάφιον, τό.

Solgrand, se Atom.

Solhatt, θολία, tf (fruntimmers), καυσία, tf.

Solhetta, se Solbadd.

Solid, se Fast, Redbar, Grundlig.

Solidarisk, κοινός, 3.

Solig, προσήλιος, 2. ευήλιος, 2.: en s. dag,
εύδιος 1. εύδιεινή ή μέρα, tf.

Solk, -a, -ig, se Smuts, -a, -ig.

Solklar, ειλικρινής, 2. κατάδηλος, 2.
Εναργής, 2. σαφέστατος, 3. Επιφανέστατος, 3.

Solljus, φώς τό τού ήλίου.

Solmånad, ?ίλιακός μήν, νός, ό.

Solo, sång, μονωδία, ή.: sjungas., μονφδεϊν.

Soloecism, σολοικισμός, ό.: en som
begagnar s:er, σόλοικος, ό. σολοικιστής, ού, ό.: begagna
s:er, σολοικίζειν.

Solros, ήλιοτρόπιον, τό.

Solsken, αύγή tf τον ήλίου. ήλιος, ό. ήλιοι,
οι.: i s:et, πρός τον ήλιον. se under Sol.

Sol skifva, κύκλος ό τον ήλίου.

Solskärm, σκιάς, άδος, tf. σκιάδειον, τό.

Solstrimma, σέλας τό τού ήλίου.: det synes
en s., ό ήλιος Εκλάμπει 1. διαυγάζει.

Solstråle, άκτίς, ϊνος [ήλίου), tf. ήλιώτις
ά-κτίς, tf.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0414.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free