- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
411

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Solstyng ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Solstyng-

Solstyng, άστροβλησία, άστροβολία, ή.
σει-ρίασις, ή.: träffad af s., άστροβλής, ή τος, ό, ή.:
lida af s., άστροβολεϊσΒαι. σειριάν.

Solstånd, τροπαί al τον ηλίου, al τροπαί
(Βεριναί, sommar-, χειμερνναί, vinter-).

Solståndspunkt, σημεία τροπικά, τά.

Soltorka, εΙληΒερεϊν. se f. öfr. under Sol.

Soluppgång, ηλίου ανατολή, ή. ήλιος
ανατέλλων», ο1.: i s:en, se under Sol.: fr. s:en, άφ*
ηλίου ανατέλλοντος.

Solur, γνωμών, ονος, ό. ήλνοτρόπνον, τό.
σκν-οΒηριχον ώρολόγνον, τό. σκναΒήρας, ον, ο.
σκνό-Βηρον. τό.

Solvisare, στονχεϊον, τό. γνώμων, ονοί*, ο4.:
s:n pekar på 6, ο’ γνώμων σκιάζει τήν εχτην.

Solvärme, Βάλπος 1. καύμα τό του ήλιου,
εΐλη, ή.

Sol år, ηλιακός ένιαυτός, ό.

Som, I) pron. rel., se Hvilken 2). II) rel.
part. 1) liksom, se under Lika 2). — ss.
förstärkning vid superi., ώς, ότι, ώς οϊόν τε, t. ex.
s. hastigast, ώς τάχιστα. — ss. framhållande ett
begrepp till lika vigt m. ett föreg., ώσπερ 1. ώς
xai. χαί — χαί. τέ — χαί t ex. unga s. gamla,
νέον ώσπερ xai πρεσβΰτav. νέον τε χαί πρεσβύταν.
— ss. inskränkande bestämning vid ett begrepp,
ώς, t. ex. s. mska, ώς άνΒρωπος (lat. ut homo).
2) emedan, se d. o. 3) då, se Då II) 1).

Somliga, τινές, έννον, 3. έστνν οϊ.: endast s ,
ολίγον τινές·: s. — andra, ol μέν (τίνες) — οϊ όέ
(τίνες).’, s. så andra så, άλλον άλλως 1. άλλον
τρόπον.: s. här andra der, άλλον άλλοΒι.: s. härifrån
andra derifrån, άλλον άλλοΒε v.: s. då andra då,
άλλον άλλοτε.

Somligstädes, ένιαχού. έστνν ου 1. όπου.

Sommar, Βέρος, τό.: om s:en, του Βέρους,
έν Βέρει. χατά τό Βέρος, ώρα Βέρους.: m. s:ens
början, άμα τώ Βέρει.: det blir s., τό Βέρος
έ-πέρχεται.: hög s., se Högsommar.: tillbringa
s:en på ett ställe, Βερίζειν έν χωρίω τννν.:
fuktig s., ϋπομβρον Βέρος.: torr s., αύχμοί χατά τό
Βέρος 1. άνά του Βέρους.

Sommarafton, Βερννή 1. Βερεία εσπέρα, ή.

Sommararbete, Βέρενα έργα, τά. έργα τά
του Βέρους 1. έν Βέρεν

Sommarbostad, Βέρετρον, τό.: ha sin s. på
ngt ställe, Β-ερίζενν έν χωρίω τινί.

Sommarfrukt, Βέρειοι 1. Βερινοί χαρποί, oi.
Βερινά μήλα, τά. οπώρα, ή.

Sommarkläder, Βερινόν 1. σείρινον Ιμάτιον,
τό. Βέριστρον 1. Βερίστριον, τό. λράος, τό. σειρά,
ή. σειρόν, τό.

Sommarluft, Βερννή αϋρα, ή.

Sommarmånad, Βέρειος 1. Βερινός μήν, ό.

Sommarnatt, νύξ ή χατά τό Βέρος.

Sommarregn, Βερινός όμβρος, ό.

Sommarsolståndet, al (ήλιου) Βεριναί
τροπαί.

Sommarvärme, Βάλπη Βέρους, τά.

Somna, 1) falla i sömn, χαταύαρΒάνειν. άφ-,
χαΒυπνοΰν. χαταφέρεσΒαι εϊς ϋπνον.
χαταχοιμά-σΒαι. 2) om kroppsledamöter, άποπιέζεσΒαι.
ά-ποναρχοΐσΒαι. 3) fig., nedsjunka i overks.imhet,
έξίτηλον γίγνεσΒαι. άναπανεσΒαι. λήγειν.

Somnambul, ό χαΒ’ ύπνο ν πλανώ μένος.

Son, υιός, ό. παϊς, άός, ό. äfv. εχγονος, ό.
τεχνον, τό.: vid gen. af faders- 1. modersnamnet

-Sorgfällighet. 411

står gemenl. blott art., t. ex. Thucydides Oloros’
s., Θουχυόίάης ό Όλόρου.: få en s., φύσαι (om
fader), τίχτειν (om moder), γεννάν (om
beggedera) , παϊάα. γίγνεταί τινι παις. · upptaga ss. s.,
εϊσποιεϊσΒαι. υΙοποιεισΒαι. π αϊ da ποιεϊσΒαι.:
upptagande till s., υΙοΒεσία, ή.: upptagen ss. s.,
υΐο-ποιητός, 3.

Sönd, μήλη, ή.^-era, μηλούν.

Sondotter, υιού Βυγάτηρ, (τρός), ή. υΐωνή, ή.

Sonlig, ο’, ή, τό τού τέχνου 1. τών τεχνών,
ευσεβής (2) περι τους γονέας 1. φιλόστοργος, 2 (i
afs. på vördnad o. kärlek).

Sonson, υιάους, ου, ό. υΐωνός, ό. υϊού υιός, ό.

Sopa, χορεϊν. σαίρειν. χαλλύνειν, χαΒαίρειν
(städa).

Sophi sm, σόφισμα, τό.

Sophist, σοφιστής, ού, ό.: en s:s lärorum,
σοφιστήριον.: handla, tala som en s., σοφιστεύειν.
σοφιστιάν (i tadl. men.).

Sophisteri, σοφιστεία, ή. σόφισμα, τό.
λόγος σεσοφισμένος, ό.

S ο ρ h i s t i k, σοφιστιχή (τέχνη), η. άντιλογιχή, ή.

Sophistisk, σοφιστιχός, άντιλογιχός, 3.

Sop ni η g, χαΒαρμός, ό. bäst gm vv.

Sopor, χόρημα, χάΒαρμα, σ άρω μα, σάρον,
τό. σύρμα, τό. συρφετός, ό. σχύβαλον, τό.
φορυ-τός, ό (sälls.). χλήάος, ό. jfr όφελμα, τό.

Soppa, ζωμός, ό.

Sopqvast, χόρηΒρον, τό. σάρος, ό. σάρωΒρον,
τό. χόρημα, τό, όφελμα, τό.

Sop vrå, άπουργος γωνία, ή.

Sorg, φροντίς, ίάος,ή. μέριμνα, ή. λύπη, ή.:
göra ngn s., λυπεϊν, άνιάν. χαχόν ποιεϊν τινα.
jfr Bedröfvelse, Bekymmer, b) efter ngn
afliden, πένΒος, τό. Βρήνος, ό.: djup s.,
βαρν-πενΒία, ή. μέγα τό πένΒος.: ha s., πένΒος εχειν,
ποιεϊσΒαι, άγειν.: hafvande s., πένΒιμος, 2.
πεν-Βιχός, 3.: betyga ngn sin s., συνάχΒεσΒαί τινι.:
anlägga s., se Sorgdrägt.

Sorgbunden, σχυΒρωπός, 3, περίλυπος, 2
(om pers.), λυπηρός, άνιαρός, στυγνός, 3 (om
pers. ο. sak).: se s. ut, σχυΒρωπάζειν.

Sorgbundenhet, λύπη, ή. άΒυμία, ή
(nedslagenhet). σχυΒρωπότης, ή.

Sorgdikt, Βρήνος, ό.

Sorgdrägt, πενΒιχή 1. πένΒιμος έσΒής, ή.
μέλαν Ιμάτιον, τό.: lägga an s., πένΒιμον έσΒήτα
λαβείν, μέλαν ιμάτιον περιβαλέσΒαι.: gå i s.,
μελανειμονεϊν.

Sorgebud, χαχάγγελος, ό (pers.), χαχή
αγγελία, ή (sak).

Sorgehus, οιχία ή πένΒος άγουσα. πένΒιμος
οΐχία, ή.

Sorgesång, Βρηνώάημα, τό. Βρήνος, ό.
Βρή-νημα, τό. Ιάλεμος, ό (poet.).

Sorgetåg, se Likprocession.

Sorgfri, άμέριμνος, 2. άάεής, 2. άλυπος, 2.
εύκολος, 2. άφροντις, ι&ος, 2.: lefva s., άνευ
φροντί&ος ποιεϊσΒαι τόν βίον. ευκόλως ζήν.

Sorgfull, πολύφροντις, ιάος, ό, η.
πολυμέρι-μνος, 2. περιΰεής, 2. λυπηρός, 3.

Sorgfällig, έπιμελής, έπιστρεφής, 2,
περι-εσκεμμένος, 3 (om pers ), σπουάαϊος, 3, ακριβής,
(om pers. ο. sak).

Sorgfällighet, έπιμέλεια, ή. σπονδή, ή.
ακρίβεια, ή. έπιστροφή, ή. φροντίς, ίάος, ή.:
använda s. på ngt, έπιμέλειαν ποιεϊσΒαι τίνος.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0415.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free