- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
412

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sorglig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

412

Sorglig —Spekulera.

Sorglig, βαρύς, εϊα, v. χαλεπός, 3. οικτρός,
3. λυπηρός, ανιαρός, στυγνός’, 3.^

Sorglighet, ατυγνότης, ή. λύπη, ή. ανία, ή.
ο. gm adj.

Sorglustig, χλαυσίγελως, ωτος ο. ω, ό (se
Lex.).

Sorglös, άφροντις, *dof, ό, ή. αμελής, 2.
ράθυμος, 2. ρηΛοι/ρ^ο’ί*, 2. άνειμένος, 3.: vara,
visa sig s., αμελώ ς έχειν. όλιγωρεϊν. ραθυμεϊν.
φαδιουργεϊν.

Sorglöshet, ραθυμία, ή. αμέλεια, ή.
εύω-ρία, ή.

Sorgmusik, πενθιχόν μέλος, τό. πενθιχή
συμφωνία, ή.

Sorgqväde, se Sorgdikt, -esång.

Sorgsen, -het, se Sorgbunden, -het.

Sorgspel, τραγωδία, ή. Jfr Tragedi.

Sorgtid, χρόνος ό τού πένθους.

Sorl, θόρυβος, o, θ ρου ς, δ (en folkhops),
ψιθυρισμός, ό. ψιθύρισμα, τό.

Sorla, ψοφείν (i allmht). ψιθυρίζειν (om
flöden). ροθιάζειν (om vågor), τονθορύζειν (af ovilja).
θορυβεϊν (om en folkhop).

Sort, se Slag 4).

Sortera, διατιθέναι χαθ’ έκαστα.

Sot, αιθάλη, ή. αιθαλος, ό. άσβολος, ή.
λι-γνύς, ύος, ή.: bränna till s., αϊθαλούν.

Sota, 1) rena skorsten fr. sot, τήν
χαπνο-δόχην καθαιρεί ν. 2) svärta m. sot, άσβολάν.

Sötare, δ τάς καπνοδόχας καθαίρων.

Sotdöd, naturlig död, se under Död.

So ti g, αϊθαλώδης, άσβολώδης, λιγνυώδης, 2.

Sotsäng, θανούντος 1. θνήσκοντος κλίνη, ή.

Spad, ζωμός, δ. έμβαμμα, τό.

Spade, σκαφείον, τό. σκαπάνη, ή.

Spak, -het, se Sedig, -het.

Spalt, se Kolumn.

Spana, (κατα)σκοπείν. (έκ)πυνθάνεσθαι.

Spaning, πύστις, ή. μάθησις, ή. λόγος, ό.:
få β. om ngt, λόγω 1. àxojj παραλαμβάνειν 1.
μανθάνειν τι.

Spann, 1) ss. längd, σπιθαμή, ή. λιχάς, άδος,
ή.: hållande ett s., σπιθαμαίος, -μιαίος, 3.
σπίθα μώδης, 2. 2) ss. rymd, χούς, ού, δ 1.
μέδι-μνος, ό 1. ήμαμφόριον, τό (se Lex.). 3) se
Δη-spann.

Spannmål, σίτος, δ 1. σίτα, τά.: köpa upp
β., σιτωνειν.

Spannmålsbod, σιτοβολών, ώνος, ό.
σιτο-βόλιον, σιτοφυλάκιον, τό.

Spannmålsbrist, σετοδεία, σπανοσιτία, ή.

Spannmålshandel, τό σιτοπωλείν.
σιτω-νία, ή.

Spannmålshandlare, σιτοπώλης, ου,ό. σι·
τοκάπηλος, ό.: s:sbod, σιτώνιον, τό.: varas.,
σιτοπωλείν.

Spannrem, ιμάσθλη, ή. 1. Ιμάς, άντ ος, δ.

Spara, 1) lägga upp, (δια)σώζειν.
(δια)φυλάτ-τειν. άποτίθεσθαι. ταμιεύεσθαι, 2) se Β e s ρ a r a.
3) uppskjuta, άναβάλλειν, -σθαι. 4) skona,
φείδεσθαί τίνος.

Sparbössa, άργυριοθήκη, ή.

Sparf, στρουθός , ό ο. ή. στρουθίον, τό.

Sparfhök, σπιζίας, ου, ό.

Spark, λάκτισμα, τό.: ge ngn en s., se Följ.

Sparka, λακτίζειν τινά. πατε’ιν τινα.

Sparkning, λακτισμός, ό.

Sparning, se Besparande.

Sparre, στρωτήρ, ήρος, ο.

Sparris, άσπάραγος 1. άσφάραγος, δ.: växten,
άσπαραγιά, ή.

Sparrlag, οροφή, ή. πινάκωσις, ή.

Sparrlakan, σκηνή, ή.

Sparsam, φειδωλός, φειδόμένος, 3, άκριβής,
2 (om pers.), σπάνιος, ολίγος, λεπτός, μικρός,
μανός, 3 (om ting).

Sparsamhet, 1) fallenhet f. att spara,
φειδώ, ούς, ή. φειδωλή, φ ειδώλια, ή. ακρίβεια, ή.
2) tarflighet, ευτέλεια, ή. λιτότης, ή·: företaga,
beräkna ngt på s., είς εύτέλειαν συντέμνειν τι.
εις εύτέλειαν σωφρονίζειν. 3) sällsynthet,
obetydlighet, σπάνις, εως, ή. σπανιότης, ή.
λεπτό-της, ή. μανότης, ή.

Spasmer, se Kramp.

Spatsera, περιπατείν. (δια)βαδίζειν

Spatserande, περιπάτησις, ή. περίπατος, δ.

Spatserfärd, -gång, περίπατος, ό (såv.
plats s. handling), δρόμος, o (plats).: företaga en
s., περίπατον ποιεϊσθαι. περιπάτω χρήσθαί.

Spatserridt, περιέλασις, ή.: företaga en s.,
περιελαύνειν έφ’ ϊππου.

Spe, σκώμμα, τό. χλευασμός, ό. χλεύασμα,
τό. χλεύη, ή. καταχήνη, ή. μώμος, ο. διασυρμός,
δ. κατάγελως, ωτος, ό. έμπαιγμός, δ.: göra s.
af ngn, se under Gäck.

Speceri, άρτυμα, το’.

Specialitet, -c i el, se Sär skild het, -skild.

Species, είδος, τό.

Specificera, καθ’ έκαστα δι- 1. έξηγεϊσθαι.
διόριζε ιν.

Sp ecimen, se Ρ rof 2).

Spedition, ώνίων διαπομπή, διαποστολή, ή.

S ρ e d i t ö r, δ τά ώνια διαπέμπων 1 .διαποστέλλων.

Spefull, χλευαστικός, 3. σκωπτικός, 3.
δια-συρτικός, 3.: s:t tal, σκώμματα, τά.

Spegel, 1) eg., κάτ-, εις-, ένοπτρον, τό.
χαλ-κεϊον, τό.: ställa sig f. s:n, τφ κατόπτρψ
παρα-στήναι.: se sig i s:n, είς-, έν-, κατοπτρίζεσθαι.
2) skeppets, κόρυμβος, ο.: vattnets, έπιφάνεια
τού ύδατος, ή.

Spegelbild, έμφασις, ή.

Spegelfäkteri, σκιαμαχία, ή. άλαζόνεύμα, τό.
λόγοι κενοί, oi.: öfva s., σκιαμαχεϊν.

Spegelklar, -lik, κατοπτροειδής, 2.

Spegla, 1) reflektera, άποστίλβειν.
μαρμαί-ρειν. 2) s. sig, se under Spegel 1).: s. sig i
ngt 1. i föredömet af ngn, παράδειγμα ποιεϊσθαι
τινα 1. τί 1. παραδείγματι χρήσθαί τινι οίον χρή
είναι.: i edert exempel kunna andra s. sig,
παράδειγμα τοϊς άλλοις έσεσθε οίους χρή είναι.

Speja, (κατα)σκοπεϊν. σκοπιάζειν.
σκοπιωρεί-ϋθαι.

Spejande, (κατα)σκοπή, ή. σκοπιά, ή.

Spejare, σκοπός, κατάσκοπος, ό· διερευνητής,
ού, δ.

Spektakel, se Skådespel.

Spekulant, ό χρηματιζόμενος, ό ώνεϊσθαι
μέλλων 1. βουλόμένος.

Spekulativ, θεωρητικός, 3.

Spekulation, 1) theoretisk, σκέψις, ή.
θεωρία, ή. 2) oekonomisk, χρημάτισις, ή.
χρηματισμός, ό.

Spekulatör, χρηματιστής, ού, δ.

Spekulera, 1) theoretiska σχοπεϊν u 1. περί

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0416.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free