- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
416

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Spänne ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

416

Spänne — Staka.

s. sin båge f. högt, μηδέν άγαν χατελπίζειv.: vara
i spändt förhållande till ngn, iv διαφορά elvaι
προς τινα. δ) om skor, kläder o. d., πιέζειν.:
det s:er i magen, ατροφεί τι πνεύμα περί τον
όμφαλόν. ίντεροπονώ. 6) intr., s. emot,
άντι-τειν tiv. άντερείδειν.

Spänne, πόρπη, ή. πόρπημα, τό. περόνη, ή.

Spänning, 1) eg., τάσις, ή. έκ-, έντασις, ή.
τόνος, ό. 2) oeg., a) själskrafternas, προσοχή,
ή. σύντασις, ή. b) bekymmer, φροντίς, >}.:

min själ är i s., αιωρούμαι (τήν ψυχήν).
ixtta-μαι. Επαίρομαι τω θυμώ. c) oenighet, διαφορά,
ή.: råka i s. m. ngn, είς διαφοράν ήκειν τινί.

Spänstig, υγρός, 3 (smidig), εύ-, αύντονος,
2. συνεστραμμένος, 3. άντίτυπος, 2.

Spänstighet, εν-, αυντονία, ή. τό εύ-,
αύν-τονον. äfv. τάαις, ή.: brist på s., ατονία, η.

Spänta, σχίζειν. ίκπελεκάν.

Spärra, (χατα-, άπο)κλείειν.: s. en stad,
άπο-χλείειν 1. άπείργειν τού είσελθείν εϊς πόλιν.: s. en
hamn, άποφράττειν λιμένα.: s. ett hjul, ίπέχειν
τροχόν.: s. ut benen, διαπλίσαεσθαι. διαβαίνειν.

Spärrning, άπόχλεισις, ή. άπόφραξις, ή

Spö, ράβδος, ή. ραπίς, ίδος, ή.: slitas.,
μα-ατιγούσθαι. ραπίζεσθαι.

Spö a, ραβόίζειν. ραπίζειν. μαατιγούν.

Spöka, det s:r, φάσματα 1. είδωλα περιέρχεται.

Spöke, φάσμα, τό. ειδωλον, τό. μορμώ, ούς,
-μών, όνος ο. ώνος, ή. μορμολυχεϊον, τό.

Spöklik, φασματώδης, 2.

Spörja, se Fråga 1), Förnimma.

Spörj sm ål, se Fråga.

Spöslitning, ραπισμός, o.

Sqvadron, ιλη, ή. φυλή, ή.: anföra en β.,
ϊλης ήγείσθαι. φυλαρχείν.

Sqvadronvis, χατ* ϊλας.

Sqval, χαχλασμός, ό. χάχλασμα, τό. γ
έλασμα, τό.

Sqvala, χαχλάζοντα, παταγούντα ρεϊν.

Sqvaller, θρούς, ού, ό. έχφορά λόγου, ή.
αγόρευσις, ή. ίξαγγελία, ή. λόγοι, οι. λέσχήμα,
τό. λήροι χαί διαβολαί. στωμυλία. ή. βασκανία,
ή (förtal).

Sqvallra, ίκλαλείν. έξαγορεύειν. Ιξαγγέλλειν.
Ικφέρειν. βασκαίνειν (förtala).

Sqvallrare, βάσκανος, δ.

Sqval ρ, πάταγος, ό.

Sqvalpa, παταγειν. καχλάζειν.

Sqvalregn, ραγδαίος δμβρος, ό.

Sqvalregna, det s:r, δμβροι καταρρήγνυνται,

Sqvattra, κιτταβίζειν.

Sqvätt, λοιπόν τι (τών υδάτων).

Stab, οι ηγεμόνες τε και οι λοχαγοί 1. ol περί
τόν ηγεμόνα 1. d. Ιπιτελείς, οι (Nygr.).

Stabil, -itet, se Fast, -het.

Stabrak, se Solstånd.

Stack, σωρός, δ. σώρευμα, τό. S-ωμός, ό.

Stacka, σωρεύειν. αυνάγειν, συντι&έναι εϊς
&ωμόν.

Stackare, se Kräk 2). äfv. δύστηνος, ό.
φαύλος, δ.

Stackig, -het, se Kort, -het.

Stackning, σώρευσις, ή.

Stad, 1) på linne o. d., παρυφή, παρύφασμα,
τό. παραίρημα, τό. 2) se Ställe. 3) sambygd
ort, urbs, civitas, πόλις, εως, ή (äfv. innef.
innevånarne i en st.), πόλισμα, τό. άστυ, εος, τό.:

befästad β., περιτετειχισμένη πόλις, ή. οχυρό ν
πόλισμα, τό. τείχος, τό.: fr. s. till s., χατά
πόλεις. καθ* εκάστην τήν πόλιν.

Stadd, vara s. i ngt (göromål), είναι πρός 1.
έν τινι. έχειν άμφί τι. γίγνεσθαι πρός τινι 1.
περί τι.

Stadfästa, (ίπι)κυρούν. έπιχειροτονεϊν (om
folkförsamlingen), άποδέχεσ&αι. Ιπικρίνειν.

Stadfästelse, κύρωσις, ή. αποδοχή, ή.
β§-βαίωσις, ή.

Stadga, se Fasthet, Förordning.

Stadga, 1) göra fast, Ιμπεδούν. βεβαιούν,
ί-πιρρωννύναι.: s. ngn i hs mening,
καταβεβαι-ούν τήν δόξαν τινός. 2) se Fastställa.

Stadgande, se Bud, Påbud.

Stadig, se Beståndande, Beständig,
Fast.

Stadighet, se Fasthet, Beständighet.

Stadigvarande, se Oafbruten.

Stadium, στάδιον, τό.: ss. längdmått i pl.
ofta στάδιοι, oi.: ett s. lång, σταδιαίος, 3.

Stadsbarn, άστού παις, δ.

Stadsbo, άστός, δ. iv rjj πόλει κάτοικων,
ούντος. ό κατά τήν πόλιν.

Stadshus, πρυτανείον, τό.

Stadskunnig, δημό&ρους, 2. πολυθρύλητος,
2.: historien är s., πολύς ό λόγος ένέσπαρται τρ
πόλει.: ngt blir s:t, διαδίδοται 1. ίκφέρετai τι
είς τήν πόλιν.

Stadskyrka, ίβρόν to (1. νεώς ό) iv τρ πόλει.

Stadslag, τά iv τp πόλει καθεστώτα.

Stadslif, βίος, ό (1. διαγωγή ή) i ν τρ πόλε».

Stadsläkare, ιατρός δ κατά τήν πόλιν.

Stad sm annanäring, ίπιτήδευμα τό τού
άστού.

Stadsmark, άγροί oi πρός τρ πόλει.

Stadsmilis, φρουροί, οι. φρουριχοί
στρατιώ-ται, οι.

Stadsmur, περίβολος, δ. κύκλος, δ. τείχος τό
τής πόλεως.

Stadsområde, τά περί τήν πόλιν.

Stadsport, πύλη ή τής πόλεως.

Stadsskola, διδασκαλείον τό κατά τήν πόλιν
1. iv τρ πόλει.

Stadsåker, -ägor, se Stadsmark.

Staf, βακτηρία, ή (att stödja sig på),
σκή-πτρον, τό (konungs, härolds o. s. v.). Jfr Käpp.

Staffli, κιλλίβας, αντος, δ.

Stafning, τό συλλαβίζειν.

Stafningssätt, se Orthographi.

St af ν a, συλλαβίζειν.

Stafvelse, συλλαβή, ή.: sista s:n, ή
κατa-λήγουσα.: näst sista, ή παραλήγουσα.: den näst
före den näst sista, ή προπαραλήγουσα.: m. lång
s., μακροσύλλαβος, 2.: sluta m. lång s.,
μακρο-καταληκτείν.: slutande m. lång s.,
μακροκατάλη-κτος, 2.: m. näst sista s:n lång,
μακροπαράλη-κτος, 2.: ha dna lång, μακροπαραληκτείν.: m.
kort s., βραχυσύλλαβος, 2.: slutande så,
βραχύ-κατάληκτος, 2.: sluta så, βραχυκαταληκτειν.: mäta
s:erna, μετρείν τάς συλλαβάς.: skrifva efter
hr-enda s. som ngn skrifvit, τάς αΰτάς συλλαβάς
γράφειν τινί.

Stafvelsemått, μέτρον, τό μετροποιία, ή.

Stagnation, στάσις, ή (t. ex. vattens),
απραξία, ή (i affärer ο. göromål).

Staka, t. ex. bönor, krypväxter, χαραχούν.:

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0420.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free