- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
422

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Stoppnål ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

422

Stoppnål — Straffa.

s. munnen till på ngn, φιμούν, έπιστομίζειν
τινά.: lätt s. munnen till på ngn, άπορράπτειν τό
τίνος στόμα όλοσχοίνω άβρόχφ.

Stoppnål, ήπητήριον 1. ηπήτριον, τό.
άχέ-στρα, ή.

Stor, μέγας, γάλη, γα (i allmht). πολύς,
πολλή, πολύ (innefattande mycket, t. ex. πολλή
δύ-ναμις, ουσία.: s:t skri, πολλή βοή), ευρύς, sia, ύ,
εύρύχωρος, 2 (intagande s:t rum), εύμήχης, 2
(till växten), αξιόλογος, 2 (ansenlig), άδρός, 3
(t. ex. λοπάς, πίρ). cJf*i>0ff, 3 (till intensitet),
λαμπρός, 3, εύχλεής, εύδοξος, 2 (till ära ο. anseende,
berömd).: s. smärta, δεινόν άλγος.: s. talare,
δεινός λέγειν.: vid måttbestämniugar uttr. s. m.
acc. (το’) μέγεΒος.: allt f. s., περιττός, 3. ό, ή,
τό άγαν.: så s. som, τοσούτος όσος.: många ggr
så s., πολλαπλάσιος, 3.: bli s., αύξάνεσΒαι.
έπί-δοσιν λαμβάνειν.

Storartad, μεγαλοπρεπής, 2. μεγαλεϊος, 3.

Storbladig, μεγαλόφυλλος, 2.

Storhet, μέγεΒος, τό. πλήΒος, τό. μέτρον,
τό (mått), ποσό της, ή (i afs. på tal o. mått), τό
μέγα. μεγαλεϊον, τό, μεγαλοπρέπεια, ή (prakt).
τιμή, ή, άξίωσις, ή, χράτος, τό (makt,
anseende). λαμπρό της, ευδοξία, εύχλεια, ή (ära ο.
anseende , namnkunnighet).

Storhufvad, μεγαλοχέφαλος, 2.

Stork, πελαργός, δ.

Storkna, (άπο-, χατα)πνίγεσΒαι.

Storknande, πνίγος, τό.

Storknäbb, ράμφος τό τού πελαργού.

Storlek, μέγεΒος, τό. πλήΒος, τό. ποσό τη ς,
ή. μέτρον, τό (mått). Jfr Längd, Höjd,
Omfång.

Storlemmad, μεγαλόχωλος, 2.

Storligen, μάλα. πάνυ. δεινώς. μεγάλως.
σφόδρα. πολύ. ισχυρώς.

Storm, 1) stark blåst, χειμών, ώνος, ό.
Βύ-ελλα, ψ λαϊλαψ, απος, ή. ζάλη, ή. χαταιγίς, ίδος,
ή.: uppväcka s., χειμάζειν.: ha att uthärda s.,
χειμάζεσΒαι.: råka ut f. s , χειμώνι περιπίπτειν.
2) oeg., oro, larm, Βόρυβος, δ. χλύδων, ωνος,
δ. ταραχή, ή. τύρβη, ή. ορμή, ή.: politiska s:ar,
στάσεις, αι. äfv. χειμών, ώνος. ό. 3) stormning,
angrepp, προσβολή, έπιδρομή, ή.: gå till s:s mot
ett ställe, προσβάλλει v χωρίω 1. πρός χωρίον,
δρόμω φέρεσΒαι έπί χωρίον.: taga en stad m. s.,
χατά χράτος 1. βία αϊρεϊν πόλιν.: uthärda en s.,
ύπομένειν προσβολή ν. άντέχειν τοις έπιφερομένοις

1. προσβαλλόντων τών πολεμίων.: afslå en s.,
ά-πωΒεϊσΒαι 1. άποχρούεσΒαι προσβαλόντας τούς
πολεμίους■: en m. s. intagen stad, πόλις δοριάλωτος.

Storma, 1) tr., προσβάλλειν τινί. προσβολή ν
ποιεϊσΒαι πρός τι. 2) intr., φέρεσΒαι. όρμάν,
-άσΒαι.: det s:r, χειμών έστι (om vädret), βιαίως
χαταφέρεται 1. χατέρχεται ό άνεμος (om vinden).
χυμαίνει ή Βάλαττα (om hafvet), jfr Storm 3).
— stormande, se Stormig.

Stormande, a) tr., se Storm 3). b) intr.,
(χατα)φορά, ή (t. ex. πνεύματος).

Stormhatt, άχόνιτον, τό.

Stormhufva, χράνος, τό. χόρυς, υΒος, ή.

Stormig, 1) eg., χειμέριος, 3 ο. 2. Βυελλώδης,

2.: vara s., χειμαίνειν. χυμαίνειν (om hafvet).
2) oeg., Βορυβώδης, 2. βίαιος, 3. ταραχώδης, 2.
άγριος, 3. δεινός, 3.

Stormklädnad, δέρρις, εως, ή (se Lex.).

Stormmarsch, δρόμος, ό.: gå i β., δρόμω
χωρεϊν. τροχάζειν.

Stormning, se Storm 3).

Stormodig, -het, se Högmodig, -mod.

Stormsteg, se Stormmarsch.

Stormstege, ΙπιβάΒρα, ή.

Stormtak, χελώνη, ή. σπαλίων, ωνος, ό.

Stormunt, μεγαλόστομος, 2.

Stormvind, -väder, se Storm 1).

Stormäktig, μεγαλοχρατής, 2. μέγα
δυνάμενος, 3. δυνατώτατος, 3.

Storordig, μεγαληγόρος, 2. μεγάλαυχος, 2.
άλαζών, ό, ή. άλαζονιχός, 3. χομπώδης, 2.: vara s.,
μεγαληγορειν. μεγαλορρημονεϊν. μεγαλαυχεϊσΒαι.
μεγαλύνεσΒαι. άλαζονεύεσΒαι. χομπάζειν. χομπεϊν.

Storordighet, μεγαληγορία,
μεγαλορρημο-σύνη, μεγαλαυχία, αλαζονεία, ή. χόμπος, δ.

Storpratare, se Pratmakare.

Storsint, -het, se Högsint, -het.

Stortalig, -het, se Storordig, -het.

Storverk, μέγα 1. λαμπρό v έργον, τό.
αριστεία, ή.

Storända, τό παχύ τίνος.

Storätare, βορός, ό. πολυφάγος, αδηφάγος,
λαίμαργος, γαστρίμαργος, ό.: egenskapen af s.,
πολυ-, άδηφαγία, λαι-, γαστριμαργία, ή.
λαβρό-της, ή.

Storögd, μεγαλόφΒαλμος, 2.

Straff, ζημία, ή (förvålladt, i penningar ο.
i allmht). τιμωρία, ή (hämnds., lifs- ο. kropps-s.).
ποινή, ή (umgäld, böter), χόλασις, ή, äfv.
τίμη-σις, ή (tuktelse, bestraffning).: ådömdt s., δίχη,
ή. εύΒυνα, ή. πρός-, -έπίτιμον, τό. έπιβολή, ή.
τιμή , ή. (προσ)τίμημα, τό (se Lex).: förtjent s.,
άξια ζημία.: bestämma s. f. ngn, τιμάν τινα.
ψηφίζεσΒαι, έπιψηφίζειν, δρίζειν, γράφειν τινί
τιμήν 1. τίμημα, τάττειν ζημίαν, έπιτίμιον 1.
τι-μωρίαν τινί (περί τίνος, f. ngt).: pålägga ngn s.,
ζημίαν, δίχην o. s. v. τινί προς-, έπιτιΒέναι,
έπι-τίΒεσΒαι, έπιβάλλειν, προσβάλλειν. det
hårdaste s., χολάζειν τινά ταϊς μεγίσταις τιμωρίαις.:
undergå s., ζημίαν άπο-, έχτίνειν, χαταβάλλειν,
εϊσφέρειν (böter).: lida s., τίνειν τιμωρίαν.
ύπομένειν δίχην 1. τιμωρίαν. δίχην, ζημίαν διδόναι,
ύπέχειν, τίνειν (τινός 1. ύπέρ τίνος, f. ngt, τινί,
af ngn), τιμωρίαν λαμβάνειν, ύπέχειν.
ζημιού-σΒαι.: s. träffar ngn , ήχει τινί τιμωρία.: förverka
s., ζημίαν έργάζεσΒαι. δίχην όφλισχάνειν.: vara
förfallen till s., ενοχον εϊναι δίχρ, έπιτιμίοις,
ζημία.: s. väntar ngn, άπό-, πρόχειταί τινι
ζημία, τιμωρία.: föreslå ngns s., (om anklagaren
inf. domstol), τιμάσΒαί τινι τήν δίχην. (om den
anklagade, då han å sin sida föreslår f.
anklagaren dylikt) ύποτιμάσΒαί τινι τήν δίχην 1.
ζημίαν. : undgå s., έχ-, διαφυγεϊν δίχην.
διαχρούε-σΒαι, διαδύναι δίχην 1. τό δίχην δούναι.:
bestämma s. f. ngt, ζημίαν ο. s. ν. έπιτιΒέναι 1.
τάττειν τινί. ζημίαν ποιεϊν έπί τινι.
έπιγράφε-σΒαι.: ngt är belagdt m. s., ζημία έπίχειταί τινι.

Straffa, ζημιούν. ζημίαις τινά ζημιδύν.
τι-μωρεϊσΒαί τινά τι (f. ngt), ζημίαις τινά χολάζειν.
μετέρχεσΒαί τινα τιμωρία.: s. strängt, μεγάλαις
τιμωρίαις 1. ισχυρώς χολάζειν.: s. ngn m. böter,
ζημιούν τινα χρήμασι 1. εις τά χρήματα, m.
döden , Βανάτω ζημιούν τινα.: s:s, ζημιούσΒαι.
χο-λάζεσΒαι. δίχην διδόναι. i. ngt, δίχην έχειν τινός.
Se vidare Föreg.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0426.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free