- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
438

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tacka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

438

Tacka — Taga.

συνδειπνήσειν 1. d. jfr Betacka sig.: hafva att
att t. ngn f. ngt, χάριν όφείλειν τινί τίνος,
oftast bl., όφείλειν τινί τι.: t. f. en helsning,
άν-τασπάζεσθαι. άντιπροσαγορεύειν. άντειπείν χαίρειν.

Tacka, οϊς (θήλεια), ός, ή.

Tacka (af metall), μύδρος, ό. πλίνθος, ή.

Tackel, τά τής νεώς σκεύη 1. όπλα 1. όπλίσματα.

Tackjern, σίδηρος χωνευτός, ό.

Tackla, χατασχευάζειν. όπλίζειν.

Tacklage, se Tackel.

Tacklin g, 1) ss. handling, κατασκευή, ή.
o-πλισις, ή. 2) se Tackel.

Tacklös, αχάριστος, 2. μάταιος, 3 ο. 2.
ανωφελής, 2.: underkasta sig en t. möda, μάτην 1.
άνήνοτα 1. άνόνητα πονεϊν.: det är en t. möda
att, ούκ άξιον m. inf

Tacknämlig, χαρίεις, εσσα, εν. αχάριστος,

2. χεχαρισμένος, 3. εΰάρεστος, 2. άγαπητός, 3.

Tackoffer, χαριστήρια, ευχαριστήρια, τά.: t.

f. räddning, σωτήρια, τά.: offra t., χαριστήρια,
σωτήρια θύειν 1. άποτελείν 1. άγειν. Jfr Offer.

Tacksam, 1) eg., om pers., ευχάριστος, 2.
μνήμων (2) τών ευεργεσιών 1. ών τις εύ έπαθεν.
χάριν έχων, ουσα, ον.: vara t., εύχαριστεϊν. χάριν
είδέναι.: jag tror att I skolen blifva mig
tacksamme, οϊμαι ούχ άν άχαρίστως μοι έξειν πρός
υμών. Se f. öfr. Följ. 2) oeg., om saker, lönande
ευχάριστος, 2. λυσιτελής, 2. χερδαλέος, 3.

Tacksamhet, ευχαριστία, ή. τό εύχάριοτον.
χάρις, τος, ή.: hysa t., χάριν έχειν 1. είδέναι.
εύχαριστεϊν. εύχαρίστως διακείσθαι.: visa, bevisa
t. (i handling), χάριν άποδιδόναι,
άνταποδιδό-ναι, έκτίνειν, άπονέμειν τινί, f. ngt, τινός I. άντί
τίνος.: icke bevisa t., χάριτος 1. χάριτας 1. (τήν)
χάριν άποστερείν τινα.: betyga sin t., se Tacka.
Se f. öfr. Tack.

Tacksägelse, χάρις, τος, ή. χάριτες, αι.
ευχαριστία, ή. χάριτος ομολογία, ή.: till Gud,
χα-ριστήριοι ει’χαί, αι.: aflägga t., se Tacka.

Tacksägelsefest, se Tackoffer.

Tacksägelsepsalm, -sång, παιάν, ανος,
δ. προσόδιον, τό. ύμνος, ό.: uppstämma en t.,
παιανίζειν 1. παιωνίζειν. υμνεί ν ύμνον.

Tadel, ψόγος, δ. μέμψις, ή. μομφή, ή (mer
poet.), Επιτίμησις, ή. χατηγορία, ή. χατηγόρημα,
τί.: hånande t., μώμος, δ. ι häftigt, högljudt t.,
Επίπληξις, ή.: kränkande, skymfligt t., έλεγχος,
δ. λοιδορία, ή. όνειδος, τό.: afundsjukt, hatfullt
t., φθόνος, ό.: vara föremål f. t., ψόγον 1.
μέμψιν, äfv. αϊτίαν έχειν 1. ύπέχειν.: ådraga ngn t.,
ψόγον φέρειν τινί. εις ψόγον άγειν τινά.

Tadelfri, se Otadlig.

Τ a del sjuk, φιλόψογος, φιλομεμφής,
φιλό-μωμος, φιλαίτιος, φιλολοίδορος, 2. Επιμεμπτικός,

3. φιλεπιτιμητής, ου, ό.

Tadelsjuka, φιλολοιδορία, ή.\ ψόγου
Επιθυμία, ή. φθονερία, ή. ο. gm adj.

Tadelvärd, μεμπτός, 3. έπίμεμπτος, 2.
ψε-χτός, 3. έπίψογος, 2. έπονείδιστος, 2. έπίληπτος,
Επιλήψιμος, 2. αιτίας άξιος, 3.: vara t., άξιον
είναι μέμφεσθαι. μέμψιν έχειν.

Τ adla, ψέγειν τινά. μέμφεσθαι τινι 1. τινά.
Επιτιμάν τινί. Επιλαμβάνεσθαί τίνος,
χαθάπτε-σθαί τίνος. Ελέγχειν τινά. χαχίζειν τινά.
λοιδορεί ν τινα. ψόγον 1. μέμψιν Επιφέρειν τινί.:
häftigt, hårdt t., σφόδρα 1. ϊοχυρώς μέμφεσθαι. δια-,
χαταμέμφεσθαί τινα. έπιπλήττειν τινί.: t. ngt hos

ngn, ψέγειν τινός τι I. τινά είς τι. μέμφεσθαι
τινί τι. λοιδορείσθαί τινί τι.: t. ngn f. ngt,
ψέγειν τινά έπί τινι 1. διά, περί τι. äfv. τινά τι.
μέμφεσθαι τινα εις τι. χαταμέμφεσθαί τινά
τίνος 1. Επί τινι. Επιτιμάν τινι περί τίνος.: det är
lättare att t. än att göra bättre, μωμήσεταί τις
μάλλον ή μιμήσεται. Jfr Tadel.

Τ adla re, ψέχτης, ου, ό. Επιτιμητής, ού, δ. ο.
gm vv.: t. af böjelse, φιλεπιτιμητής, ού, δ.

Tafatt, σχαιός, 3. άδέξιος, 2. άφυής,2.: bära
sig t. åt, σχαιουργείν.

Tafatthet, σχαιότης, ή. άφνία, ή.

Taffel, τράπεζα, ή. se Bord.: hålla öppen
t., πάσι χοινήν παρέχειν τήν τράπεζαν. τήν
οί-χίαν πρυτανειον άποδειχνύναι χοινόν.

Taffelmusik, τά παρά δείπνον χρούματα 1.
αυλή ματ α

Taffelpenningar, τό είς τροφήν δεδομένον
άργύριον.

Taffeltäckare, δ παρασχευάζων τήν
τράπε-ζαν. τραπεζοποιός, τραπεζοκόμος, δ.

Tafla, πλάξ, κός, ή (hrje platt kropp),
πι-ναξ, κος, δ (att skrifva, måla på m. m.).
δέλ-τος, ή (skrif-t.). άβαξ, χος, 6 ο. άβάχιον, τό (se
Lex.).: t. f. anslag, σανίδες, αι. παραπήγματα,
τά. Jfr Tabell, Målning.

T afs, κροκύς, ύδος, η. κροκύδιον, τό.

Tafvelgalleri, πινακοθήκη, ή.

Tag, λαβή, ή. άντιλαβή, ή.: taga, få t. i ngn
1. ngt, λαμβάνεσθαι, άντι-, Επιλαμβάνεσθαί
τίνος. λαμβάνειν τινά (t. ex. τού ποδός), αιρείν.
συλλαμβάνειν (fasttaga).: ha t. i ngt, έχειν,
κατέ-χειν τι. έχεσθαι, άντέχεσθαί τίνος.: gifva, låta
få t., λαβήν παρέχειν, (έν-, άπο)δούναι.: släppa
t., άν-, άφ-, μεθιέναι τι. (άπο)λύεσθαί τίνος.: i
ett t., (ύπό) μια όρμ$. Εξαίφνης, ευθύς.: vara i
t:t m. ngt, σπουδάζειν (μάλιστα) περί τι. είναι
πρός τινι. έχειν άμφί, περί τι.: det var ett godt
t. f. hm, μεγάλη v ροπήν έποίησεν αντώ. μέγα
κέρδος ήνεγκεν αυτοί, πολλά ώφελήθη έκ τούτου.

Taga, 1) tr., λαμβάνειν (i allmht; fatta,
gripa, t. i besittning), καταλαμβάνειν, συλλαμβάνειν
(ertappa, gripa, fasttaga), δέχεσθαι, άποδέχεσθαι
(emottaga), αιρείν, αίρείσθαι (våldsamt, intaga,
bemäktiga sig; pass. άλίσκεσθαι). άρπάζειν
(hastigt gripa 1. rycka till sig), άφαιρείν, -σθαι
(borttaga). : hemligen t., υφαιρείσθαι. κλέπτειν.: t.
ngt fr. ngn, άφαιρείσθαί τινά τι 1. τινός τι.
άποστερείν τινά τίνος.: t. ngt i handen, λαβείν τι
τ$ χειρί. μεταχειρίζεσθαί τι.: t. ngn om lifvet,
(μέσον) περιλαβείν τινα.: t. ngn i handen, λαβείν
τινα τής χειρός, δεξιούσθαί τινα (till helsning).:
t. ngt f. händer, Επιχειρείν τινι. άπτεσθαι,
Εφά-πτεσθαί τίνος.: t. på armen, ryggen, axlarna,
se Subst.: t. mat, σίτον 1. τροφήν προσίεσθαι 1.
1. προσφέρεσθαι. σίτου άπολαύειν. προσφέρεσθαι
φαγείν.: t. ett medikament, φάρμακον
προσίεσθαι 1. προσφέρεσθαι 1. πιείν. φαρμάκω χρήσθαί.:
t. i sin tjenst, λαμβάνειν (t. ex. τινά διάκονον).:
t. ngn till fältherre, αίρείσθαι, χαθιστάναι,
άποδεικνύναι τινά στρατηγόν.: t. till hustru,
άγε-σθαι γυναίκα, γαμείν τινα.: t. m. sig,
λαμβάνειν, άγειν, φέρειν, -σθαι. άναλαμβάνειν (om
trupper).: t. i sitt hus, (παρα)δέχεσθαι είς τήν
oi-κίαν.; t. till sig, άναλαμβάνειν ώς αυτόν.
(εϊσ)δέ-χεσθαι.: tag! λαβε. παράλαβε, έχε.: tag hit, φέρε.
δός. άπό-, παράδος. παράσχες.: t. ngt hos en hand-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0442.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free