- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
447

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tillbakastöta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Tillbakastöta —Tillflöde.

447

πλήβ-ει.: få t. £. ngn, gm pass. af vv. under
Tillbak a sätt a.

Tillbakastöta, άπω3·εϊν. άποκρούειν.
άπε-λαύνειν.

Tillhakas ätta, 1) eg., άποτι&έναι (Ev τρ
αύτρ χώρα), άποχα&ιστάναι. 2) fig., ngn f. ngn,
δεύτερον 1. ύστερον τι&έναι, άγειν, ποιεϊν,
ήγεϊ-σβ-αι, νομίζειν τινά τίνος, τά δεύτερα νέμειν 1.
διδόναι τινί τίνος, ah söl., καταφρονεϊν, όλιγωρεϊν
τίνος, άτιμάζειν τινά. άποδοχιμάζειν τινά (ish.
vid embetens besättande).: bli tillbakasatt f. ngn,
μειονεχτεϊν τίνος.: vid ett embetes besättande,
άποτυγχάνειν.

Tillbakasättande, fig., καταφρόνησις,
ολιγωρία, ή. άποδοχιμασία, ή. άπότενξις, ή.

Tillbakaträda, άναχωρεϊν (εϊς τονπίσω, εϊς
τονπισβ·εν). ύποχωρεϊν.: fig., fr. ngt, άφίστασ&αί
τίνος, άπολείπειν τι. άφιέναι τι.: f. ngn,
παρα-χωρεϊν, νπείχειν τινί.

Tillbakavika, se Rygga.

Tillbakavisa, απελαύνειν. άποχωλύειν.
(άπ)-είργειν. άπω&εϊσ&αι. άποπέμπειν.: böner,
fordringar ο. d., se Afslå.: smädelse, beskyllning,
a-πολνεσ&αι. άποτρίβεσ&αι.: en angifvelse,
anklagelse, άπογιγνώσχειν ένδειξιν, γραφήν.

Tillbakavisande, άπελασία, άποχώλνσις, ή.
αποπομπή, ή. άνάνενσις, άπόφασις, ή (på en bön
ο. d.). άπόλνσις, ή. ο. gm νν.

Tillbakavrida, άναστρέφειν. άναχάμπτειν.

Tillbakavända, 1) tr., άναστρέφειν.
άπο-στρέφειν οπίσω, μεταστρέφειν.: t sig, gm pass.
2) intr., se Åt ervända.

Tillbedja, προσχννεϊν τινα. σέβεσ&αί (äfv.
act.) τινα. 3·ρησκεύειν τινά. λατρεύειν τινί.
$·ε-ραπεύειν τινά. äfv. m. &νειν (emedan tillbedjan
skedde ish. gm offer).

Tillbedjan, προσχύνησις, ή. θρησκεία, ή.
λατρεία, ή. 9-εραπεία, ή.

Tillbedjansvärd, σεβάσμιος, 3. σεβαστός, 3.
σεμνός, 3. πάσης θεραπείας άξιος, 3.

Tillbedjare, προσχννητής, ού, ό.
προσχν-νών, δεραπενων etc., se Tillbedj a.: en msks
l. saks, äfv. ίραστής, Επιθυμητής, θαυμαστής, ό.:
ha många t., προς πολλών &εραπείεσθ·αι 1.
&αν-μάζεσ&αι. Επι&υμητάς 1. έραστάς έχειν πολλούς.

Tillbehör, παρασχενή, ή. τά έχόμενα. τά
περί, πρός, χατά τι. τά προσκείμενα, τά Επιτήδεια.

Tillbinda, συν-, έπι-, χαταδεϊν. σνλλαμβάνειν
δεσμρ. σνσπαν, σφίγγειν (åtdraga). Jfr F ö r b i η d a.

Tillbindning, σύν-, έπί-, χατάδεσις, ή.

Tillbjuda, προσφέρειν. διδόναι. παρέχειν,
-σ&α». παριστάναι.: t. sin vänskap, προτείνεσ&αι
φιλίαν. Se f. öfr. Erbjuda.

Tillblanda, se Blanda.

Tillbomma, se Rigla, Stänga.

Tillbringa, 1) se Tillföra. 2) om tid,
διατρίβειν. διάγειν. χατατρίβειν. άναλίσχειν.: t.
en dag m. ngt, ήμέραν άναλίσχειν έπί τινι.
διη-μερεύειν έν τινι.: t. tiden m. ngt, διατρίβειν τον
χρόνον έν τινι 1. ποιούν τά τι.: t. sitt lif,
δια-πλέχειν τον βίον.: t. lifvet^m. ngt, διάγειν 1.
διατρίβειν τον βίον, διαβιούν, διαζήν ποιούν τά
τι.: t. dagen, ήμερεύειν. διημερεύειν. m. ngn,
σννδιημερεύειν τινί.: t. natten, (δια)νυχτερεύειν.

Tillbringare, πρόχους, ή.

Tillbud, 1) eg., Επάγγελμα, τό. Επαγγελία, ή.
νπόσχεσις, ή. 2) se Försök, Händelse.

Tillbygga, προσοιχοδομεϊν.

Tillbyggnad, προσχείμενον οικοδόμημα, τό.
τό προσωκοδομημένον. Εποικοδόμημα, τό.

Tillbyta sig, άλλάττεσ&αι, άνταλλάττεσ&αι,
άντικαταλλάττεσ&αι, διαμείβεσ&αί τί τίνος \. άντί
τίνος, μεταλαμβάνειν τι άντί τίνος.

Τ il lb är a, 1) tr., (προσ)φέρειν. προσάγειν. 2)
intr. (bära till), συμβαίνειν. γίγνεσθαι,
τνγχά-νειν m. part. t. ex. det bar så till att jag var
närvarande, έτιιχον παρών.

Tillhöra, se Tillhöra, Vederböra.

Tillbörlig, Επιεικής, 2 πρέπων, προσήκων,
ονσα, ον. όν 1. οίον δει, χρή, προσήκει, άξιος, 3.
δίκαιος, 3. οικείος, 3.: t. del, τό Επιβάλλον 1.
γιγνόμενον μέρος.

Tillbörligen, ώς δει, χρή etc. προσηκόντως,
πρεπόντως. άξίως etc., se Föreg.

Tillbörlighet, Επιείκεια, ή. αξία, ή. ο. gm
adj.

Tilldana, se Dana, Tillskapa.

Tilldela, νέμειν, άπο-, Επινέμειν. παρέχειν.
διδόναι.: t. ngn ett slag, πληγήν Εντείνειν τινί.
en örfil, κόνδνλον Εντρίβειν τινί.

Tilldelande, άπο-, Επινέμησις, άπονο μή, ή.

Tilldess, se Till 2).

Tilldraga, 1) tr., Επισπάν (i allmht). σνσπαν,
σφίγγειν (draga åt). 2) refi., t. sig, συμβαίνειν.
γίγνεσθαι, τνγχάνειν γιγνό μενον. προσπίπτειν,
άπαντάν, καταντάν (Sedn.).: det t:er sig att,
σνμ-βαίνει m. inf. τνγχάνει m. part.: ngt t:er sig
m. mig, γίγνεται τι περί Εμέ. πάσχω τι.
συμβαίνει, Sedn. άπαντα μοί τι. — tilldragande,
Επ-, προσαγωγός, 2.

Tilldragelse, se Händelse.

Tilldämma, se Fördämma.

Tilldöma, se Tillerkänna.

Till egna, 1) göra till egendom, ϊδιοποιεϊν.
(προσ)οικειονν.: t. sig, προσποιεϊσ&αι.
(Εξ)ιδιον-σ&αι. Εξιδιάζεσ&αι. οϊκειονσ&αι. περιβάλλεσ&αι. εις
τό ίδιον καταΒ-έσ&αι. ώς εαυτόν λαβείν,
οφετερί-ζεσ&αι. κτάσ&αι (förvärfva), διαπονεϊσ&αι (gm
möda) : söka t. sig ngt, Επιδράττεσβ·αί τίνος. 2)
se Tillskrifva. 3) dedicera, προσγράφειν.
ά-ναδεικνύναι. κατονομάζειν. άνατι&έναι. χαρίζεσ&αι.

Tillegnan(de), ιδιοποίησις, ή. προσποίησης,
ή. σφετερισμός, ό.: = dedikation, Επιγραφή, ή ο.
gm νν.

Tillerkänna, Επι-, προσδικάζειν, Επικρίνειν
τινί τι. δικά ζει ν τι εϊναί τίνος, νέμειν τινί τι.
άνατι&έναι, προστι&έναι, άποδιδόναι τινί τι. Se
f. öfr. Tillskrifva.

Tillfalla, προσπίπτειν τινί. Επιβάλλειν τινί
1. Επί τινα. γίγνεσ&αί τίνος 1. τινί.: ngt t:er mig,
τυγχάνω τινός, (άπο)λαμβάνω τι. λαγχάνω τι (gm
lott, se d. o.).: d. tillfallande delen, τό
γιγνόμε-vov 1. Επιβάλλον μέρος.

Tillflykt, καταφυγή, ή. αποστροφή, ή.
άνα-χώρησις, ή. κρησφύγετον, τό. άσυλον, τό. λιμήν,
ένος, ό.: taga sin t. till ngn, καταφεύγειν πρός
1. Επί τινα. τρέπεσ&αι πρός τινα. προστρέπεσ&αί
τινα.: taga sin t. till ngt, άποχωρεϊν εϊς 1 Επί
τι. καταφεύγειν εϊς 1. Επί τι. τρέπεσθ-αι πρός τι.

Tillflyktsort, se Föreg.

Tillflyta, Επιρρεϊν.: ngt t:er mig, Επιρρεϊ
μοί τι.: göra att ngt t:er ngn, παρέχειν,
Επαρ-κεϊν τινί τι.

Tillflöde, Επιρροή, Επίρροια, Επίρρυϋις, ή.:

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0451.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free