- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
448

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tillfoga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

448

Tillfoga —Tillgodogöra.

rikt, ymnigt t., εύπορία, αφθονία, άαψίλεια, ή.:
stort t. af mskr, τό τών ίηιόντων 1. συνιόντων

πλήθος.

Tillfoga, 1) eg., προς-, συνάπτειν,
ίφαρμότ-thv, ίπιβάλλειν, προστιθέναι τινί τι. 2)
förorsaka, ποιεϊν. φέρειν. περιάπτειν.: t. ondt, skada
etc., se d. oo.

Tillfogande, πρόσθεσις, προσθήκη, ή. ο. gm vv.

Tillfreds, se Belåten.: ställa t., se Följ.:
gifva sig t., ου μεμψιμοιρεϊν. στέργειν, αγαπάν
(m. ότι, εϊ 1. part.), μηκέτι μέμφεαθαί τινι.

Tillfredsställa, άμεμπτον ποιεϊν, -σθαι
τινα. άρέσκεσθαί τινα. (κατα)πραΰνειν τινά.
(άπο)-πληρουν τινα. άποπιμπλάναι (t. ex. τον θυμό ν
τάς έπιθυμίας). χαρίζεοθαί τινι. παρηγορεϊν,
πα-ραμυθεϊσθαί τινα. πείθειν τινά.: svår att t.,
όύς-κολος, 2.

Tillfredsställande, πράννσις, ή. (άπο-,
Ικ)-πλήρωσις, ή. παραμυθία, παρηγορία, ή. ο. gm vv.

Tillfredsställelse, se Belåtenhet.

Tillfriskna, ραΐζει v. άναρραίζεσθαι
άναρ-ρώννυσθαι. άνίστασθαι {Ικ τής νόσου),
άναλαμ-βάνειν (εαυτόν), περιγίγνεσθαι (τής νόσου),
άπο-φεύγειν τήν νόσον. ίξαναφέρειν.

Tillfrisknande, άνάρρωσις, ή. άνάληψις,ή.
σωτηρία, ή. vanl. gm vv.

Tillfrysa, -fråga, se Frysa, Fråga.

Tillfrågan, se Fråga 1.: på ngns t.,
ίρω-τώντος, ίρομένου τινός.

Tillfyllest, se Tillräcklig.

Tillfyllestgöra, (έξ)αρκεϊν πληροφορεϊν.
ά-ποπληρουν.: t. f. ngn, τά υπό τίνος οφειλόμενα
άποτελεϊν 1. Ικτίνε ιν.

Tillfångataga, συλλαμβάνειν.: i krig,
ζω-γρεϊν. αϊχμαλωτίζειν, -εύειν. ζωγρεία 1.
αιχμάλω-ιον λαβείν τινα. (ζώντα) αίρεϊν τινα.: t:s, utom
pass. af nämnda vv. äfv. άλίσκεσθαι. αϊχμάλωτον
γίγνεσθαι.

Tillfångatagande, σύλληψις, ή. ζωγρεία,
ή. άλωσις, ή. Ofta gm vv.

Tillfälle, περίστασις, ή, πράγμα, τό
(omständigheter, fhdn). καιρός, ό (d. afgörande, rätta
tidepunkten), αφορμή, ή, λαβή, ή (ss. medel f.
vinnande af ett ändamål), πρόφασις, ή (anledning,
förevändning), περίπτωμα, τό (påkommande
omständighet).: godt, lägligt t., ευκαιρία, ή.
ευμάρεια, ή. καιρός, ό.: det är t., καιρός Ιστι.
παρέχει (sc. καιρός, ish. i d. absol.
participialkon-str. καλώς, εν παρασχόν, då det var godt t.).
I-ξεστι. πάρεστι.: ett t. erbjuder sig f. mig,
καιρός παραπίπτει μοι. καιρόν λαμβάνω.: akta på
t., τηρεϊν καιρόν.: gifva, lemna ngn t. till ngt,
λαβήν, άφορμήν, πρόφασιν (Ιν)Μόναι τινί τίνος,
παρασκευάζειν Ιξουσίαν τινί τίνος.: begagna,
gripa t:t, χρήσθαι τω καιρώ, λαβείν, άρπάζειν τον
καιρόν. (έπι)λαβέσθαι του καιρού.: släppa ur
händerna, försumma t:t, άφιέναι, παριέναι,
καθυφι-ivai, άπο-, παραλείπειν τον καιρόν.: vid sdnt t.,
ίπί τοιούτφ πράγματι.: vid närvarande t., Ιπί
τω παρόντι.: vid hrje t., εκάστοτε. άεί. όπου άν
1. οπόταν καιρός ή 1. παραπέση.: de vid hrje t.
närvarande, οι άεί παρόντες : vara på stället vid
alla t:n, ίπί πάσι παρεϊναι.: vid många t:n, Ini
πολλών, πολλάκις.: vid annat t., άλλοτε.: vid
många andra t:n, πολλάκις άλλοτε.: vidt., οπόταν 1.
όπου άν καιρός jj 1. παραπίπτψ όταν τύχ$.
καιρόν παραπεσόντος.: vid första t., οταν τό πρώ-

τον καιρός jj.: f. t:t, (τό) νυν (μέν). τότε μέν. εϊς
τό παρόν.: vid dta t., iv τούτω τω καιρώ, κατά
τούτον τον καιρόν, iv τούτω, iv τούτοις,
ένταύ-θα. τότε. Ofta äfv. gm ngt part., s. smnhanget
gifver vid handen, t. ex. soldaterna voro vid dta
t. illa till mods, ταύτα πάσχοντες 1. iv τούτοις
όντες ol στρατιώται ήθύμησαν.: alla grepo till
flykten o. bortkastade vid dta t. sina vapen,
πάντες πρός φυγήν ίτράποντο. φεύγοντες άέ
άπέβα-λον τά όπλα.

Tillfällig, τυχών, ούσα, όν. τνχηρός, 3.
αυτόματος, 2. περιπτωτικός, 3. παρατυχών,
παρα-πεσών, ούσα, όν.: t. saker, τά τής τύχης.

Tillfälligtvis, se Händelsevis.

Tillfällighet, τύχη, ή. αύτόματον, τό. Se
vidare Händelse.

Tillfällighetsdikt, αύτοσχε&ίασμα, τό.

Tillföra, προς-, παρακομίζειν. (προσ)φέρειν.
προσάγειν.

Tillförene, (τό) πρότερον. τό πριν. πρόσθεν.
προτοΰ. τον παρελθόντα χρόνον. (τό) πάλαι, τό
παλαιό ν (fordom), ποτέ (enklj.

Tillförlitlig, -het, se Pålitlig, -het.

Tillförordna, εϊς χρόνον τινά τάττειν 1.
καθιστάναι.: vara tillförordnad f. ngn, είναι άντί
τίνος 1. iv μέρει τινός, τήν τάξιν τινός εχειν.

Tillförse sig, βεβαίως ίλπίζειν. ισχυρώς
προς-άοκάν. πεπεϊσθαι. πιστεύειν. θαρρεϊν.

Tillförsel, ίπαγωγή, προσαγωγή, ή.
κομι-άή, ή.: t. af spannmål, σιταγωγία, ή.: = proviant
s. tillföres, άγορά, ή. ίπισιτισμός, ό (eg.
anskaffande af proviant).: afskära ngn fr. t., άποκλείειν
τινά τού ίπισιτισμού 1. τής τών ίπιτηΰείων
ίπα-γωγής. τήν άγοράν περικόπτειν.: bringa hären t.,
άγοράν παρέχειν 1. κομίζειν τρ στρατιά.: jag får
ingen t. till sjös, ού&έν εϊσπλεϊ μοι.

Tillförsigt, πίστις, εως, ή. τό πιστόν.
πεποί-θησις, ή. (Sedn.). θάρρος, τό.: m. t.,
πεποιθό-τως. θαρρούντως. θαρραλέως. θαρρών, ούσα, ούν.:
hysa t. till ngt, Ισχυρίζεσθαί τινι. θαρρεϊν τινι.:
hysa den t. att, se Tillförse sig.

Tillförsäkra, se Försäkra.

Tillgift, -gifva, se Förlåtelse, -låta.

Tillgifven, εύνους, 2. ευμενής, 2.
προσφιλής, 2. φίλος, 3. πρόθυμος, 2. πιστός, 3
(trogen). : vara ngn t., ύπάρχειν τινί. άνακεϊσθαί
τινι. προσκεϊσθαί τινι. εύνουν etc. εϊναί τινι.
εύ-νοϊκώς etc. εχειν τινί. φρονεϊν τά τίνος,
θεραπεύ-ειν τινά.: vara ngn helt ο. hållet t.,
προσανα-κεϊσθαί τινι. όλον εϊναί τίνος.: vara t. en sak,
είναι πρός τινι. σπου&άζειν περί τι. θεραπεύειν
τι. προσκεϊσθαί τινι. helt ο. hållet,
προσανακεϊ-σθαί τινι. όλον είναι iv 1. πρός τινι.: vara t.
vetenskaperna, φιλομαθή είναι.

Tillgifvenhet, εύνοια, ή. εύμένεια, ή.
φιλία, ή. προθυμία, ή. πιστό της, ή. θεραπεία, ή.
σπουδή, ή.

Tillgjord, προσποιητός, 3 ο. προσποίητος, 2.
πλαστός, 3. ούκ άληθής, 2. ψευάής, 2.
ειρωνικός, 3. περίεργος, 2.: spela t., άκκίζεσθαι.
θρν-πτ εσθαι.

Tillgjordhet, περ*ερ//α, ή. άκκισμός, ό
(kostlad vägran af det man önskar), o. gm adj.

T ill gjuta, έπι-, προσχεϊν. ίπ-, προσεγχεϊν.

Tillgodo föra, - se, se under God 3).

Tillgodogöra, καρπούσθαί τι. άπολαύειν
τι-νός. χρήσθαι τινι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0452.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free