- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
496

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - U - Utvotera ... - V

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has been proofread at least once. (diff) (history)
Denna sida har korrekturlästs minst en gång. (skillnad) (historik)


Utvotera, έκφνλλοφορεϊν.

Utvrida, se Urvrida.

Utvräka, se Utkasta.

Utväg, a) eg., (δι)έξοδος, ή. b) oeg.,
έκβα-σίς, άιέκάυσις, V- καταφυγή, αποστροφή, ή
(tillflykt). πόρος, ο4.: finna u., πόρον πορίζειν.: ej
finna ngn u., απ ο ρ dy. έν άπορία είναι. Se
vidare Medel.

Utväga, åt ngn, se Tillväga.

Utvälja, έξαιρεϊν, έχ-, προκρίνειν, έκλέγειν
(i med., åt sig), se vidare Välja. — utvald,
se utsökt, vald.

Utvältra, έκκυλίνάειν.

Utvända, έξω τρέπειν.

Utvändig, ό, ή, τό «£α>. — Adv., έξω.
εξω-&εν. έκτός.

Utvänta, se Invänta.

Utvärtes, se Utvändig, Yttre.

Utväxa, έκβλαστάνειν. έκφύεσ&αι (-φνναΐ. —

utväxt, = fullväxt, se d. o.

Utväxt, άπόφνσις. ή (på växter), γόγγρος, o
(knöl på träd), έκφνσις, ή. σάρχωμα, τό (af kött).
κύρτωμα, τό (puckel).

Utåt, ί£ω. εϊς 1. πρό? τά έξω.: = utefter, se
d. ο.: u. böjd, se Utböjd.

Utägor, oi έξω άγροί. νομή, ή.

Utäta, fig., se Uttränga.

Utöda, άναιρεϊν. ίχχόπτειν. άπ-, έξολλύναι.
(έξ)αφανίζειν.

Utöfning, έπιτήιίενσις, ή. ίργασία, ή.
πραγματεία, ή. έπιμέλεια, ή.

Utöfva, έπιτηάεύειν. άσκεϊν. έργάζεσβ-αι.
πράττειν. : en egenskap, se Bevisa. Jfr Fö röfva.

Utöfver, έκτός m gen. vanl. νπέρ m. acc.

Utögd, ίξόφ&αλμος, έξόμματος, 2 (mots.
κοι-λόφ&αλμρς, 2).

Utösa, έξαντλεϊν. Se vidare Utgjuta.

Utösning, έξάντλησις, ή.

V.



V, utan fullt motsv. boktaf i Gr., uttryckes i
främmande, till Gr. öfverflyttade, namn vanl. gm
ου, stundom gm β.

Vaccin, -era, se Kokoppor.

Vacker, 1) eg., καλός, 3. ώραϊος, 3
(ungdomligt blomstrande), χαρίεις, εσσα, εν. εύχαρις,
έπίχαρις, ι, gen. τος, ήάύς, εϊα, ν (behaglig,
angenäm). ευπρεπής, 2 (smakfull), έκπρεπής, 2
(utmärkt). κομψός, γλαφυρός, 3 (prydlig, nätt),
αστείος, 3 (fin, qvick).: m. v. utseende, εύειάής,
2. ευσχήμων, 2. εύμορφος, 2 (Sedn.).: m. v.
ansigte, ευπρόσωπος, 2.: v. väder, εύάία, ή.:
utomordentligt v., περικαλλής, ύπερχαλλής, 2. vanl. gm
iuperl.: v:ra saker, κάλλη, τά. = artigheter,
xo-λαχεύματα, δωπεύματa, τά.: säga ngn v:ra saker,
χολακεύειν, &ωπεύειν τινά. 2) ansenlig,
αξιόλογος, 2. ικανός, 3. Jfr Betydlig. — Adυ., ευ.
χαλώς. ήάέως.: = m. måtta, μετρίως. έπιεικώς.: =
försigtigt, sakta, εΰλαβώς. ήρεμα.:= vänligt,
φιλικώς, ευφρόνως.: vid imper., ofta bl. gm opt. m. άν.

Vackla, 1) eg., cΤονεϊσ&αι. κραάαίνεσ&αι.
σείε-σ&αι. σαλεύειν. σφάλλεσ&αι. παραφέρεσ&αι.
όλισ&ά-νειν. ταλαντουσ&αι. 2) oeg., vara obeslutsam,
έπαμ-φοτερίζιιν. πλανάσ&αι. άμφισβητεϊν. άπορεϊν.: om
tillstånd, άβέβαιον, άστατον είναι, σαλεύειν.: ν. hit
ο. dit, άεύρο κακεϊσε ταλαντενεσ&αι 1. τήν ροπήν
λαμβάνειν, jfr Oafgjord. — vacklande,
σφα-Ιερός, 3. έπισφαλής, 2. μετέωρος, 2. αβέβαιος, 2.
αμφίβολος, 2. άιχόρροπος, 2. Jfr Ostadig.

Vacklande, 1) eg., άόνημα, τό. σάλος, ό.
ταλάντωσες, ή. 2) oeg., τό άβέβαιον, άστατον.
αστασία, ή. άμφισβήτησις, ή. άπορία, ή (i beslut).:
stridens ν., τό άγχώμαλον τής μάχης.

Vad (på benet), κνήμη, γαστροκνημία, ή.

Vad (i flod), πόρος, ό. πορ&μός, ό. άιάβασις, ή.

Vad, 1) vadslagning, ζήτρα, ή. περίάοσις, ή.:
hålla, slå ν. om ngt, ρήτραν ποιεϊσ&αι έπί τινι.
περιάίάοσ&αί τινι περί τίνος. 2) vädjande,
έφε-αις, ή. έκκλησις, έπίκλησις ο. παλινάικία, ή (Sedn.).
αναβολή, ή.: dom, rättegång, vid hkn ν.
tillstädjes, έφέοιμος, sedn. έκκλητος γνώσις, άίκη.

Vada, βαίνειν.: ν. öfver en flod, άιαβαίνειν
ποταμό ν.: öfver hkn man kan ν., (άια)βατός, 3.

Vadd, κνάφαλον (γν.), τό. υπόστρωμα, τό.

Vademecum, έγχειρίάιον, τό.

Vadmal, έρεούν ύφασμα, τό.

Vadning, άιάβασις, ή (öfver ngt).

Vadpenningar, παράβολον, -βόλιον, τό.

Vagel, i ögat, κρι&ή, ή. ποσ&ία, ή.

Vagga, λίκνον, τό. σκάφη, ή. αΙώρα, ή
(hängande).: fr. ν:η, έκ σπαργάνων. άπό τής γενεάς,
εύ&υς έκ παιάός. b) upphof, άρχή, ή.: vara i sin
ν., άρχεσ&αι (είναι).

Vagga, 1) tr., σείειν. άονεϊν. πάλλειν. αϊωρείν.:
ν. i sina armar, σείειν έν ταϊς άγκάλαις.: ν. sig
i tomma förhoppningar, κεναϊς έλπίσιν
αιωρεϊ-σβ-αι. 2) intr., gm pass. σαλεύειν (om fartyg),
ταλαντούσ&αι (eg. om jemnsväfvande vågskålar).

Vaggning, άόνημα, τό. αϊώρησις, ή. σάλος,
ό (ett fartygs), ταλάντωσις, ή.

Vaggsång, -visa, καταβαυκάλησις, ή.
βαν-κάλημα, τό.

Vagn, όχημα, τό (åkdon i allmht). αρμα, τό
(tvåhjulig strids- ο. kappkörningsv.). άρμάμαξα,
ή (österländsk, täckt, ish. f. fruntimmer), άμαξα,
ή, poet. o. sedn. äfv. άπήνη, ή (lastv).: liten v.
(ss. leksak), άμάξιον, τό. άμαξίς, ίάος, ή.:
hörande till ν., άρμάτειος, 3. άμαξικός, 3.: så stor
att den måste föras på v., άμαξιαϊος, 3.: väg
farbar f. v., αμαξιτός (όάός), ή.: åka på en v.,
όχεϊσ&αι, φέρεσθ-αι έφ’ άρματος, έλαυνειν αρμα
1. έφ* άρματος.: köra v:en, ήνιοχεϊν.
άρματηλα-τειν.: stiga upp i ν:en, άναβαίνειν έπί τό άρμα.:
spänna f. en ν., ζενγνύναι ύφ’ αρμα.: förfärdiga
ν:ar, άρματοπηγεϊν. άρματοποιειν. άμαξοπηγειν.

Vagnborg, αρμάτων όχύρωμα, τό.: uppföra
en ν. omkr. en plats, άρμασι περιβεβλημένους
ό-χνρονν χωρίον.

Vagnmakare<sp></sp>, άρματοπηγνς, άμαξοπηγός,
άμαξουργός, ό.: hs yrke, άμαξοπηγία, ή.:
drifva det, άμαξοπηγεϊν. άρματ οπηγεϊν.

Vagnmästare, ό έπί τών άρμάτων.

Vagnsaxel, ο τον άρματος 1. τής αμάξης
άξων.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (diff) (history) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0500.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free