- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
506

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vidlyftighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

506

Vidlyftighet — Vild.

χός, 3. διεξοδικός, 3 (Sedn.). άπορος, Επίπονος,
2 (svår) : ν. tal, μακρός, μακρύτερος λόγος, ο.
μακρολογία, μακρηγορία, ή.: vara ν. i ngt,
πολύν είναι ποιούντά τι. i tal, μακρηγορεϊν.
μακρό-λογεϊν. δημηγορεϊν. λόγοις μακροτέροις χρήσθαι.
μηκύνειν {τον λόγον). πολύν είναι λέγοντα.: v:t
framställa, άιά μακροτέρων λέγειν 1. διελθεϊν.:
det skulle bli v:t, μακρόν άν εΐη.

Vidlyftighet, 1) eg., se Vidd. 2)
omständlighet, μήκος, τό. περιεργία, ή.: i tal,
μακρο-λογία, μακρηγορία, ή. 3) i pl., svårigheter,
πράγματα, τά. περιστάσεις, αι. άπορίαι, αι.:
förorsaka ngn ν:er, πράγματα παρέχειν τινί.: vara
i ν:er, πράγματα εχειν. άπορειν. έν άπορία
εχεσθαί.

Vidlåda, προσκολλάσθαι, προς-, Εμ-,
συμπε-φυκέναι, προσκεϊσθαί τινι. εχεσθαί τίνος.

Vidmakthålla, se Bibehålla.

Vidrig, 1) motsatt, άντίος, Ενάντιος, 3.: v.
vind, se Motvind.: qvarhållas af v:a vindar,
νπ* άνέμων κατέχεσθαι.: i v. fall, ει 1. ήν δέ μή.
2) ogynnsam, κακός, 3. άτοπος, 2. άκαιρος, 2.:
ett ν. öde, κακή τύχη. 3) vedervärdig, άηδής, 2.
δυσχερής, 2. Επαχθής, 2. άχθεινός, 3. βαρύς, εϊα,
ύ. χαλεπός, 3. δύσφορος, 2. βδελυρός, 3.: ν. lukt,
δυσωδία, ή.: s. har sdn, δυσώδης, 2.: af ν.
utseende, δυσειδής, 2.: finna ngt v:t, δυσχεραίνειν τι.
άχθεσθαί τινι. μυσάττεσθαι, βδελύττεσθαί τι.
προς-ίσταταί μοί τι (Sedn.).

Vidrighet, 1) Ενάντιο της, ή. 2) τό άτοπον,
άκαιρία, ή. b) vidrig händelse, κακόν, τό.
συμφορά, ή. δεινόν, τό. jfr Motgång. 3) άηδία,
ή. δυσχέρεια, ή. βαρύ της, ή. χαλεπότης, ή. ο. gm
adj.

Vidräkning, διαλογισμός, ό.: anställa ν. m.
ngn, διαλογίζεσθαι πρός τινα. Se vidare
Räkenskap.

Vidröra, se Beröra.

Vidskepelse, δεισιδαιμονία, ή. θειασμός,δ.

Vidskeplig, δεισιδαίμων, 2.: varav.,
δεισι-δαιμονεϊν. δεισιδαιμόνως εχειν.

Vidsträckt, ευρύς, εϊα, ύ. ευρύχωρος,
εύ-ρυχωρής, 2. μακρός, 3. ευμεγέθης, 2.
υπερμεγέθης, 2. άφθονος, 2. πολύς, λή, ύ.: ha ν.
erfarenhet, πολλών Εμπείρως εχειν.

Vidsträckthet, se Vidd.

Vidsy, προσράπτειν.

Vidtaga, 1) intr., διαδέχεσθαι, efter ngn,
τινί 1. τινά. εχεσθαί τίνος, se Följa 3). 2) tr.,
a) se Antaga, b) v. anstalter, åtgärder etc., i
allmht, ποιεϊσθαι. χρήσθαι. se subst.

Vidtala, πείθειν. Se f. öfr. Af tala.

Vidtberest, -berömd, m. fl. gm superi.
af simplicia.

Vidtutseende, ό, ή, το εις μακράν, μακρός,
3. αμφίβολος, 2, σφαλερός, 3 (oviss).

Vidunder, τέρας, τό. — θηρίον, τό.

Vidunderlig, τερατώδης, 2. άτοπος, 2.
άλ-λόκοτος, 2. δεινός, 3. ύπερφ>υής, 2. θαυμάσιος, 3.

Vidöppen, άναπεπταμένος, 3. μέγα
*εχη-νώς, υϊα, ός (vanl., m. ν. mun), ύπτιος, 3 (på

*ygg)·

Vift a, ριπίζειν. σείε ι v.: m. svansen, σαίνειν.
σείειν tjj ουρά.

Vifta, §ιπίς, ίδος, ή. dem., ξιπίδιον, τό.

Viftande, ρίπισις, ή. ξιπισμός, ό.

Vig, Ελαφρός? 3. ευκίνητος, 2. υγρός, 3. ύ-

γρομελής, 2. εύφορος, 2. ευχερής, εύμαρής, 2
(beqväm, lätt).

Viga, Ιερούν. ιερόν ποιεϊν. τελεϊν (t. ex. prest).
συζευγνύναι (brudpar). Jfr Inviga.
σφήν, νός, δ. se Kil.

Viggformig, σφηνοειδής, Επίσφηνος,
Εμβο-λοειδής, 2.: ν. slagtordning, εμβολος, ό.

Vighet, Ελαφρότης, ή. ευκινησία, ή. ύγρότης,
ή. ευχέρεια, ευμάρεια, ή. Jfr Vig.

Vigning, -sel, se Invigning.: ett
brudpars, σύζευξις, ή.

Vigselattest, γάμων μαρτύριον, τό. γάμων
άδεια, ή (bevis om äktenskapsledighet).

Vigselring, γαμήλιος δακτύλιος, ό.

Vigt, 1) tyngd, βάρος, τό. σταθμός, δ.
ροπή, ολκή, ή.: af lika ν., ϊσνσταθμος, ισόρροπος,
2.: vara af lika ν., ϊσον 1. τον αύτόν σταθμόν
εχειν. Ισορροπεϊν. 2) mått f. vägning, σταθμός,
δ. σταθμίον, τό. σήκωμα, τό.: påstämplad v.t
σύσσημον, τό.: sälja efter sdn, άπό συσσήμου
πωλεϊν. 3) fig., vigtighet, betydenhet, βάρος, τό.
ροπή, ή. άξια, ή. αξίωμα, τό. μέγεθος, τό.
σπου-δαιότης, ή. δύναμις, εως, ή.: lägga ν. på ngt,
λόγον ποιεϊσθαι τίνος, πολύ νέμειν τινί. μέγα 1.
περί πολλού ποιεϊσθαι τι.: lägga företrädesvis ν.
på ngt, προτιμάν τι. περί πλείστου ποιεϊσθαι τι.:
ha, vara af ν., δύνασθαι. δυνατόν είναι, ροπήν
εχειν.: vara af stor ν., μέγα δύνασθαι. πολλού
άξιον είναι, μέγα 1. πολύ διαφέρειν. af största ν.,
πλείστου άξιον είναι, πλείστον διαφέρειν. Εν τοις
μεγίστοις είναι. Jfr Vigtig, Ο vigtig.

Vigtiigi 1) se Tung. 2) fig., μέγας, 3,
σπουδαίος, 3, άξιος, 3 (om saker), άξιόλογος, 2,
πολλού άξιος, 3, ούχ ό, ή, τό τυχών, ούσα, όν (om
pers. ο. saker), δυνατός, 3, μέγα δυνάμενος, 3
(om pers.): anse ingenting f. v:are än att, ούδέν
προύργιαίτερον νομίζειν 1. ποιεϊσθαι ή 1. m. gen.:
tala om v. saker, σπουδαιολογεϊν.: göra sig v.,
δοκεϊν εϊναί τι. σεμνύνεσθαι. σεμνοπροσωπεϊν.:
ο. lid s. är det vigtigaste, τό δέ 1. και τό 1. ό
δε μέγιστον. τό δέ κεφάλαιον. Jfr Föreg.

Vigtighet, se Tyngd, Vigt.

V ig t lod, σήκωμα, τό.

Vigtskål, se Vågskål.

Vik, κόλπος, δ.

Vika, 1) tr., πτύσσειν. κάμπτειν (böja). 2)
intr., a) taga annan riktning, τρέπεσθαι.: v. af,
ifr. ngt, se Afvika, b) gifva efter, vika, άνα-,
ύποχωρεϊν (tillbaka), παραχωρεϊν (åt sidan),
εϊ-κειν, ύπείκειν. Ενδιδόναι. Εγκλίνειν, τρέπεσθαι (om
en här).: = vara underlägsen, ύπείκειν τινί.
ήττω, δεύτερον, ύστερον εϊναί τίνος. Jfr
Eftergifva.

Vika, gifva ν., se Föreg.

Vikande, 1) πτύξις, ή. 2) άνα-, ύπο-,
παρα-χώρησις, ή. ενδοσις, ή. τροπή, ή. se Vika.

Vikarie, ό άντί τίνος τεταγμένος, δ τήν
τάξιν τινός εχων. -era, είναι άντί τίνος 1. Εν
μέρει τινός.

Viking, ληστής, ού, ό. πειρατής, ού, ό.

Vikingatåg, στόλος, ό. λεηλασία, ή.

Viktualier, σίτος, δ. σιτία, τά.

Vild, άγριος, 3 (i alla bet.), έρημος, 2 (öde,
obebodd, om trakter), θηριώδης, 2 (lik
ettjild-djur). μανικός, μαινόμενος, 3 (rasande), ωμός,
3 (rå, grym), τραχύς, εϊα, υ, χαλεπός, 3 (hård,
häftig, oregerlig), άγροικος, άπαίδευτος, 2 (utan

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0510.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free