- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
512

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vränga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

512

Vränga — Vånda.

Vränga, 1) eg., άναστρέφειν. μεταστρέφειν.
τά Εντός εξω ηοιεϊν. 2) förvrida, στρέφειν. δια-,
παραστρέφειν.: ν. lag, κακουργεϊν τονς νομούς,
στρεψοδικεϊν.

Vrängning, 1) gm vv. 2) se Förvridning,
Lagvrängning.

Vulkan, πυρός άποφύσημα, τό. όρος ρνακας
άναπέμπον 1. άναφυσών. ρύαξ, χος, ο (se
Eldsprutande).: ν:η sprutar, τό ορος
άναφυσήμα-τα πυρός 1. ρναχας ανίησι.: ν:η uppkastar ngt,
άναφυΰα τι τό ορος. -isk, καιό μένος (3) xal
εχων (3) κρατήρας ηυρός.

Vurm, 1) ss. egenskap, μανία, ή. μανιώδης
Επιθυμία, ή. ερως, ωτος, ό. προσφιλέστατον
Επιτήδευμα, τό.: ha en ν., se Följ. 2) ss. pers.,
μανιχός, 3. Εραστής, Επιθυμητής, ού, ό. ο. gm
part., se Följ.

Vurma, ^αίνεσθαι. μανιχώς διακεϊσθαι 1.
εχειν. μανιχως πως Εράν, Επιθυμεϊν τίνος 1.
Επι-τηδεύειν τι.

Vurm i g, μανιχός, 3. ύποχεχινηχ ώς, υϊα, ός.
παράφορος, 2. παράφρων, 2.: varav., μαίνεσθαι.
παραπαίειν. παραφρονεϊν. Jfr Föreg.

V y s s j a, βαυχαλάν, χαταβαυχαλάν.

Våd, πλάτος, τό (bredd).

Våda, 1) tillfällighet, τύχη, ή. τό αύτόματον.:
af ν., άπό 1. Ex τύχης 1. ταύτομάτου. χατά τύχην.
τύχ$. άχων, ουσα, ον (mot sin vilja. 2) se Fara.

V å d a b o t, ζημία φ>όνου άχουσίου, ή.

Vådadråp, φ>όνος άχούσιος, ό.

Vådeld, πυρχαιά Εχ ταύτομάτου γενομένη.

Vådlig, 1) s. sker af våda, αυτόματος, 2.

άχούσιος, 2.: ν. händelse, se Våda 1). 2) se
Farlig,

Vådligen, se under Våda 1).

Våg, att väga m., τρυτάνη, ή. σταθμός, ό.
ζυγός, δ. ζυγόσταθμος, δ.: föra på ν.,
ζυγοστα-τεϊν. άγειν Επί τον σταθμόν. ίστάναι Εν τώ ζνγώ.

Våg, χύμα, τό.: gå i v:or, χυμαίνειν.
κυ-ματούσθαι. κυματίζεσθαι. κλυδωνίζεσθαι.

Våga, I) intr., ha mod, drista, (άπο)τολμάν.
(άπο)θαρρεϊν. 2) tr., a) drista att företaga,
(άπο)-τολμάν (ποιεϊν) τι. δια-, παραχινδυνεύειν τι.
Ε-πιχειρεϊν τινι. ύφίστασθαι, ύπομένειν.: ν. en
drabbning, διαχινδυνεύειν μάχτ}. πειράσθαι
μάχης. : ν. allt, πάν 1. πάντα ποιεϊν 1. δράν. πάντα
χάλων Εξιέναι 1. Εχτείνειν (ordspr,). b) sätta på
spel, riskera, παραρρίπτειν, άναρρίπτειν,
παραβάλ-Χεσθαί τι.: ν. sitt lif, χινδυνεύειν περί τού βίου.
παραβάλλεσθαι τον βίον.: ν. allt, χινδυνεύειν
τοις ολοις. χινδυνεύειν, παραβάλλεσθαι περί τών
ολων. — ν. sig fram, igenom, in, ut etc.,
τολμάν προ-, δι-, εις-, Εξιέναι etc.: ν. sig fram
m. ngt, τολμάν προτιθέναι (etc., se
Framställa) τι. — vågad, διαχινδυνευό μένος,
παραχε-χινδυνευ μένος, 3. Επικίνδυνος, παράβολος, 2. jfr
Farlig.: ett ν. företag, χινδύνευμα, τόλμημα,
τό.: raskt v;t, halft vunnet, άρχή δέ τοι ήμισυ
πάντος (ordspr.).

Vågbalk, ζυγός, ό.

Vågformig, se Vågig.

Våghals, τδλμητής, χινδυνευτής, ού, ό.
ριψοκίνδυνος, Εθελοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος, ό.
παν-τοποιός, δ.

^ågig, -lik, κυματοειδής, -ώδης, 2. ώσπερ
χυμαίνων, ουσα, όν.: ν. rörelse, χύμανσις, ή.

Vågmästare, ζυγοστάτης, ου, δ.

VågTätt, se Horizontel.

Vågsam, se Djerf, Farlig, Våghals.

Vågskål, τρύτανη, ή. πλάστιγξ, γγος, ή.
τάλαντον, τό.

Vågspel, -stycke, χινδύνευμα, τόλμημα,
τό.: företaga ett ν., άναρρίπτειν κίνδυνον.

Vågtunga, πλάστιγξ, γγος, ή.

Våld, 1) se Makt 1).: komma, råka i ngns
v., ύποχείριον γίγνεσθαι τινι. γίγνεσθαι Επί, υπό
τινι. αλίσκεσθαι υπό τίνος (|fiendens).: vara i
ngns ν., είναι, γενέσθαι Επί, υπό τινι. εϊναί τίνος,
ύποχείριον εϊναί τινι. ύποτετάχθαι τινί. 2)
våldsamhet, tvång, βία, ή. άνάγκη, ή.: m. ν., βία.
πρός βίαν. βιαίως, πρός βίαιον. ανάγκη, πρός 1.
κατ’ ανάγκην (m. tvång).: bruka ν. mot ngn,
βία χρήσθαι πρός τινα. βίαν, άνάγκην προς-,
Επιφέρειν, προσάγειν τινί. βιάζεσθαί τινα.: göra
ν. på sig, βιάζεσθαί εαυτόν. (προσ)αναγκάζειν
εαυτόν.

Våldföra, (sig på), βιάζεσθαί. ύβρίζειν (εϊς)
τινά. αϊκίζειν. κακούν. άδικεϊν.: ν. sig på sig sf,
βιάζεσθαί αύτόν. διαχρήσασθαι. αύτόν. Jfr
Förgripa sig.

Våldförande, βία, ή. ύβρις, εως, ή. αϊκία,
ή. κάκωσις, ή.

Våldgästa, άναγκάζειν τινά (υπο)δέχεσθαι
1. ξενίζειν εαυτόν, βιαζόμενον κατάγεσθαι.

Våldgästning, βίαιος ξενοδοχία, ή. ο. gm νυ.

Våldkräkta, βία αιρεϊν 1. καταλαμβάνειν.

Våldkräktare, ό βία ελών τήν βασιλείαν 1.
καταστάς Επί τ. β. τύραννος, δ (i demokr. stat).

Våldsam, a) häftig, stark, ισχυρός, S.
σφοδρός, 3. δεινός, 3. βίαιος, 2 o. 3. b) m. våld
skeende, βίαιος, 2 o. 3. ό, ή, τό βία 1. πρός
βίαν. : tillgripa ν. åtgärder, βία χρήσθαι. jfr Våld
2).: dö en v. död, φονεύεσθαι. βιαίως τελευτάν.
c) fallen f. att bruka våld, βίαιος, 3.
υβριστικός, 3.

Våldsamhet, 1) abstr., βία, ή. βιαιότης, ή.
ισχύς, ύος ο. ρώμη, ή (styrka, kraft),
σφοδρό-της, δεινότης, ή (häftighet), ο. gm adj. 2) concr.,
βία, ή. ύβρις, ή. αϊκία, ή. Jfr Följ.: föröfva v:er,
βία 1. ύβρει χρήσθαι. mot ngn, se Våldföra.

Våldsbragd, -gerning, -verkan, βίαιον
1. άδικον 1. άνόοιον έργον, τό. ύβρισμα, τό.
ύβρις, εως, ή. άδικη μα, τό.: föröfva en ν., έργον
άδικον Εργάζεσθαι 1. άποτελεϊν. ύβρίζειν.

Våldsverkare, υβριστής, ού, δ. κακούργος,
ό. άνήρ άνόσιος, άσεβης, άδικος, ο.

Våldtaga, βιάζεσθαί. βία μίγνυσθαι
γυναι-κί. πρός βίαν συγγενέσθαι γυναικί και
χαται-σχύναι.

Våld t äg t, βιασμός, δ.

Vålla, αίτιον εϊναι, γίγνεσθαι τίνος, άρχειν
τινός, ποιεϊν, Εργάζεσθαι τι. παρέχειν τι.: hd v:er
dig, τί σοι; τί πάσχεις 1. πέπονθας; hd v:er att
1. efter du, τί παθών (t. ex. δακρύει);

Vållande, αϊτία, ή.: utan ngns v., άνευ
τινός. Se vidare Skuld.

Vålm, σωρός, ό.

V å 1 m a, σωρεύειν. συννεϊν.

Vålnad, είδος, εϊδωλον, τό. φάσμα,
φάντασμα, τό.

Våmb, κοιλία, ή. γαστήρ, ρός, ή.

Vån, se Hopp, Möjlighet.

Vånda, se Bekymra sig om.: jag v:r det
vore skedt, βουλοίμην av 1. Εβουλόμην av ysvé-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0516.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free