- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
518

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vänskapsband ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

518

Vänskapsband — Värdshus.

Vänskapsband, -förbindelse, bl. φιλία,
ή.: sluta, bryta ett v., συντίβ·εσ&αι, διαλύεσ&αι
φιλίαν. Se Vänskap.

Vänskapsbevis, -prof, φιλιχόν έργον, τό:
åtnjuta v. af ngn, φιλικά πάσχειν υπό τίνος.

Vänskap sfull, se Vänskaplig.

Vänskaps tjenst, φιλικόν έργον, τό. χάρις,
ιτος, ή.: visa ngn en ν., χαρίζεσ&αί τινι. χάριν
κατατί&εσ&αί τινι.

Vän säll, πολύφιλος, 2.: subst., πολυφιλία, ή.

Vänta, 1) bida, μένειν, άνα-, ini-,
περιμέ-νειν (τινά, (på) ngn). Επέχειν (hålla inne, vara
stilla), (άπο)καραδοκεϊν (m. längtan afbida).
φυ-λάττειν, τηρεϊν (passa på, lura på).: v. fienden
(= hålla stånd), δέχε σ&αι, υπ o μενειν τούς
πολεμίους.: ν. på ett gynnsamt tillfälle, τηρείν τον
χαιρόν. καιροτηρεϊν. χαιροφυλαχεϊν.: låta ν. på
sig, μέλλειν.: ν. m. ngt, άναβάλλεσ&αι,
άνατί&ε-σ&αι, έάν τι. Jfr Dröja, Förestå. 2)
förvänta, hoppas, Ελπίζειν. προσδοκάν. Ελπίδα,
προς-δοκίαν εχειν. οϊεα&αι. προσδέχεσ&αι. Ελπίζειν
Εσε-σ&αί τι.: ν. ngt af ngn, Ελπίζειν τι παρά τίνος,
πιστεύειν, πεποι&έναι τινά ποιήσειν τι.
[άπο)βλέ-πειν εις 1. πρός τινα (m. tillagdt pcirt., vanl.
βου-λόμένος, ευχόμενος 1. d. t. ex. af dig v. vi vår
räddning ur farorna, πρός σε βλεπομεν ευχόμενοι
άπαλλάττεσβ·αι τών δεινών).: af dygden v:r jag
min räddning, Ev τξ άρετΐ] σώζεσ&αι βούλομαι.:
s. v:s, är att v., προσδόκιμος, 2.: om hkn ngt
är att v., Επίδοξος, 2.: det är att v., εικός Εστίν.

Väntan, 1) μονή, άνα-, Επι-, περι-, υπομονή,
ή. Εποχή, ή. καραδοχία, ή (längtansfull). 2)
Ελ-πίς, ή. προσδοκία, ή.: motsvara, uppfylla ν., τάς
Ελπίδας άποτελείν, Εκπληρούν.: svika ngns ν.,
ψεύ-δειν τινά τής Ελπίδος.: icke motsvara ngns ν.,
καταδεέστερον είναι τής Ελπίδος τινός.:
tillintetgöra ν., καταλυσαι 1. ύποτέμνειν Ελπίδας.:
uppfylla ngn m. ν., Εμπιπλάναι τινά Ελπίδων,
με-τεωρίζειν τινά.: vara i spänd ν., Επαιωρεϊσ&αι,
μετέωρον είναι (Επί τίνος).: mot ν., παρά
γνώμην 1. δόξαν. παρ’ Ελπίδας.: öfver ν., ύπερ τήν
Ελπίδα.: i den ν. att, Ελπίζων, προσδοκών,
οιό-μενος m. inf. ώς m. part.

Väntansfull, μετέωρος (2) ών τήν ψυχήν.
ο. gm part., se Vänta 2).

Väpling, τρίφυλλον, τό.

Väpna, -are, se Beväpna,
Vapendra-gar e.

Vära, se Försvara.

Värd, 1) husv., οίκου δεσπότης 1. κύριος, δ.
δ τήν οϊκίαν μισ&ώσας. 2) värdshusv.,
πανδο-κεύς, ό. ξενοδόχος, ό. κάπηλος, ό (krogv.). 3)
s. t llfälligt har gäster hos sig, ξενοδόχος, ό.
ξένος, ό. δεξάμενος, o.: vara ngns v., ξενίζειν τινά.

Värd, άξιος, 3.: vara v. ngt, άξιον είναι τίνος,
δύναα&αί τι (gälla).: ν. mycket, se Värdefull.:
v. så mycket s. ngt, αντάξιος, 2.: v. att tala
om, λόγου άξιος, αξιομνημόνευτος, 2. άξιόλογος,
2.: vara intet ν., ουδέν είναι.: anse ngn 1. ngt
ν. ngt, άξιούν τινα 1. τί τίνος.: det är ej v:t att
ουκ άξιον, ουδέν όφελος (Εστίν), ού δει 1. πρέπει
m. inf. Jfr Följ.

Värde, άξια, ή (verkligt, real-v.). τιμή, ή
ο. τίμημα, τό (uppskattadt, satt, nominal-v.).
δύ-ναμις, ή (gällande, betydelse, i allmht förmåga,
hrigm ngt kan åstadkommas), τό ποσόν (belopp).
άμβιβή, ή (i vexlarspråket, valuta).: moral, v.,

άρετή, ή.: ett mynt s. har v., νόμισμα εντιμον,
τό.: utan v., af intet v., se Värdelös.: hav., vara
i v., τίμιον, εντιμον είναι.: lifvet har v. f. mig,
άξιόν μοι ζήν. βιωτόν Εστί μοι.: af lika ν.,
ϊστό-τιμος, 2. άντάξιος, 2.: af stort ν., se
Värdefull.: stiga i v., Επιτιμάσ&αι. τιμιώτερον,
Εντι-μότερον γίγνεσθαι.: sjunka i ν., άτιμότερον
γίγνεσθαι. jfr Falla 2) a).: sätta v. på ngt,
πολλού άξιον νομίζειν τι. τιμάν τι. φιλοτιμεϊσ&αι Επί
τινι.: sätta högt ν. på ngt, περί πολλού
ποιεϊσθαι τι. πολύ νέμειν τινί.: sätta högre 1. f. högt
v. på ngt, μείζον μέρος 1. πλέον νέμειν τινί.:
sälja ngt till sitt v., άποδίδοσ&αί τι τής άξιας.:
högre än v:t, ύπερ τήν άξίαν.: lemna i sitt v.,
Εάν.

Värdefull, -rik, πολλού άξιος, 3. τίμιος,
3 o. 2. πολύτιμος, 2. μεγαλότιμος, 2 (Sedn.).
πολυτελής, 2.: högst ν., πλείστου άξιος, 3.

Värdera, 1) bestämma värdet, τιμάν, άξιουν
(till ngt, τινός), καβ-ιστάναι τήν τιμήν,
λογίζε-σ&αι. άξιουν τιμής.: ν. ngt efter ngt, όρίζεσ&αι,
μετρεϊν τί τινι. κρίνειν στα&μώμενον τί τινι.
κρί-νειν τι πρός τι. δοκιμάζειν τι εκ τίνος.: ν. lika,
Εν ϊσω τί&εσ&αι, άγειν, ήγεϊσ&αι. τής ισης άξιας
τι&έναι. 2) akta, sätta värde på, τιμάν. διά
τιμής 1. Εντίμως εχειν 1. άγειν. σπουδάζειν τι 1.
περί τι.: ν. ngn, äfv. περιβλέπειν. θεραπεύειν.:
ν. högt, πολλού τιμάσ&αι. περί πολλού ποιείσβ-αι.
προ πολλού ποιεΐσ&αι, τιμάν, άγειν. Εν μεγάλω
τί&εσ&αι. άγασ&αι. &αυμάζειν. πολυωρείν.: ν.
högre, προτιμάν. περί πλείονος ποιεϊσ&αι 1.
τι-μάσ&αι. τιμιώτερον ήγεισ&αι. προύργιαίτερον
ποιεϊσθαι, νομίζειν.: ν. mycket högt, περί πλείστου
ποιεϊσθαι.: högre än allt annat, προ πάντων ποι
εϊσ&αι, δέχεσ&αι, ελέσ&αι.: föga, intet ν., παρ’
ούδέν 1. Εν ούδενί λόγω τί&εσ&αι. (περι) μικρού
ποιεϊσ&αι. ολιγωρεϊν τίνος.: v:s intet, Εν ούδενί
λόγω 1. μέρει είναι.

Värderare, τιμητής, ού, δ.

Värdering, τίμησις, ή. άξίωσις, ή.: =
bedömande, κρίσις, ή. άναμέτρησις, ή.

Värdfolk, oi δεξάμενοι, ξενίζοντες. se V ä r d.

Värdi, τακτή τιμή, ή.

Värdig, a) förtjent, άξιος, 3. δίκαιος, 3
(rättmätig, förtjent).: vara v. ngt, άξιον εϊναί
τίνος.: anse ngn v. ngt, άξιούν τινά τίνος, άξιον
νομίζειν τινά τίνος.: ν. utmärkelse, άξια τιμή,
ή.: handla v:t sig sf, άξίως εαυτού πράττειν. b)
i yttre skick, passande, σεμνός, 3 ευσχήμων, 2.
ευπρεπής, 2. πρέπων, ουσα, ον. κόσμιος, 3.

Värdigas, άξιούν. Ε&έλειν.: ν. svara mig,
βούλου άποκρίνασ&αι.

Värdighet, a) förtjenst, άξια, ή.: anse
under sin ν., άνάξιον εαυτού ήγεϊσ&αι 1. νομίζειν
τι. άπαξιούν. ούκ άξιούν. jfr Förtjenst 2). b)
i yttre skick, σεμνό της, ή. εύσχημοσ ύνη, ή.
ευπρέπεια, ή. τό πρέπον, κοσμιότης, ή.: tillgjord
ν., σεμνοτυφία, ή. c) högt embete, τιμή, ή.:
komma till höga v: er, ti ς μεγάλας τιμάς
άφικέ-σβ’αι.: befordra till höga v:er, προάγει v Επί
μεγάλας τιμάς, αύξάνειν τιμαϊς.: ha högre ν. än
ngn, προέχειν τινός τιμρ.

Värdinna, 1) δέσποινα, οικοδέσποινα, ή. 2)
πανδοκεύτρια, ή. καπηλίς, ίδος, ή. 3) ξένη, ή.
δεξαμένη, ή. Se Vard.

Värdshus, πανδοκεϊον, τό. κατάλυσις, ή.
κατάλυμα, τό. καταγώγιον, τό.: sämre, καπηλεϊον, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0522.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free