- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
519

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Värdshusvärd ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Värdshusvärd — Värt.

519

Värdshusvärd, se Värd 2).

Värdskap, ξενισμός, δ. τό ξίνιζαν.

Värf, έργον, τό. πράγμα, τό. πράξις, ή.
Εργασία, ή.: statens ν., τά πολιτικά, τά κοινά, τά
τής πόλεως.: befatta sig m. statens v.,
πολιτεύ-εσθαι.: krigets, fredens v., τά πολεμικά,
ειρηνικά [έργα). Se vidare Affär, Göromål,
Bedrift m. fl.

Värfning, συναγωγή, συλλογή, ή, σύλλογος,
ο1 (af soldater), μίσθωσις, ή.: taga ν., μισθόν
λαβείν. καταλέγεσθαι στρατιώτην.

Värfningspenningar, άρραβών, ώνος, ό.

V ärfva, soldater, συν άγαν, συλλέγειν.
κατα-λέγειν. άπο-, έγγράφειν πρός τήν στρατείαν.
μι-σθούσθαι, μισθω πείθειν (leja, besolda).
παρασκευάζειν (anskaffa; i med., f. sig).

Värja, se Försvara.

Värja, ξίφος, τό. μάχαιρα, »/(kort). Se Svärd.

Värjemål, «7ιολογία, ή.

Värjemålsed, καθαρτικός ορκος, ό. ορκος
ό περί τής άγνείας.: gå ν., ορκω καθαίρεσθαι 1.
άφοσιούσθαι.

Värjfäste, κώπη, ή. (προ)λαβή, ή.

Värjgehäng, ξιφιστήρ, ήρος, ό. τελαμών,
ώνος, ό.

Värjo, se Förvar, Vård.

Värj slid a, κολεός, ό.

Värk, άλγηόών, όνος, ή. άλγος, τό. οδύνη,
ή. ώδίς, ίνος, ή (ish. födslov.).: ha ν., άλγεϊν (τί,
i ngt), άλγος έχειν. άλγη do ν ι ένέχεσθαι.
όδυνά-σθαι.

Värka, άλγηάόνας παρέχειν, άλγεινόν εϊναί
τινι. δάκνειν τινά.: ngt v:er på mig, άλγώ τι. —
ν. af, ut, υπ’ άλγηδόνος διαφθείρεσθαι,
έκπί-πτειν 1. d.

Värma, θερμαίνειν. δια-, έκθερμαίνειν (gm,
starkt). θάλπειν. άλεαίνειν. χλιαίνειν.: på ytan,
έπιθάλπειν.: ν. sig, gm pass. vid ngt, τινί. —
värmande, θερμαντικός, 3. — värmd,
θε-μαντός, 3. jfr Varm.

Värme, θάλπος, τό (hetta), θέρμη, ή.
θερ-μότης, ή. θερμασία, ή. αλέα, ή.: utan ν.,
άθερ-μος, 2. ψυχρός, 3 (äfv. fig , t. ex. λόγος), b) se
Ifver.

Värmning, θέρμανσις, θερμασία, ή.
θάλ-ψις, ή.

Värn, 1) ss. byggnad, προμαχεών, ώνος, ό.
έρυμα, τό. τείχισμα, τό. 2) skydd, πρόβλημα,
τό. προβολή, ή. άμυνα, ή.

Värna, se Skydda.

Värnlös, άοπλος, 2. άφρακτος, 2. Se
Obeväpnad.

Värnlöshet, τό άοπλον. οπλών έρημία, ή.

Värnpligtig, στρατεύσιμος, 2.

Värpa, ώά τίκτειν. ώοτοκειν.

Värpning, ώοτοκία, ή.

Värre, Värst, κακίων, 2, κάκιστος, 3.
πονηρότερος, -τατος, 3. δεινότερος, -τατος, 3.
χαλε-πώτερος, -τατος, 3. jfr Dålig, Ond, Svår.:
göra det onda än värre, πλέον θάτερον ποιειν 1.
άπεργάζεσθαι.: vara i den värsta belägenhet,
I-σχάτως διακεϊσθαι 1. έχειν.: o. hd s. är det
värsta, και τό 1 o δέ 1. τό δέ δεινότατον.: i
värsta fall, ει πάσα άνάγκη. ήν τι δέρ : säga det
värsta om ngn, κακολογείν τινα.: tyda allting till
d. värsta, κακώς 1. έπί τό κακόν ύπολαβεϊν τι.:
min värsta fiende, ό έχθιστός μοι 1. μου.

Väsen(de), 1) egendomlighet, ουσία, ή. τό
όν, όντος. ο έστι τι. φ>ύσις, ή. άλήθεια, ή.:
betrakta ngt till sitt v., αυτό καθ’ αυτό σκοπεϊν
τι.: sjukdomar hindra oss att utforska tingens v.,
νόσοι έμποδίζουσιν ημών τήν τού δντος θήραν.:
icke känna v:t af en sak, αύτό τούτο o έστι τι
αγνοεί ν.: dygdens sken men ej dess v., ή
δοκού-σα εϊναι ού μέντοι ή ούσα άρετή.: fatta v:t af
ngt, τήν άλήθειάν τίνος λαμβάνειν. 2) se
Varelse.: d. högsta v:t, τό θείον. 3) yttre skick,
τρόπος, o (vanl. pl.), ofta utan motsv. ord. t ex.
groft, bondaktigt v., άπειροκαλία, άγροικία, ή.:
behagligt v., τό έπίχαρι, τος.: vänligt ν.,
φιλανθρωπία, ή ο. s. ν., se adj : svårt, oregerligt ν.,
τρόπων χαλεπότης, ή. 4) se Oväsen.: göra ν.
af ngt, δεινόν ποιεϊν, -σθαι τι. άλαζονεύεσθαι
περί τίνος, διαφημίζειν, (δια)θρυλεϊν τι.: ej göra
ν. af ngt, δλιγωρεϊν τίνος, ύπεροράν τι m. m., se
likbetydande uttr.

Väsendtlig, a) tillhörande en saks väsende,
ουσιώδης, 2, άρχειώδης, 2 (ss. philos. t.t.). ό, ή,
τό φύσει 1. κατά φύσιν.: i mots. till skenbar,
αληθής, 2. ών, ουσα, όν. — Adv., δντως. τώ *ντι.
άληθώς. b) hufvudsaklig, betydlig, άξιόλογος, 2.
λόγου άξιος, 3. καίριος, 3. κύριος, 3. μέγας, 3.
πολύς, 3.: det är en ν. skilnad, μέγα 1. πολύ
διαφέρει.: högst ν., αναγκαίος, 3 (nödvändig).:
det v:a, τό κεφάλαιον (hufvudsumman).: anföra
det v:a, λέγειν τά κεφάλαια.: i det v:a, έν
κεφαλαία).

Väsenlös, κενός, 3.

Väska, πήρα, ή. μάρσιπος, ό. μαρσίπιον,
τό. θύλακος, δ. θυλάκιον, τό.

Väsnas, θορυβεϊν. θόρυβον ποιεϊν, -σθαι 1.
κινεϊν.

Väst, ung., προστερνίδιον, τό. χιτωνίσκος ό
περιστ ερνίδιος.

Väta, ύγρότης, υγρασία, ή. νγρασμα, τό.
νοτία, νοτίς, ή.: =regn, se d. ο.

Väta, (δια,βρέχειν. ύγραίνειν. δι-,
καθυγραίνε ιν. : = ν. ifr. sig, ύγράζειν. νοτιάν. νοτίζειν.

V ä t η i η g, βρέξις, ύγρανσις, ή.

Vätska, ύγρόν, τό. νγρασμα, τό. νοτίς, ίδος,
ή. ϊκμάς, άδος, ή. χυλός ο. χυμός, δ (saft),
οπός, ό (utsipprande).

Vätska, sig, ύγρόν γίγνεσθαι, νοτίζεσθαι.
ύγράζειν. ϊκμάδα άνιέναι.

Vätskig, se Våtaktig.

Växa, 1) tillväxa, tilltaga, αύξάνεσθαι,
αϋ-ξεσθαι. έπ αύξάνεσθαι, έπαύξεσθαι. αύξησιν
λαμβάνειν 1. ποιεϊσθαι. έπιδιδόναι, έπίδοσιν
λαμβάνειν (tilltaga), μείζω γίγνεσθαι, προκόπτειν (göra
framsteg).: om floder o. d., se S väl 1 a.: v. till
dubbelt, tredubbelt, διπλάσιον, τρητλάσιον
γίγνεσθαι.: låta hår, skägg v., se d. 00.: v. på längd,
i storlek, εις μήκος, εις μέγεθος αύξάνεσθαι. —
ν. bort, in, upp, ut, etc., se compp.: v. ur
barnskorna, ^«λ^ίϊν έκ τών παίδων. 2)
uppkomma, alstras, φ ύεσθαι (φύναι). γίγνεσθαι,
βλα-στάνειν.: ur jorden ν:er, ή γή άναδίδωσι,
άνίη-σι, έκφέρει, φύει. — väl, illa växt, ευφυής,
κακοφυής, 2.

Växt, 1) växande, (έπ)αύξησις, (έπ)αύξη, ή.
αύξημα, τό. έπίδοσις, ή. προκοπή, ή.: gifva ν.,
(έπ)αυξάνειν.: befordra ν., συναυξάνειν. · s.
befordrar ν., se V äx t gif van de.: vara i full v.,
άκμάζειν. 2) sättet hrpå ngt är växt, φυή, ή

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0523.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free