Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Brännjern ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
58
Brännjern — Bukfor mig.
Brännjern, καυτήρ, ήρος, ό. καυτήριον, τό.
Brännmärka, καυτηριάζειν, στίζειν (gm
in-brändt märke), στηλιτεύειν, στηλίτην ποιεϊν (gm
offentligt anslag).: en brännmärkt, στιγματίας,
ου, o. στηλίτης, ον, ο.
Brännmärke, έγκαυμα, τό. στίγμα, τό.
Brännässla, άκαλήφη, ή. κνίδη, ή.
Brännoffer, εμπυρος &υσία, ή. εμπυρον,τό.:
anställa b., όλοκαυτεϊν, -ούν.
Brännspegel, σκάφιον, τό.
Brännvin, ρακή, ή (Nygr.).
Bränsle, καύσιμος υλη, ή. ξύλα, τά.
Brätte, κράσπεδον, τό.
Bröd, 1) eg., άρτος, ό (eg. af hvete), μάζα,
η (af korn), αϊτός, ό, σιτίον, τό (eg. all af säd
tillagad föda, i mots. mot oipov, ποτόν o. d.).:
baka b., άρτοποιεϊν, -κοπεϊν: äta b., άρτοσιτειν.:
ätandet af b., άρτοσιτία, ή : äta till b.,
(Επ)οψά-cj&ai, λαβεϊν Ιπί τω άρτω, σίτω. 2) oeg.,
uppehälle, σϊτος, oc. σιτίον, τό. άλφιτα, τά. τροφή, ή.
/Sto?, oc.: dagligt b., καθ·’ ήμέραν τροφή, τά
κα&’ ήμέραν Επιτήδεια.: förtjena sig dagligt b.,
τάκαβ·’ ήμέραν πορίζεσ&αι.: gifva ngn b., τροφήν
παρέχειν τινί.
Brödbakning, άρτοποιία, ή.: hörande till b.,
άρτοποιικός, 3.
Brödbit, ψωμός(άρτου), ο.
Brödförsäljare, άρτοπώλης, ου, ο. -erska,
άρτόπωλις, tcfbff,
Brödkaka, -Λλακούς (άρτος), ό. Jfr Bröd.
Brödkorg, άρτοφόριον(σκεύος), τό.
άρτοφο-ρίς, ίδος, ή.
Brödlös, l)om pers., ουκ εχων βίον. τών
Επιτηδείων 1. τών πρός τον βίον Ενδεής, 2. 2) om
saker, intet inbringande, ανωφελής, 2.
άσύμφο-ςος, 2.
Brödralag, -skap, αδελφοί, οι. εταιρεία, ή.
κοινωνία, ή.
Brödskåp, άρτο&ήκη, ή.
Brödstycke, se Brödbit.
Bröllopp, γάμος, 6 (giftermål), γάμοι, oi,
τά γαμικά (brölloppsfest).: göra, hålla b., γάμους
εστιάν, Εκτελεϊν, ποιεϊσ&αι, &ύειν (efter antikens
bruk).: bjuda på b., προς γάμους καλεϊν.:
hörande till b., γαμήλιος, 2. Επι&αλάμιος, 2.
Brölloppsfest, se Föreg.
Brölloppsgäst, ό κεκλημένος πρός τούς
γάμους.
Brölloppsklädning, -skrud, γαμήλιος
στο-λί» ψ
Brölloppslag, οι τούς γάμους συντελούντες*
Brölloppsmåltid, γάμοι, οι. γαμικόν
δεϊπνον 1. συμπόσιον, τό. ή κατά τούς γάμους
ευωχία. γαμήλια, ή (se Lex.): gifva en b., γάμους
εστιάν.
Brölloppssång, -visa, Επι&αλάμιος ωδή,
ή. ύμέναιος, ο. Επι&αλάμιος(ΰμνος), ο.
Bröst, 1) d. kroppsdel, inom hk η hjertat o.
lungan äro inneslutne, στέρνον, τό. στή&ος, τό.
&ώραξ, ακος, ό.: slå sig f. sitt b. (ss tecken till
sorg), κόπτεσ&αι. τύπτεσ&αι. στερνοτυπεϊσ&αι.:
trycka till sitt b., Εναγκαλίζεσθ-αι. άσπάζεσ&αι.
2) dess yttre delar, μαστός(μαζός), ό. &ηλή, ή,
τιτ&ός, ό (bl. om qvinnors).: lägga till b., τω
μαστω προσίεσ&αι. παρέχειν μαστούς, β-ηλάζειν.
3) fig., ss säte f. känslan, στήβ-ος, τό, ΰυμός, ό.
ψυχή, ή.
Brösta sig, γαυριάν, -άσ&αι. γαυρουσ&αι.
βρενθ·νεσ&αι. νπτιάζειν. καυχάσ&αι. αύχεϊν.
κομ-πάζειν.: b. sig m., i ngt, Εγκαλλωπίζεσ&αί τινι.
Bröstarfvinge, εκγονος κληρονόμος, δ.
Bröstband, -bindel, στη&όδεσμον, τό,
-δε-σμος,ό. άπόδεσμος, ό. στρόφος,ο. στρόφιον, τό.
ταινία, ή.
Bröstbild, προτομή, ή.
Bröstfeber, στερνίτης πυρετός, ό.
Bröstgänges, gå b. till väga, β ιάζεσ&αι. βία
χρήσ&αι. εις χείρας Ιέναι. ώμώς προσφέρεσ&αι.
Bröstharnesk, d-ώραξ, ακος, ό.: på hästar,
προστερνίδιον, τό.
Brösthåla, -korg, στέρνον, τό. χέλυς, υος,
ή. -θ’ώραξ, ακος, ό. θώρακος κύτος, ό.
Bröstlapp, προστερνίδιον, τό.
Bröstvårta, &ηλή, ή. τιτθ-ός, 6.
Bröstvärn, επαλξις, ή.
Bröståder, στερνϊτις φλέψ, ή.
Bubbla, πομφ>όλυξ, γος, ή. φυσαλίς, ίδος, ή.
φύσημα, τό.
Bubbla, πομφολυγεϊν. πομφολύζειν.
Buckla, τύλος, ό (i allmht). βόστρυχος,
κί-κιννος, ό (på hår), ομφαλός, ό (på sköld),
φά-λαρα, τά (på betsel). Jfr Bula.
Bucklig, βοστρυχώδης, 2, ούλος, 3 (omhår).
όμφαλόεις, 2 (nafvelformig). Jfr Bulig.
Bud, 1) se Befallning.: tio Guds b.,
δεκάλογος, o. 2) anbud vid köp, ομολογία τιμής,
ή (ss handling), ή όμολογη^εϊσα τιμή (det bjudna).:
göra ett b., όμολογεϊν τιμήν. äfv. bl. διδόναι. vid
auctioner, ώνεϊσ&αι. άντωνεϊσ&αι (efter, mot en
annan). Jfr Bjuda 3).: högre b., τό προστε&έν.:
göra ett högre b., ύπερβάλλειν, -σ&αι (τινά, än
ngn).: stå ngn till buds, παρεϊναί τινι. ύπάρχειν
τινί. πρόχειρον 1. ετοιμον εϊναί τινι. 3) se
Budskap. 4) se Budbärare.
Budbärare, άγγελος, o. αγγελιαφόρος, ό.
πρεσβευτής, ου (pl. äfv. πρέσβεις), ό.
Budbärarelön, αγγελίας μισ&ός, ο.: f. ett
godt budskap, εύαγγέλιον, τό.
Budskap, αγγελία, ή. άγγελμα, τό.:
framföra ett b., άγγέλλειν. άγγελλίαν φέρειν.: ett gladt
b., εύαγγέλιον, τό.: bringa ett sdnt,
εύαγγε-λίζεσ&αι.
Buffel, ούρος(βούς), ό.
Buga, (b. sig), (Επι-, Εγ)κύπτειν,
(Επι)κάμπτε-σ&αι (böja sig).: b. sig f. ngn, προσκυνεϊν τινα.
ΰεραπεύειν τινά.
Bugna, ύπόκυρτον γίγνεσ&αι. κυρτούσ&αι.
γαμχρούσ&αι.
Bugning, Επίκυψις, ή· προσκύνησις, ή. ο. υν.
Bugt, a) krökning i allmht, καμπή, η.
καμ-πτήρ,\ ήρος, ό. άγκών, ώνος, ό. ελιγμός, ο.
κύρτωμα , τό (utåt), κοίλωμα, τό (inåt, fördjupning),
b) på en kust, κόλπος, o. ορμος, o.
Bugt a, 1) tr. (Επήκάμπτειν. κυρτουν. κολπουνί
2) intr. o. reflect., gm pass. Jfr Böja.
Bug t ig, καμπύλος, 3. Επικαμπής, 2.
αγκύλος, 3. κυρτός, 3. κολπώδης, 2.
Buk, 1) ss kroppsdel, γαστήρ, στρός, η.
κοιλία, ή. νηδύς, ύος, ή.: ha b.^till sin gud, tJ
γαστρί δουλεύειν. ηττω εϊναι τής γαστρός.: en s.
har b. till sin gud, κοιλιοδαίμων, ονος, o.
όλ-βιογάστωρ, ορος, ό.: fylla sin b., γαστρίζεσ&αι.
2) oeg., δγκος, ό. κόλπος, ό.
Bukform ig, γαστροειδής, -ώδης, 2.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>