Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bönfalla ... - C
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Bönfalla — Ceremoni.
Bönfalla, ικετεύειν τινά. άντιβολεϊν τινα.
προΰΐρέπεσθαί τινα. (προς)ενχεαθαί τινι (bl. om
Gudarne).
Bönfall an, -η de, ικετεία, ή. άντιβόληύις,
ή. προστροπή, ή- ενχαί, αι.
Β ön hus, προσενκτήριον, τό. προσευχή, ή.
Bönhöra, ύπακούειν, Επι-, χατανεύειν τινι
δεομένω. δέχεσθαι εύχάς, δεήσεις τινός.: blifva
bönhörd, τνγχάνειν ών δεϊταί τις.
Bönland, κναμών, ώνος, ό.
Bön skrift, έγγραφος άξίωσις, ή. άξίωμα, τό.
Böra, δει, χρή, χρεών Εστίν (m. acc. ο. inf.),
ηροσήχει (m. dat. 1. acc. o. inf.), gm adj. verbale
på -τέος, a, ον. όφείλειν, καθήκει μοι, δίκαιον
Εστίν (bl. om moral, förpligtelse), εϊχός Εστίν (äfv.
= det är sannolikt).: ss. sig bör, ώσπερχρή, δει,
δίκαιον. ώς 1. jj (τό) εικός.: vi hade bort, Εχρήν,
εδει, εϊχός ήν etc. ήμάς m. inf: det bör lyckas,
εϊχός Εστίν εν προχωρήσειν.
Börd, se Tur.
Börd, 1) se Födelse. 2) härkomst, γένος,
τό. γενεά, ή.: förnäm b., ευγένεια, ή.: af god,
ädel b., γεννάδας, ου, ό. ευγενής, 2. γενναίος,
3.: af låg b., άγεννής,2.: till b., τ ό γένος (acc.).:
utforska ngns b., γενεαλογεϊν τινα.
Börda, 1) eg., φόρτος, ό. φορτίον, τό.
φόρη-μα, τό. άχθος, τό. βάρος, τό (tyngd i allmht).
2) fig., άχθος, τό. βάρος, τό. πόνος, ό.
δυσχέρεια, ή. λύπη, ή.
Bördig, gm acc. τήν πατρίδα, τό γένος, τήν
γενεάν. t. ex. b. fr. Grekland, "Ελλην τήν
πατρίδα, äfv. Εν τοϊζαΕλλησιν γεγονώς.: b. fr. ett
främmande land, άλλοδαπός, 3.
Bördig, se Fruktbar.
Börja, 1) tr., άρχειν, άρχεσθαί τίνος (act., då
ett annat subj., med., då en annan 1.
fortsättningen af samma handling tänkes ss. mots.).
Εξ-άρχειν, χατάρχειν, ύπάρχειν τινός (stundom acc.).
προνπάρχειν τινός (äfv. τινί).: b. att, άρχειν m.
inf (då subj. motsättes andra subjekter),
άρχεσθαί m. inf. 1. part. (d. förra vid ett blott
angifvande af d. handling, s. inträder; d. sedn., då
början motsättes fortsättningen o. slutet af
samma handling).: b. på, se Påbörja. 2) intr.,
άρχεσθαι. άρχεσθαι γίγνεσθαι 1. γιγνόμενον.
αρχήν λαμβάνειν, τό πρώτον γίγνεσθαι.: b. m. ngt
(ss. utgångspunkt), άρχεσθαι 1. αρχήν ποιεϊσθαι
1. όρμάσθαι άπό 1. εκ τίνος.: skola b., μέλλειν
γενέσθαι.
Början, άρχή, xatαρχή, ή. άφορμή, η
(utgångspunkt, första medel).: b. af ett tal,
προοί-μιον, τό.: ib., κατ’ άρχάς. τό πρώτον, τά πρώτα,
αρχόμενος, 3.: allt fr. b., Εξ 1. άπ’αρχής, (τήν)
άρχήν.: genast m. vårens b., τον ήρος ενθνς
άρ-χομένον. άμα τω ήρι άρχο μένω 1. γιγνομένω.:
fr. b. till slut, Εξ άρχής μέχρι τέλους, άρχόμενος
και διά τέλους. Εχ τών ποδών εϊς τήν χεφαλήν.
άπό τής πρώτης συλλαβής μέχρι τής τελευταίας.:
göra, taga sin b., se Föreg.: till en b., όπως
Εντεύθεν άρξομαι. Ενθένδε άρχόμενος 1.
πορενό-μενος. πρώτον μέν.: utan b., άναρχος, 2.
άχέ-φαλος, 2 (t. ex. λόγος).
Börs, 1) penningpung, βαλάντιον, τό.: stjäla,
röfva b., βαλαντιοτομεϊν.: en s. gör dta,
βαλαν-τιοτόμος, ό. 2) handelsb., χρηματιστήριον, τό.
τό τών Εμπόρων χοινόν.
Bössa, 1) se Hjulbössa. 2) skjutgevär,
οπλον πυροβόλον, τό.
Böta, 1) erlägga böter, se Följ. 2) b. för,
se Umgälla.
Böter, τίμημα, τό. όφλημα, τό. (χρημάτων)
ζημία, η. Επιβολή, ή.: erlägga b., ζημίαν etc.
άπο-, Εχτίνειν, καταβάλλειν, είσφέρειν.: pålägga
ngn b., Επιβάλλειν, Επιτιθέναι τίμημά τινι.
ζη-μιούν τινα χρήμασιν.: göra sig förfallen till b.,
τιμήματι περιπεσεϊν.
C.
Anm. De ord, hvilka saknas under C, äro
att söka under K.
Cælibat, άγαμία, μοναυλία, ή. μονουχία, η
(Κ. F.)· , c
Cæsur, τομή, η.
Caput, slägthufvudman, Εξηγητής του olxov,
ό. ήγεμών τ ού γένους, ό.: per capita, κατ’ άνδρα.
Ceder, κέδρος, ή.: dess frukt, χεδρίς, ίδος], η.
Cedera, se Afträda, Yika (gifvav.),
Bankrut t e r a.
Cederkåda, χεδρία, ή.
Cederolja, χέδρινον, κέδριον, χεδρέλαιον, τό.:
bestryka m. c., χεδρούν.
Cederskog, χεδρών, ώνος, ό.
Cederträ, ξύλα τά άπό τής κέδρου, τά
κέδρινα (ξύλα).: af c., κέδρινος, 3.: inlagd m. c.,
κε-δρωτός, 3.
Cell, a) för mskr, οικίσκος ό τών δούλων, δ
τών μοναχών, ό τών δεσμωτών, μονόρρυθμος
δόμος, ό (poöt.). b) f. bin och getingar, θυρίς,
ίδος, ή. κύτταρος, ό. μελίττιον, τό (bins),
σφη-κίον, τό (getingars).: bygga c. (om bin) κηροχυτεϊν.
Cenotaphium, κενοτάφιον, τό. xevov χώμα,
τό.: upprätta ett c., κενόν χώμα χουν.
κενοτα-φεϊν (τινά, åt ngn).
Censor, a) i allmht (Επήκριτής, ού, o. b) i
d. gaml. Rom, τιμητής, ου, o.: vara c.,
τιμη-τεύειν.: c:sembete, τιμητεία, η. τιμητική άρχή, η.
Censur, a) κρίσις, Επίκρισις, η. b) se Föreg.
Census, τίμημα, τό. τίμησις, ή.
C en t au r, Κένταυρος, Ίπποκένταυρος, ο.
Center, τό μέσον.
Central, μέσος, 3. Εν μέσω κείμενος, 3.
με-σόχωρος, 2. μεσόγεως, 2.
Centralisation, ενωσις (πρός τι), ή-
Centralisera, εϊς εν σννάγειν.
Centrum, se Medelpunkt.
Centuria, εκατοστύς, η. λόχος, ό (soldater).
Centurion, εκατόνταρχος, ταξίαρχος, ό.: vara
c., εκατονταρχεϊν.: c:sbefattning, εκατονταρχία, η.
Ceremoni, a) vedertaget bruk, τα Ev εθει.
τά νομιζόμενα. b) krus, άκκισμός, ό. c)
omständlighet, περιεργία, η. d) religiös c.,
άγι-στεία ή Εν τοις ίεροϊς, ή περί τά τών θεών.
τελετή, ή. πομπή, ή. θεϊα πράγματα, τά.:
iakttaga en c., άγιΰτενειν. τά νομιζόμενα ποιεϊν.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>