- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
109

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fukta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Fukta — Furage.

109

ρόν. ϊκμάς, άδος, ή (gm utdunstning frambragt).

Fukta, δεύειν, άναδεύειν. βρέχειν, Επιβρέχειν.
καταβρέχει (starkt f.). νγραίνειν. καθυγραίνειν.
νοτίζειν. Ικμάζειν.

Fuktig, υγρός, 3. κάθυγρος, 2. νοτερός, 3.
ϊκμαλέος, 3.

Fuktning, βροχή, Επιβροχή, ή.

Ful, 1)physiskt, αισχρός, 3. άσχήμων, 2.
c*W-«<%, 2. άμορφος, 2. αωρο<τ, 2.: mycket f.,
ν-πέραισχρος, 2.: ett ovanligt fult ansigte,
πρόσωπον υπερβάλλον αϊσχει.: vara f., αίσχρόν εϊναι.
άσχημονεϊν. 2) moral., αισχρός, 3. μιαρός, 3.
ά-πρεπής, 2.

Ful het, αϊσχος, τό, αίσχρότης, ή (phys. ο.
moral.), άσχημοσύνη, dWeufcrø, αμορφία (bl. phys.).
άπρέπεια, ή, τό μιαρόν (bl. moral.).

Full, 1) uppfylld, μεστός, 3, πλί’ω?, α, ω*’,
πλτ/’ρ^ί? 2, a! ngt, τινός.: temligen f., ύπόπλεως,
ω»/.: alldeles f., ανά μεστός, 2. άνά-, ιπί-, κατά-,
περίπλεως, ων.: göra f., se Fylla.: vara f. af
ngt, πλήρη 1. μεστόν εϊναί τίνος, Εμπλησθήναι,
άναπλησθήναί τίνος, γέμειν τινός.: f. af glädje,
περιχαρής, 2 (om pers.), ηδιστος, 3 (om saker).:
vara f. af förväntningar, Ελπίδων μεστόν εϊναι.
μετέωρον εϊναι.: ha händerna fulla m. arbete,
πολλήν άσχολίαν εχειν. 2) fullständig, Εντελής,
2. παντελής, 2. δλος, 3. τέλειος, 3 ο. 2.: f.
rustning, παντελής παρασκευή, ή. πανοπλία, ή.: i.
fred, παντελής ειρήνη, ή.: f. lön, Εντελής μισθός,
ό.: fullt år, τέλειος Εν ι αυτός, ο. ολον ετος, τό.:
sju fulla månader, τέλειοι 1. ολοι επτά μήνες, οι.:
vara i sin fulla blomstring, άκμήν τής άνθης
εχειν. άκμάζειν.: i fullt språng, δρόμω
Εκτενεστά-τω.: vara i f. gång, se Gång.: en f. börda,
ικα-νόν φορτίον, τό.: m. f. rätt, λόγω τω δικαιοτάτω.
πάνυ δικαίως, πάνυ προσηκόντως.: till fullo, se
Fullkomligt.: han betalte till fullo sin skuld,
ολον τό όφείλημα 1. χρέος άπέτισεν. παντα τά
ό-φ>ειλόμενα άπέδωκεν. — fullt upp, gm άφθονος,
2. δαψιλής, 2. εκπλεως, 2. πλήρης, 2.: ha f. upp
att lefva af, Ev άφθόνοις βιοτεύειν. άφθονίαν
εχειν σίτου, εκπλεω 1. πλήρη εχειν τά Επιτήδεια.:
ha f. upp att göra, πολλήν άσχολίαν εχειν^
πράγματα εχειν πάμπολλα. — Adv., παντελώς,
παν-τάπασιν. τελέως. ολως.: f. ut så — som, ουδέν
ήττον — ή 1. m. gm. 3) se Rus ig.

Fullborda, περαίνειν. εργφ καθιστάναι.
Ερ-γάζεσθαι. Εξ-, άπ-, κατεργάζεσθαι.
άποδείκνυ-σθαι. δια-, καταπράττειν. άπο-, Επιτελεϊν.
άνύ-ειν, άνύτειν.: f. sitt lefnadslopp, διεξέρχεσθαι τον
βίον. τελευτάν τον βίον. Jfr Fullända.

Fullbordan, m. vv.

Fullfölja, μετιέναι. διιέναι. διεξιέναι.
διώ-κειν. Εμμένειν (τινί). αντέχεσθαι (τινός). Se
vidare Fortsätta.

Fullgiltig, -god, κύριος, 3. άξιος, 3.
ικανός, 3. άξιόχρεως, 2. βέβαιος, 3.

Fullgiltighet, -godhet, άξια, ή.
ικανότης, ή. βεβαιότης, ή.

Fullgången, τελεόμηνός, τελεόγονος, 2.
τέλειος, 3 ο. 2.

Fullgöra, se Fullborda, Verkställa.: f.
befallning, pligt, se d. oo.

Fullhet, πλησμονή, η. πλήθος, τό. vanl. m.
adjj. Jfr Öfverflöd.

Fullkomlig, τέλειος, 3 o. 2. Εντελής, 2.
παντελής, 2. άρτιος, 3, άκρος, 3. άμεμπτος, 2. άκρι-

βής, 2.: göra f., τελειούν. άπαρτίζειν.: blifva f.,
τελειούσθαι. — Adv., τελέως. παντελώς, άκριβώς.
Se f. öfr. Alldeles, Fullt, Helt o. hållet.

Fullkomlighet, τελειότης, ή. τό τέλειον.
τέλος, τό. παντέλεια, Εντέλεια, ή. άκρίβεια, ή.
ά-ρετή , ή.

Fullkomna, 1) göra fullkomlig, τελειούν. se
vidare Fullborda. 2) förfullkomna, βελτίω
ποιεϊν 1. καθιστάναι. Εκπονεϊν τι Επί τό πλέον 1. επί
τό άκριβέστερον. Εξεργάζεσθαί τι. διαπονεϊν τι.:
ϊ. sig i ngt, μάλλον άκριβούν τι.
Επιστημονέστε-ρον 1. Εμπειρότερον γίγνεσθαι τίνος. Επιδιδόναι
είς, Επί, πρός 11.

Fullkomnande, 1) τελείωσις, ή. ο. gm vv.
2) διαπόνησις, ή.: ens eget, Επίδοσις, προκοπή, ή.

Fullmakt, Εξουσία, ή (makt, befogenhet),
Ε-πιτροπή, ή (Sedn.).: gifva f., se Befoga.: få f.,
Επιτρέπεσθαι.: ha f., Εξουσιάζειν. Επιτετραμμένον
εϊναι. κύριον εϊναι (τινός, till ngt).: försedd m.
oinskränkt f., αυτοκράτωρ, ορος.: ha oinskränkt
f. för fredens afslutande, αυτοκράτορα εϊναι περί
της ειρήνης.

Fullmåne, πλήρης 1. όλόκυκλος σελήνη, η.
διχομηνία, ή. διχό μηνός σελήνη, ή. πανσέληνος,
ή.: vid f., Εν ταϊς πανσέλήνοις. κατά τήν 1. τό
πανσέληνον.

Fullmäktig, Επίτροπος, ό. αυτοκράτωρ,
ορος, ο.

Fullproppa, -stoppa, βύειν. σάττειν.
άνα-πιμπλάναι. — fullproppad, άνά-, κατάπλεως,
2 (τινός, m. ngt).

Fullstämmig, πάμφωνος, 2.

Fullständig, δλος, 3. ολόκληρος, 2. Εντελής,
2. τέλειος, 3 ο. 2. παντελής, 2. : vara f., τέλειον
εϊναι. τέλος εχειν.

Fullständighet, ολοκληρία, ή. τελειότης, ή.

Fullsuten, πεπληρωμένος, 3. πλήρης, 2.:
göra en rätt f., πληρούν δικαστήριον. Jfr D omför.

Fullsätt a, πληρούν. Εμπιπλάναι.
καταλαμβά-νειν (besätta), κατασκενάζειν (ett bord m. rätter).

Fullsöfd, Εκκοιμηθείς, εΐσα, έν.

Fulltalig, Εντελής, παντελής, 2. τέλειος, 3 ο.

2. εκπλεως, ων.: göra f., πληρούν. Εκπληρούν.
άπαρτίζειν.

Fulltonig, πάμφωνος, 2. εϋφωνος, 2.

Fullvigtig, ολοτελής, 2. τέλειος, 3 ο. 2.
δίκαιος, 3. ορθός, 3.

Fullvigtighet, δίκαιος σταθμός, ό.

Fullvuxen, -växt, τέλειος, 3 ο. 2. ωραίος,

3. ο, ή Εν ηλικία (ών, ουσα). ήλικίαν εχων.
έφηβος, 2. μέγας, 3.: vara f., εις ήλικίαν άφϊχθαι.
ήλικίαν εχειν. Εν ηλικία εϊναι. ήβάσκειν.

Fullända, τελειούν. άπο-, Εκτελεϊν. Εξαννειν.
διαπεραίνειν. τέλος 1. κολοφώνα Επιτιθέναι. —
fulländad, τέλειος, 3 ο. 2.: vara f., τέλος εχειν.
πέρας εχειν. Se vidare Fullborda, Fullkomna.

Ful slag, π αρωνυχία, ή. παρωνυχίς, ίδος, ή.

Fund, komma under f. m., εύρίσκειν.
αίσθά-νεσθαι. φωράν. γιγνώσκειν.

Funder, se Knep.

Fundera, se Begrunda, Grubbla.

Fundersam, se Tankfull.

Fur(a), πίτυς, νος, ή. Ελάτη, ή. πεύκη, ή.: af
f., πιτύϊνος, Ελάτινος, πεύκινος, 3.

Furage, χιλός, ό. -era, προνομεύειν.
προ-νομήν ποιεϊσθαι. -ering, προνομή, ή. Jfr
Proviant.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0113.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free