Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Granne ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Granne-
Granne, ό πλησίον 1. πέλας. γάτων, ονος, ο.
πάροικος, πρόσοικος, ο. όμορος, ό. πλησιόχωρος,
πρόωρο?, ό. άστυγείτων, ονος, ό·: g. vid
bordet, se Bordsgranne.: vara ngns g., γειτνιάν,
γειτονεύειν, γειτονειν τινι. παροικεΐν τινι.
jπλησίον οικείν τίνος, όμορειν τινι. παρακα&ήσ&άί
τινι (sitta bredvid ngn).
Granneligen, se Noga.
Grannfolk, ε&νος ομορον, πρόσοικον,
προς-οικούν etc. τό. οι όμοροι, πρόσχωροι etc.
Grannqvinna, ή πλησίον, γείτων, ονος, ή. ή
γειτνιάζουσα.
Grannhörd, όξυήκοος, ευήκοος, 2.
Grann laga, 1) se Noggrann. 2)
finkänslig, αΐδοϊος, 3. λεπτός, 3. μαλακός, 3. ευλαβής,
2. 3) svår, kinkig (om saker), δυσχερής, 2.
Επισφαλής, 2. σφαλερός, 3. δυσμεταχείριστός, 2.
Grannlagenhet, 1) se Noggrannhet. 2)
finkänslighet, αιδώς, ους, η. ευλάβεια, ή. 3)
kinkighet, δυσχέρεια, ή. ο. gm adj.
Grannland, όμορος γή 1. χώρα, ή.
Grannlåt, καλλώπισμα, τό (äfv. i tal),
κόσμημα, τό. ρωπικά, τά (bjefs).: = artigheter,
πεύματα, κολακεύματα, τά.
Grannlåtdocka, -herre, καλλωπίστρια, ή.
καλλωπιστής, ου, ό.
Grannräknad, se Nogräknad.
Grannskap, 1) eg., γειτονία, γειτόνησις,
γει-τνίασις, ή. γειτόνημα, τό. τό όμορον.: i g.,
πλησίον. εν γειτόνων.: fr. g., Εκ (τών) γειτόνων. 2)
grannarne, οι πλησίον οϊκουντες. οι πάροικοι 1.
πα-ροικουντες. γειτνίασις, ή. Se vidare Granne.
Grannstat, ομορος 1. γείτων πόλις, η.
Grannsynt, se Skarpsynt.
Grannsämja, ή τών γειτόνων ομόνοια.
Granntyckt, δύσκολος, δυσχερής, 2 (kinkig).
άγανακτητικός, 3, όξύρροπος, ευερέθιστος, 2
(ömtålig, lättretlig).
Granris, φρύγανα 1. κάρφη Ελάτινα, τά (torrt).
ρώπες Ελάτιναι (κατα)κεκερματισμεναι, ai
(hac-kadt).
Granska, dia-, Επισκοπεϊν. δοκιμάζειν.
κρί-νειν. Εξετάζειν. λογιστεύειν (en räkning).
Granskare, Επίσκοπος, ό. δοκιμαστής,
κριτής, Εξεταστής, λογιστής, ού, ό.: skicklig g.,
κριτικός, Εξεταστικός, ό.
Granskning, δοκιμασία, ή. κρίσις, ή.
Εξέ-τασις, ή.
Granskog, Ελατών δρυμός, ό.
Granved, Ελάτινα ξύλα, τά.
Grassera, 1) eg., κατα&εϊν. κατατρέχει ν. 2)
fig. (om sjukdomar ο. d.), πολύν είναι. Επί πολύ
νέμεσ&αι. άκμάζειν.
Gratifikation, εύνοια, ή. Επιφορά, ή. δω-
Gratis, προίκα, δωρεάν, αμισ&ί.
Gratulation, -era, Lyckönskan, -ska.
Gravera, 1) inrista, γλύφειν. Εγκολάπτειν.
2) se Betunga.
Gravering, a) ss. handling, γλυφή, ή. b)
ss. sak, γλύμμα, τό. γλυφή, ή. Εγκόλαμμα, τό.
Gr a vite t, σεμνότης, ή. σεμνοπρέπεια, ή.
μεγαλοπρέπεια, ή.
Gravitetisk, σεμνός, 3. σεμνοπρεπής, 2.
μεγαλοπρεπής, 2.
Gravör, γλύπτης, ον, ό. γλυπτήρ, ήρος, ό.
Gren, l)eg., όζος, δ. άκρεμών, όνος, ο (äfv.
■Groda. 149
på horn). 2) oeg., af flod, berg, se Arm.: af
ådror, άποσχίς, ίδος, ή,: på en mska, κοχώνη,
ή.: af folkstam, slägt, φυλή, ή. γένος, τό. οίκος,
ό (familj).: f. öfr. (ss. af vetenskaper o. d.), μέρος,
τό. μερίς, ίδος, ή.
Grena sig, se Dela sig.
Grenig, οζώδης, 2. πολύοζος, 2.
Gren si e, περιβάδην.
Grepe, λαβή, ή. λαβίς, ίδος, ή. άντιλαβή,ή.
äfv. ους, ώτός, τό.: m. två grepar, δίωτος, 2.
Grepp, λαβή, ή. άντιλαβή, ή. άφή, Επαφή, ή
(på ett instrument).
Gridelin, iàvd-ινος, 3.
Griffel, γραφίς, ίδος, ή. γραφειον, τό.
Griffeltafla, πίνσξ, ακος, ό.
Grift, &ήκη, ή. τάφος, ό..
Grill, a) besynnerligt infall, παράδοξον, τό.
λήρος, ό. b) onödigt bekymmer, κενή 1. ματαία
φροντίς, ή.
Grillfängare, φροντιστής, ού, ό. —
μικρο-λόγος, δύσκολος άν&ρωπος, ό.
Grimas, άλλόκοτον προσώπου σχήμα, τό.
Grimasera, μορφάζειν. τό πρόσωπον
δια-στρέφειν. -ering, μορφασμός, ό.
G rimma, φορβιά, φορβειά, ή.
Grin, τό σεσηρέναι.: =gråt, skratt, se d. οο.
Grina, (δια)σεσηρέναι.: = vara sprucken,
κε-χηνέναι.: — gråta, skratta, se d. oo.
Gr i η are, καταγελαστής, ού,ό. υβριστής, ού, ό.
Grind, κιγκλίς, ίδος, ή.
Grip, γρύψ, πός, ό.
Gripa, 1) eg-, λαμβάνειν. αϊρεΊν.: g. i ngt,
λαμβάνεσ&αι, άντι-, Επιλαμβάνεσ&αι, δράττεσ&αι,
άπτεσ$αι, Εφ>άπτεσ&αί τίνος.: g. ngn i, vid ngt,
λαμβάνειν τινά τίνος (t. ex. τών τριχών, τής
χειρός). (Επι)λαμβάνεσ&αί τινός τίνος.: g. en
flyende, καταλαμβάνειν. αϊρεϊν. :=. fasttaga, häkta,
συλλαμβάνειν.: g. ngn vid, under ngt,
καταλαμ-βάνειν τινά ποιούντά τι. på bar gerning, Επ’
αύ-τοφώρω λαμβάνειν τινά. καταφωράν τινα. : g.
begärligt, άρπάζειν, συναρπάζειν.: g. till vapen,
svärdet, se d. oo.: g. i en sträng, κρονειν,
ιράλ-λειν, κινεΊν χορδήν.: g. om, se Omfatta.: g.
till, se Tillgripa. 2) oeg., a) känslan,
κι-νείν. ταράττειν. άπτεσ&αι. se Röra. b)
plötsligt påkomma (om kropps- o. själstillstånd),
λαμβάνειν. Επι-, καταλαμβάνειν. εϊσιέναι τινά.
άπτε-σ&αί τίνος.: gripas af en sjukdom,
Επιλαμβάνεσαι. περιπίπτειν νοσήματι. c) g. till ngt, =
vända sig till ngt, τρέπεσ&αι εις, πρός τι (t. ex. εϊς
φυγήν). αιρείσ&αί τι (t. ex. βίον, ett lefnadssätt,
τέχνην, ett yrke). Jfr Tillgripa, d) g. omkring
sig, ερπειν. αύξάνεσ&αι. Επίδοσιν λαμβάνειν.
Επι-νέμεσ&αι. e) g. sig an, άπτεσ&αι, άν&-,
Εφά-7iτεσ&αι, άντιλαμβάνεσ&αι, m. ngt, τινός.
Επι-βάλλεσ&αί τι. ϊέναι εις, πρός τι. ορμάν Επί, πρός
τι. — gripande, se rörande.
Gripande, -ning, άντί-, Επί-, κατά-,
σύλ-ληψις, ή. άφή, Επαφή, κρούσις,ή (i strängarne),
vanl. gm vv.
Gris, δέλφαξ, ακος, ό o. ή. δελφάκιον, τό.
χοίρος, ό. γρύλος, ό. συίδιον, τό.
G ris a, δέλφακας etc. τίκτειν. Ofta bl. τίκτειν.
Gris sel, σκάλευθ·ρον, τό.
Gro, βλαστάνειν. άνα-, Εκβλαστάνειν.
Gro b i an, άγροικος 1. φορτικός άν&ρωπος, ό.
Groda, βάτραχος, ό.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>