Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Handtlangare ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Handtlangare — Hasardspel.
163
Handtlangare, -erska, υπηρέτης, ov, o.
ύπηρέτις, ιδος, tf. υπουργός, ο.: vara h.,
υπηρί-Téw/. υπουργείν.
Handtlangning, se Handräckning.
Handtryckning, <Jé|ÄΕμβολή, ή. δεξίωσις, ή.
Handtverk, χειροτεχνία, ή. χειρωναξία, ί
(sällan i pros.). rf/^, i (såvidt det fordrar
konstfärdighet). δημιουργία, tf (ss. yrke i stat),
%/cr-tfw, tf (hvarje slags arbete).: lågt h., βάναυσος
τέχνη. βαναυσουργία, drifva ett sdnt,
βαναυ-σουργεΐν.: stillasittande h., ζε;^ Επιδίφριος.:
s. drifver ett sdnt, Επιδίφριος 1.
πο$\: drifva ett h., ^ρ^/ά&σί*»*, (Επ)ασκεΐν,
Επι-τηδεύειν τέχνην. Εργασίαν εχειν.: göra ett h. af
ngt, έργον ποιεϊσ&αί τι. Επί τέχνϊ] Εργάζεσ&αί τι.:
gripa ngn i handtverket, άντίτεχνον εϊναί τίνος,
τέχνην άλλοτρίαν Επιτηδεύειν.
Handtverkare, χειροτέχνης, ου, ό.
χειρώ-ναξ, ακτος, ο. τεχνίτης, ον, ο. δημιουργός, ό.:
i föraktlig bet., βάναυσος [τεχνίτης), ό.
Handtverks folk, δημιουργοί, οι.
Handtverksmässig, χειροτεχνικός, 3.
dtf-μιουργικός, 3. βαναυσικός, 3. βάναυσος, 2.
Handvatten, χέρνιψ, ιβος, tf.
Handvändning, se Ögonblick.
Hane, άρρην, ενος.: af hönsslägtet, se Tupp.
Η an el, λωτός, o.
Hanka, άνελίττειν. άνέλκειν.
Hankön, τό άρρεν, άρρενικόν (gram.), m. 1.
utan γένος.
Hanrej, κερασγόρος, o.: göra ngn till h.,
κέρατα ποιεϊν τινι.
Hardt nära, se Nära.
Hare, λαγώς, ώ, ό. δασύπους, ποδος, ό.:
hörande till h., λαγώος, 3. δασυπόδειος, 2.
Harem, 1) ss. ställe, γυναικών, ώνος, ό.
γυ-ναικονϊτις, ιδος, ή. γυναικεϊον, τό. 2)
qvinnorna derstädes, αϊ γυναίκες και παλλακίδες.
Harf, βωλοκόπον όργανον, τό.
Harf ο t, λαγωος πους, ό.
Harf va, βωλοκοπεϊν.
Η ar jagt, ή τών λαγών S-ήρα.: gå på h.,
Εξιέναι λαγώς d-ηρεύσοντα.
Η ar k a, άγρεϊφνα, tf. αρπάγη, tf. κηπουρικαί
κτένες, al.
Η ar ka, σαίρειν (άρπάγ$ etc.), σκαλεύειν.
Harkla, χρέμπτεσβ-αι. άποχρέμπτεσβ-αι.
Η ark lin g, χρέμψις, tf.
Harlekin, γελωτοποιός, ό.
Harm, άγανάκτησις, ή. οργή, tf. λίπη, tf.; af
h., ύπ* οργής, άγανακτήσας. άχ&εσ&είς.
Harmas, άγανακτεϊν. όργίζεσ&αι. λυπεισ&αι.
άχ&εσ&αι. άσχάλλειν. δυσχεραίνειν. βαρέως 1.
χα-λεπώς φέρειν.
Η arm li g, άγανακτη τός, 3. λυπηρός, 3.
ά-χ&εινός, 3. άνιαρός, 3.
Harmoni, άρμονία, συμφωνία, tf (i toner).
εύρυ&μία, tf (eg. om rythmiskt välljud).
Εμμέ-λεια, tf (i toner o. tal), εύαρμοστία, tf (delarnes
öfverensstämmelse sinsemellan och m. det hela).:
h. i sinnelag, ομόνοια, tf. όμογνωμοσύνη, tf.
Harmoniera, συμφωνεϊν. άρμόττειν,
συναρ-μόττειν, σύμμετρον εϊναι. όμονοεϊν.
όμογνωμο-νεϊν.: icke h., άφαρμόττειν.
Harmonisk, σύμφωνος, 2. Εναρμόνιος, 2.
Εμμελής, 2. εύάρμοστος, 2. σύμμετρος, 2.
εύρυθμος, 2. Jfr Harmoni.
Harmsen, m. farit, af vv. under Harmas.
Harmynt, λαγώχειλος, 2.
Harnesk, d-ώραξ, ακος, o.: påtaga ngn h.,
&ωρακίζειν τινά.: påtaga sig h., &ωρακίζεσ&αι.
θώρακα περιστέλλεσαι, περιβάλλεσ&αι,
Ενδύε-σ&αι..: råka i h., Εξοργίζεσ&αι.
Harpa, πηκτίς, ίδος, tf. ιραλτήριον, τό.
μά-γαδις, ή. βάρβιτον, τό ο. βάρβιτος, tf. (samtlige
harplika instrumenter, men intet fullt
motsvarande vår h.).
Harpspelare, -erska, ψάλτης, ου, ό.
ψάλ-τρια, ή.
Η ar ρ un, αρπη, ο. ϊχ&ύκεντρον, τό. τριόδους,
οντος, 6, τρίαινα, ή (treuddig).
Harpunera, τριόδοντι βάλλειν. άυννάζειν (eg.
tonfisk).
Η ar sk inn, λαγωον δέρμα, τό.
Harsyra, όξαλίς, ίδος, tf.
Harts, ρητίνη, tf.: vin försatt m. h., ρητινίτης
οϊνος, ό.: öfverdraga 1. försätta m. h., ρητινούν.
Η art sig, ρητινώδης, 2.: vara h., ρητινίζειν,
Harögd, λαγώφ&αλμος, 2.: en sdns åkomma.
λαγωφ&αλμία, tf.
Η a s, Ιγνύα, tf.
Η asp, κλεϊ&ρον, τό. μοχλός, ό.
Haspel, τροχαλία ο. τροχιλία, ή-
Η as sel, Ηρακλεωτική 1. Ποντική καρύα, tf.
κόρυλος, tf.
Hasselnöt, κάρυον Ποντικόν, τό. κάρυον
λε-πτόν. λεπτοκάρυον, τό.
Hast, i h., σπουδή, διά σπουδής, κατά σπουδήν.
Hasta, se Skynda, Brådska.
Hastig, ταχύς, 3, Ελαφρός, 3 (snabb), όξύς,
3 (häftig), αιφνίδιος, 2, Εξαπιναϊος, 3 (plötslig).:
h. till vrede, οξύρροπος (πρός όργήν), 2. Jfr
Plötslig, Häftig.
Hastighet, ταχυτής, ή. Ελαφρότης, tf.
όξύ-της, tf. ο. gm adj. Jfr Brådska.
Hastverk, έργον διά τάχους 1. σπουδή
πε-ποιημένον. αύτοσχεδίασμα, τό.
Hat, μϊσος, τό. έχ&ος, τό. έχ&ρα, tf. άπέχ&εια,
ή. δυσμένεια, ή.: afh., μίσει. υπό μίσους, μισών,
ούσα, ούν. έχ&ει. κατ’ έχ&ος 1. έχ&ραν.: hysa h.,
se Hata.: ingifva ngn h. till ngn, προάγειν
τι-τά εϊς μϊσός τίνος, μϊσος Εμποιεϊν τινί τίνος,
διαβάλλειν τινά πρός τινα.: ådraga sig ngns h.,
εις έχ&ραν άφικνεϊσ&αί τινι. μϊσος κτάσ&αί τίνος,
άπεχ&ή γίγνεσθαι τινι.: h. uppstår hos ngn,
μίσος Εγγίγνεταί τινι.: ngt ådrager h., δι’
άπε-χ&είας γίγνεταί τι. άπέχ&ειαν έχει 1. φέρει τί τινι.
Hata, μισεϊν. Εχ&αίρειν. μϊσος εχειν τινός.:
bli, vara hatad af ngn, άπεχ&άνεσ&αί τινι, είς
άπέ-χ§ειαν Ελ&εϊν τινι. μϊσος εχειν πρός 1. παρά τίνος.
Η at are, Εχ&ρός, ό. ο. gm part.
Hatfull, se Hätsk.
Hatt, πΐλος, o (af filt), κυνή, tf (eg.
hundskinnsmössa, sedan hufvudbonad i allmht).
πέτασος, o (bredskyggig). καυσία, tf (ursprungl.
Ma-cedonisk, m. stora brätten o. låg kull).: påsätta
hatten, περι&έσ&αι πϊλον etc.: aftaga h.,
περιε-λέσ&αι πϊλον etc.
Hattbrätte, -bård, τό του πίλου κράσπεδον.
Hattmakare, πιλοποιός, ό.
Hautrelief, έκτυπος, 2.: arbete i h.,
Εκτύ-πωμα, τό.: afbilda i h., Εκτυπούν.
Hasardspel, κυβεία, tf.: spela h., κυβεύειν.:
en s. spelar h., κυβευτής, ού, ό.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>