- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
182

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Hästafvel ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

182

Η & staf ▼ el — Högaktning.

φεϊν. ϊππονς τρέφει·: köpa hästar, Ιππων tiv. :
köpandet, Ιππωνεία, ή.: uthyra hästar, ίππους
παρέχειν έπί μισθώ.

Hästafvel, ιπποτροφία, Ιπποφορβία, ή.
Ιπ-πεία, πωλεία, ή,: idkah., ιπποτροφεϊν. b)
hästslag, ί’ππων γένος, τό. oi ϊπποι.
Hästböna, φάσηλος, ό.
Hästdynga, -gödsel, ιππεία κόπρος, ή.
Hästfot, ϊππου πους, ό.: m. hästfötter,
ιπ-πόπους, ποδος, 2.

Hästgalen, ιππομανής, 2.: vara h.,
ίππο-μανεϊν.

Hästhandel, τό άγοράζειν και πιπράσκειν
ϊππους.

Hästhandlare, ιπποπώλης, ου, ό.
Hästherde, Ιπποφορβός, ό.
Hästhof, iVrøov 1. ιππεία οπλή, ή. b) växten,
βήχιον, τό.

Hästhår, ιππεία θρίξ, ή. τό τών ϊππων
τρίχωμα.

Hästkännare, Ιππογνώμων, ονος, δ.
Hästkött, ϊππεια κρέα, τά. κρέα τά άπό
τών ϊππων.

Häst köp, ιππωνεία, ή. ό τών ϊππων
άγορα-ΰμός.

Hästlik, ιππώδης, 2.
Hästläkare, ίππίατρος, ό.
Hästman, ίππου χαίτη, ή. Ιππολοφία, ή.
Hästsko, ίπποι; υπόδημα, τό.
Hästskrapa, se Skrapa.
Hästskötsel, se Hästafvel.
Häststall, ιπποστασία, ?J. ιππούτάσιον, τό.
ιππόστασις, ή. Ιππών, ώΐΌ$·, ό. ίπποφόρβιον, τό.
Hästsvans, Γππον ονρά, ϊππουρις, ιδος, ή.
Hästtjuf, ϊππων κλέπτης, ό. ό κλέψας ϊππους.
Hästtäcke, έφιππων, τό. Jfr Sadel.
Hästvurm, 1) ss. egenskap, φιλιππία, if.
Ιππομανία, ή. 2) ss. pers., φίλιππος, ό.
Ιππε-ραοτής, ου, ό.

Hätsk, δυσμενής, 2. έχθρός, 3. άπεχθής, 2.
Hätskhet, δυσμένεια, ή. έχθρα, ή. άπέχθεια,
ή. μίσος, τό.

Hö, (κούφος) χόρτος, ό. ξηρός χιλός, ό.
Höbergning, ή του φόρτου συγκομιδή.
Höfding, άρχων, οντος, ό (i allmht). Se
Kommendant, Ståthållare, Anförare.

Höfdingedöme, άρχή, ή. Jfr
Ståthållare-s k a p.

Höflig, κόσμιος, 3 o. 2. μέτριος, 3.
εύπρος-ήγορος, 2. φιλάνθρωπος, 2. κοινός, 3.
θεραπευτικός, 3. άστεϊος, 3.

Höflighet, κοσμιότης, ή. μετριότης, ή.
εύπρο-σηγορία, ή. φιλανθρωπία, ή.: visa ngn h., κοσμίως
1. άστείως προσφέρεσθαί τινι. höfligheter,
θερα-πεύειν τινά (visa uppmärksamhet).

Hoflighetsbetygelse, θεραπεία, ή.
Höft, Ισχίο ν, τό. οσφύς, ύος, ή.
Höftben, i σχίον, τό. ύποκώλιον, τό. κοτύλη,
ή. κοτυληδών, όνος, ή.
Höftled, ισχίον, τό.

Höftvärk, ϊσχιάς, άδος, ή. οσφυαλγία, ή.:
s. lider af 1ι., ισχιακός, Ισχιαδικός, 3.

Hofva, άξια, ή. τό προς-, καθήκον (vanl. pl.),
τό δέον, πρέπον, οντος.: efter h., προς-,
καθη-κόντως. έκ τών προσηκόντων, κατά τό εικός, έκ
του εικότος. άπό τών εικότων, κατ’ άξίαν. άξίως.:
öfver h.f νπερβαλλόντως. πέρα του προσήκοντος

1. του δέοντος, παρά τό §1κός. υπέρ τό μέτριον 1.
τήν άξίαν.: det är öfver en mskas h., ού κατ’
ανθρωπόν έύτιν. μείζον ή κατ’ άνθρωπόν έστιν.

Η öfvas, προσήκ ειν. πρέπειν. άξιον είναι,
δίκαιον είναι. δείν. χρήναι. χρεών είναι!: ss.
höfves, ώς (τό) εικός, ώς έπιεικές. Jfr Föreg.

Höfvisk, ευπρεπής, 2 ευσχήμων, 2. κόσμιος,
3 ο. 2. ευ-, έπίχαρις, 2.: vara h., εύσχημονείν.

Höfviskhet, ευπρέπεια, ή. εύσχημοσύνη, ή.
κοσμιό της, ή. τό εύ-, έπίχαρι, τ ος.

Höfvitsmän, λοχαγός, δ. Jfr Höfding.
Hög, 1) eg., υψηλός, 3.: = i höjden sväfvande,
μετέωρος, 2.: == högt belägen, μετέωρος, 2. ό, ή,
τό άνω (comp. άνωτέρω, superi, άνωτατω). t. ex.
τά μετέωρα 1. τά άνω τής πόλεως.: h. säd, högt
gräs, βαθύς σίτος, βαθεία πόα.: högst i ngt, i
högsta delen af ngt, άκρος, 3. t. ex. έν άκρω τώ
δένδρω.: d. högsta delen af ngt, τό άκρον. Vid
angifvande af måttet, m. (zo) νψος. t. ex.
grunden var 20 fot h., ή κρηπίς ήν (τό) υψος είκοσι
ποδών 1. πόδες 1. υψος είχεν είκοσι ποδών 1.
είκοσι πόδας είχε τό νψος. τής κρηπίδος τό
ϋψος ήν είκοσι πόδες 1. ποδών. Ofta nyttjas
adjj., smnsatta af tal- o. måttbestämningar (m.

0. utan τό ϋψος). t. ex. 2 fot h., δίπους, 2.:
16 alnar h., δεκάπηχυς, 2. b) om floder,
πλήρης, 2. μέγας ρέων.: om hafvet, κοίλος, 3.
μέγας, 3.: gå h., κυμαίνειν. 2) fig., a) vid
taktiska uppgifter, έπί m. gen. o. acc. εις m. acc.
t. ex. 4 man högt, έπί τεττάρων. έπί 1. εις
τετ-ταρας. b) om ton, οξύς, 3.: = stark, μέγας, 3.
c) om färg, έν αργής, 2. λαμπρός, 3. d) om
smak, οξύς, 3. e) om tid: h. tid, καιρός, o.
άκμή, ή. ώρα, ή.: det är h. tid att, äfv. μάλιστα
δει, πάση ανάγκη έστίν m. inf.: h. ålder, βαθύ

1. μακρόν γήρας.: komma till h. ålder, εις βαθύ
προήκειν της ηλικίας 1. καθ* ήλικίαν.: s. är i h.
ålder, βαθυγήρως, 2.: d. h. fornåldern, τά πάνυ
άρχαϊα. f) om pris o. grad, πολύς, 3. μέγας, 3.:
köpa f. högt pris, πολλού ώνείσθαι.: komma i
högre pris, έπιτιμάσθαι.: sätta högre pris,
πλει-στηριάζειν.: skatta, värdera högt, se vv.: i h.
grad, se Högligen.: i högsta grad, έσχάτως.
μάλιστα. πλείστα, ύπερβαλλόντως.: stiga till, hinna
det högsta, se Höj d 6). g) upphöjd, stor, utmärkt,
μέγας, 3. λαμπρός, 3. έπίσημος, 2. διαφέρων,
ουσα, όν.: en h. värdighet, μεγάλη τιμή.: de
höge, oi γνώριμοι, oi ένδοξοι, oi έν τιμ^.: det
högsta goda, μέγιστον αγαθόν.: d. högsta
lycksalighet, μεγίστη ευδαιμονία.: högsta makten,
κράτος, τό.: hysa h. tankar, υψηλοφρονεϊν. μέγα
φρονεϊν.: det är f. högt f. mig, μείζον τούτο η
κατ* έμέ. — Adv., högst a) se Högligen, b)
på sin höjd, τά μάλιστα, εις τά μάλιστα, τά
πλείστα. τό μέγιοτον. ού πλέον ή.: h. 10 stadier,
στα-δίους ού πλείους 1. ού πλέον ή δέκα. I
smnsätt-ningar uttryckes h. mest gm superi. 1. gm
smn-sättning m. πολύς, μέγας 1. gm μάλα, πάνυ
ο. d.

Hög, σωρό;, δ. σώρευμα, τό. θωμός, ο.: lägga
i h., σωρεύειν, έπισωρεύειν. νεϊν, συννεϊν. Jfr
Kulle, Grafhög.

Högakta, τιμάν. περί πολλού ποιεϊσθαι.
σέ-βεσθαι, αΐδεϊσθαι. άγασθαι. θαυμάζειν. έντίμως
άγειν 1. εχειν. έν τιμτ} εχειν.

Högaktning, τιμή, ή. αϊδώς, ους, ή.
θεραπεία, ή (visad i handling).: hysa h., se Föreg.:

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0186.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free