Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kongestion ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Kongestion -
Kongestion, άθροισις ή τών υγρών.
Kongregation, φρατρία, ή· συνέδρων, τό.
Kongress, σύλλογος, ό. σύνοδος, ή.
συνέδρων, τό.
Kongruens, δμοιότης, ή-
Kongruera, άρμόττειν. άρμοζόντως εχειν
πρός τι.
Konisk, κωνικός, 3.
Konjektur, εικασία, ή. ύπόληχρις, ή.: göra
en k., συμβάλλειν. εΙκάζειν. ύπολαμβάνε$ν τι.
Konjugation, συζυγία, ή. κλίσις, ή.
Konjugera, κλίνειν.
Konjunktion, σύνδεσμος, δ.
Konjunktiv, υποτακτικός, ό 1. -κή, ή.
Konjunkturer, πράγματα, τά. καιρός, δ.
περίστασις, ή.: goda k., ευκαιρία, ή.: dåliga k.,
άκαιρία, ή.
Konkav, κοίλος, 3. σιμός, 3 (inböjd).
Konklav, ή τών άρχιερέων σύνοδος.
Konklusion, συμπέρασμα, τό. άπόδειξις, ή.
Konkordans, συμφωνία, ή. σύναψις ή τών
έν τοις ίεροϊς γράμμασι ρήσεων παρομοίων.
Konkordat, συνθήκη, ή.
Konkret, συγκεκριμένος, 3. ίδιος, 3.
Konkubin, παλλακή, ή. πολλάκις, ή.
Konkubinat, παλλακεία, ή.
Konkurrens, άμιλλα, ή.: k:n är stark,
πολλοί άμιλλώμενοι μετέρχονται (τί).
Konkurrent, άμιλλώμενος, δ.
Konkurs, se Bankrutt.
Konnivens, 1) atcferø, ή. Se f. öfr.
Efterlå-tenhet o. Flathet 3). 2) hemligt förstånd,
κοινή βουλή 1. γνώμη, ή. συγκακουργία, ή (i brott).
Konnässör, δ έπιστήμων τινός 1. περί τίνος
1. περί τι. δ έπαίων τινών τι 1. περί τίνος 1. τι
περί τίνος.
Konrektor, ό σύν τινι σχολάρχης 1. d.
Konsekration, καθιέρωσις, ή. καθοσίωσις,
ή. εύχαριστία, ή 1. τό ευχαριστηθήναι (vid d. hel.
nattv.)
Konsekutiv, συνεχής, 2.
Konselj, βουλή, ή. βουλευτήριον, τό (platsen
för k.).: hålla k., βουλήν συνάγειν.
Konseqvens, άκολουθία, ή. τό Ιπόμενον.
Se f. öfr. under Följd.
Konseqvent, 1) om sak, άκόλουθος, 2.
i-πόμενος, 3. προσήκων, ουσα, w. 2) om person,
ευσταθής (2) τήν διάνοιαν.: vara k., όμολογεϊνΐ.
αυμφωνείν 1. συνάδειν έαυτώ.
Konservativ, τά καθεστώτα νομίζων
(theoretiska 1. φυλάττων (praktiskt), ουσα, ον. τοις
νομιζομένοις έμμένων, ουσα, ον.
Konservera, se Bibehålla 1) ο. Förvara.
Konsideration, θεωρία, ένθύμησις, ή
(öfvervägande). αιδώς, ους, ή. αισχύνη, ή.: göra
ngt af k. f. ngn, αιδούμενόν τινα 1.
κηδόμε-νόν τινοζ ποιείν τι.
Konsistens, se Fasthet 1) ο. 2).: utan
k., άπαγής, 2. συμπήγνυσθαι. πυκνούσθαι.
Konskribera, άνδρολογεϊν. καταλέγειν.
έκλέ-γειν. καταγράφειν. κατάλογον ποιεϊσθαι. —
kon-skriberad, δ έκ καταλόγου. éfc του
καταλόγου.
Konskription, κατάλογος, δ. ανδρολογία, ή.
Konskriptionslista, κατάλογος, ο.
Konskriptionsskyldig, ο έν καταλόγω
{ών), στρατεύσιμος, ο.
-Konstitution. 215
Konskriptionsår, στρατεύσιμα ετη, τά.:
vara i k:en, στρατεύσιμον είναι.
Konsolidera, βεβαιούν.
Konsonant, σύμφωνον 1. άφωνον
(γράμμα), τό.
Konsort, 1) se Bolagsman. 2)
likasinnad, ετερος τοιούτος, 3.
Konspiration, συνωμοσία, ή. σύστασις, ή.
Konspiratör, συνωμότης, ου, ό.
συστασιώ-της, ου, δ.
Kon sp ir er a, συνίστασθαι (τινί). συνωμοσίαν
ποιεϊσθαι.
Konst, τέχνη, ή (äfv. = färdighet,
skicklighet). se. specielt yrke 1. färdighetsutöfning gm
fem. af adj. på -ικός med underförstådt
τέχνη, t. ex. målarekonst, γραφική, ή. ridkonst,
ιππική, ή. ^bildhuggarkonst, ερμογλυφική, ή
talare-konst, ρητορική, ή ο. s. ν.: begagna k., τέχντ\
χρήσθαί. τεχνάσθαι.: öfva en k., τέχνην
έργάζε-σθαι, έπιτηδεύειν, άσκεϊν. σπουδάζειν περί
τέχνην τινά.: fria k:r, έλευθέριοι τέχναι, αι.: friak.r
ο. vetenskaper, έγκύκλιος παιδεία, ή. έγκύκλια
μαθήματα, τά.
Konstant, δ αυτός αεί ών, ούσα, όν.
έπί-μονος, 2. ένδελεχής, 2.
Konstarbete, τεχνίτευμα, τό.
Κ onstatera, βεβαιούν, έπιμαρτυρεϊν.
Konstberidare, Ιππικός, δ 1. d.
Konstdomare, κριτικός, δ.
Konstellation, διάθεμα αστέρων, το.
ά-στροθεσία, ή.
Konsterfaren, τέχνης εμπείρος, 2. τεχνι
κός, 3. εύτεχνος, 2. έπιστήμων 1. τεχνίτης περί τι.
Konsternera, έκ-, καταπλήττειν.
Κ ön st flit, πραγματεία, ή. έπιτήδευσις τών
τεχνών, ή.
Konstfärdig, τεχνικός, 3. εύτεχνος, 2.
Konstfärdighet, τέχνη, ή. εύτεχνία, ή.
φι-λοτεχνία, ή. σοφία, ή.
Konstgjord, τέχνρ πεποιημένος, 3.
τεχνητός, 3. χειροποίητος, 2. εντεχνος, 2.
έπιτεχνη-τός, 3. εύ ποιητός, 3. πλαστός, 3 (äfv. gjord i
mots. mot naturlig).
Konstgrepp, μηχανή, ή. μηχάνημα, τό.
παλάμη μα, τό. τέχνη, ή. τέχνημα, τέχνασμα,
πά-λαισμα, τό. στροφή, ή. κακοτεχνία, ή.: använda
k., μηχανή ν μηχανάσθαι. τεχνάσθαι. κακοτεχνεϊν.
Konsthandel, χρηματισμός ό έκ τέχνης
έργων (ss. yrke), πωλητήριον του Iμπολώντος
τέχνης εργα (ss. ställe).: idka k., πωλεϊν τέχνης
εργα.
Konsthandlare, δ πωλών τέχνης ε^γα.
Konsthistoria, ιστορία ή τών τεχνών.
Konstig, 1) se Konstgjord. 2) kuriös,
άτοπος, 2. άήθης, 2. αλλόκοτος, 2. παράδοξος,
2. 3) inpiskad, intrikat, ποικίλος, 3.
πανούργος, 2.: k. anläggning, τέχνημα, μηχάνημα, τό.
Konstighet, τέχνη, μηχανή, η. άτοπία, ή.
τό άλλόκοτον, ποικίλον, πανδύργον. κακοτεχνία, ή.
Konstituera, 1) utgöra, καθίστασθαι. είναι.
ύπάρχειν. τυγχάνειν δντα. 2) se Förordna.
Konstitution, 1) kropps-, ε’ξις, φύσις,
κα-τάστασις (του σώματος), ή.: stark k., σώμα
εύ-εκτικόν 1. εύπαγές, τό. 2) stats., πολιτεία, η.
κατάστασις, ή. σύνταγμα, τό. νόμοι, oh: liberal
k., ϊση και έννομος πολιτεία, ή.: god k.,
wvo-μία, ή.: hafva en god k., εύνομεϊσθαι.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>