Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Landtmannaverktyg ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Lan dt mannaverktyg — Lavemang.
239
Landtmannaverktyg, -yrke, se
Landt-mannaredskap, -näring.
Landtmätare, γεωμέτρης, ov, o.: vara 1.,
γεωμετρεϊν.
Landtmäteri, γεωμετρία, ή.: idka 1.,
γεω-μετρεϊν.
Landtmätning, μέτρησις τής γης, ή.
Landtpro dukt, se Landtmannavara.
Landttransport, άγωγήΐ. διακομιδή ή χατά
γην-
Landtresa, πορεία ή πρός άγρούς.
Landtriddare, ungef. περίπολος, δ (se Lex.).
Landtställe, Επαύλιον, τό.
Landttunga, ισθμός (γης), ό. αύχήν, ένος, ό.
Landtudde, άκρον, τό. άκρα τής γής, ή.
Landtåg, άπόγαιον, τό.
Landvind, άνεμος (ό) 1. αύρα (ή) άπόγειος.
άπόγειον πνεύμα, τό. άπογεία, ή.
Landvinning, γή κατεστραμμένη, ή.
Land väg, πεζή οδός, ή. οδός ή κατά γήν.
Langa, όρέγειν. προτείνειν. παρέχειν.
Lans, δόρυ, ατος, τό. παλτόν, τό. ξνστόν,
τό. λόγχη, ή. αιχμή, ή. στύραξ, ακος, ό.
Lansbärare, -dragare, δορυ-, λογχο-,
αϊ-χμο-, ξνστοφόρος, ό.: vara 1., δορυφορεϊν.
Lan sett, σμίλη, ή 1. σμιλίον, τό.
Lansskaft, ξνστόν (τον δόρατος), τό.
Lansspets, λόγχη, ή.
Lanssågare, δορυξόος, ό.
Lanterna, λαμπτήρ, ήρος, ό. λυχνούχος, ό.
φανός, δ.
Lapp, απόσπασμα, τό (bit), ράκος, τό 1.
λα-κίς, ίδος, ή (eg. trasa), ρύτισμα, τό (brukl, i
pl.) ο. Επί βλήμα (Ν. Τ.), τό (att laga kläder m.;
äfv. άναπλήρωμα, τό).: sätta en 1. på,
προσρά-πτειν άναπλήρωμα (pl. ρυτίσματα).
Lappa, (Εξ,ακεϊσθαι (kläder), σνρράπτειν.
Επι-σκενάζειν (hus, bord ο. d.)
Lapp are, άκεστήρ, ήρος o. άκεστής, ov, ό.
συρραφεύς, έως, ο (Sedn.). fem. άκέστρια ο.
ά-κεστρίς, ίδος, ή.
Lapp ig. ρακώδης, 2. άνερραμμένος, 3.
σνρ-ραπτός, 3.
Lappning, συρραφή, ή.
Lapp skräddare, se Lappare.
Lappskräddarpoët, ρακιοσυρραπτάδης, ου, δ.
Lappri, 1) lapprisak, χρήμα ούδενός άξιον,
τό. Ελάχιστον τι.: fästa sig vid 1.,
μικρολογεϊ-σθαι. 2) lappriprat, λήρος, δ. φ>λήναφος, ό.:
prata 1., ληρεϊν. φληναφάν. άδολεσχεϊν.
Lapprisak, se Lappri 1).
Lappverk, κέντρων, ωνος, ό. jfr äfv.
Fuskeri 2).
Larf, 1) af insekt, κάμπη, ή. σχαδών, όνος,
ή (af bin ο. getingar). 2) oeg. = mask,
πρός-ωπον, τό. προσωπεϊον τό.
Larm, 1) buller, θόρυβος, δ. ψόφος, ό (dån).
θρους, ον, δ (oljud, sorl), ταραχή, ή 1. τάραχος,
ο (oredigt sorl). 2) se Alarm.
Larma, (άνα)θορνβεϊν. θόρυβον 1. ψόφον
ποιεϊν, ποιεϊσθαι, κινεϊν, άποτελεϊν. —
larmande, θορυβώδης, 2. ταραχώδης, 2.
Lasarett, νοσοκομεϊον, τό.
Lass, άμαξιαίον 1. άμαξοπληθες φορτίον, τό.:
ett 1. sten, άμαξα λίθων, λίθων οσον άγει άμαξα.
Lassa, Εφ* άμαξών ånnτκενάζεσθαί τι.
Επι-σάττειν τι (Ιπί τούς δνους).
Last, 1) tyngd, börda, βάρος, τό. άχθος, τό.
jfr Börda 1) ο. 2).: falla ngn till 1., Ινοχλεϊν
τινι.: lägga ngn ngt till 1., αϊτίαν τινός
Ιπιφέ-ρειν τινί. Εγκαλεϊν τινί τι. αϊτιάσθαί τινά τίνος,
μέμφεσθαί τινί τι 1. τινός τινι.: ngt ligger mig
till 1., έγκλημα εχω άπό τίνος.: dta är f. tung
1. f. skutan, βαρήσει ταύτα τό πορθμεϊον. 2)
skepps, se Laddning 1). 3) moralisk, κακία,
jJ. πονηρία, ή. μοχθηρία, ή. κακό της, ή.: sjunka
i laster, περιπεσεϊν κακίαις.
Lasta, 1) gifva att bära, Ιντιθέναι τι εις τι
ο. bli τι (t. ex. φορτία εϊς νανν). πληρούν (t. ex.
ναύν φορτίοις). γεμίζειν (t. ex. νανν τίνος),
άνα-τιθέναι (t. ex. ξύλα Επί τήν άμαξαν). Ιπιτιθέναι
1. Εμβάλλειν φορτιον τινί. φορτίζειν. jfr Lassa.:
ett bord lastadt m. mat, τράπεζα Εδεσμάτων
πλή-θονσα.: träden stå lastade m. frukt, ύπ’ ενφ>ορίας
καρπών βρίθει τά δένδρα. 2) se Belamra,
Belasta, Betunga. 3) tadla, βλασφημεϊν εις
τινα ο. κατά τίνος, se under Last 1). Jfr
Förtala.
Lastbar, πονηρός, 3, μοχθηρός, 3.
άκάθαρ-τος, 2. κακός, 3.
Lastbarhet, ακαθαρσία, ή. κακό της, ή.
Lastdragande, φορταγωγός, 2 (om fartyg).
σκευοφόρος, 2 (om djur), φορτηγός, 2 (om mskr,
djur, fartyg).
Lastdragare, 1) djur, ύποζύγιον, τό.
νωτο-φόρον, τό. pl., σκευαφόρα, τά. 2) fartyg,
φορτη-γόν 1. φορτηγικόν πλοϊον, τό. φορτίς, ίδος, ή.
όλκάς, άδος, ή. φορταγωγός νανς, ή. 3) schåare,
φόρταξ, ακος, ό. φορτοβαστάκτης, ου, ό.
Lastdragarefartyg, se Lastdragare 2).
Las te lig, βλάσφημος, 2. λοίδορος, 2.
κακο-λόγος, 2. κακηγόρος, 2.
Lastfall, se Lastbar.
Lastgammal, ungef. Εσχατόγηρως, 2.
ύπεργη-ρως, 2.
Lastkreatur, se Lastdragare 1).
Lastning, uttr. gm inf. af vv. Lasta 1).
Lastpråm, se Lastdragare 2).
Lasurblå, κνάνεος, 3.
Lasursten, κυανός, δ.
Lat, άργός, 2. βραδύς, εϊα, ύ. νωθής, 2.
νωθρός, 3. σχολαϊος, 3. οκνηρός, 3. βλάξ, κός, ό,
ή. μισόπονος, 2. άπονος, 2.
Latas, άργεϊν. βλακεύειν. νωθρεύειν. φενγειν
7τόνον. μισοπονείν (Sedn.).
Låter, τρόπος, ό 1. τρόποι, οι.: goda 1.,
εύ-κοσμία, ή. ευτραπελία, ή. άστειότης, ή.: m.
goda 1., κόσμιος, 3. άστειος, 3. ευτράπελος, 2.
Lathet, se Lättja.
Latin, γλώττα ή τών ’’Ρωμαίων.: på 1.,
ρω-μαϊστί.: tala 1., ρωμαϊστί λαλεΐν. ρωμαίζειν.:
skrifva 1., (ξνγ)γράφοντα χρήσθαι τρ τών
’Ρωμαίων γλώττρ. : öfversätta på 1., ρωμαϊστί
με-θερμηνεύειν.
Latinare, skicklig i latin, άνήρ εμπειρος ών
τής τών cΡωμαίων γλώττης.
Latmask, άργός άνθρωπος, δ.
Lat sid an, slå sig på 1., άποκλίνειν Επί τήν
άργίαν.
Latverg, Ελατήριον, τό.
Latyr, λάθνρος, δ.
Lava, (τού πυρός) ρύαξ, ακος, δ (flytande 1.,
lavaström), ρύαξ πηγείς (stelnad 1.).
Lavemang, -spruta, κλνστήρ, ηρος, δ.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>